Λευτέρης Γιαννακουδάκης, μιλάει στη Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη για «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη»

 

Ο Λευτέρης Γιαννακουδάκης γεννήθηκε το 1972 στο Ηράκλειο. Έχει σπουδάσει βιολογία, θέατρο και κινηματογράφο, ενώ έχει μεταπτυχιακό στη δημιουργική γραφή. Ζει στο Ηράκλειο, όπου διδάσκει δημιουργική γραφή, ενώ παράλληλα σκηνοθετεί για το θέατρο και τον κινηματογράφο.

Το μυθιστόρημα του Λευτέρη Γιαννακουδάκη «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη» έχει τη φρεσκάδα του νέου, έχει πρόσφατα ιστορικά στοιχεία αφού η υπόθεση εκτυλίσσεται τον Δεκέμβρη του 2008, έχει το αστυνομικό μυστήριο αλλά και πολύ ροκ ηχόχρωμα. Με τράβηξε ο τίτλος, ο σχεδιασμός του εξώφυλλου από τις εκδόσεις Καστανιώτη και φυσικά η υπόθεση του που είναι ζωντανή ακόμη στη μνήμη μας. Ο Αλέξης των Εξαρχείων, το πρώτο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, η άνοδος της Χρυσής Αυγής, ο Μέγας Αλέξανδρος και οι στωικοί φιλόσοφοι μπλέκονται ώστε να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Φωτιές, σύγκρουση και αγώνας. Οι PinkFloyd και πολλά άλλα ροκ συγκροτήματα μας συνοδεύουν κατά την ανάγνωση. Το γιατί γράφτηκε και πολλά άλλα για το συγγραφικό ταξίδι θα μας τα πει ο ίδιος ο συγγραφέας.

Λευτέρη Γιαννακουδάκη ευχαριστώ για τον χρόνο σου. «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη» είναι το πέμπτο σου προσωπικό μυθιστόρημα, αν εξαιρέσουμε τη συμμετοχή σου στα συλλογικά έργα και τις μεταφράσεις. Γιατί «Φαντάσματα του Δεκέμβρη» και ποια ήταν η ανάγκη να το γράψεις;

Ο τίτλος εμπνέεται από όλα εκείνα τα γεγονότα που μας έχουν σημαδέψει, όλα όσα κουβαλάμε μέσα μας, μας στοιχειώνουν και δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε στη ζωή μας. Φόβοι ανομολόγητοι, όπως αυτός του κεντρικού χαρακτήρα, Αλεξάγγελου Ελεφάντη, μας εγκλωβίζουν και δεν αφήνουν να ελευθερωθεί η δύναμη και η δημιουργικότητά μας. Αλλά και φαντάσματα που έχουν σημαδέψει την ίδια τη χώρα μας, η άνοδος της ακροδεξιάς και του φασισμού που πραγματώθηκε με τη μόρφωμα της “Χρυσής Αυγής” αλλά ελλόχευε χρόνια στην κοινωνία, ο συντηρητισμός και η αρχαιολαγνία που κι αυτά στοιχειώνουν τη χώρα και την οδηγούν σε ένα συντηρητισμό, σε ένα μαράζωμα άνευ προηγούμενου, σε ένα επαναλαμβανόμενο “και διηγώντας τα να κλαις”.  Όλα αυτά μας προβλημάτιζαν και με προβληματίζουν και μάχομαι εναντίον τους καθημερινά. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, θύμα των φαντασμάτων εκείνου του Δεκέμβρη του 2008 αποτέλεσε τον καμβά πάνω στον οποία έστησα την πλοκή. Για μένα εκείνος ο Δεκέμβρης, αν και ανήκω σε μία αρκετά επόμενη γενιά από εκείνη του Αλέξανδρου, υπήρξε καταλυτικός ως προς το πως αντιλαμβάνομαι αυτό που λέμε “Ελληνική κοινωνία” και οδήγησε στα μετέπειτα γεγονότα, τα “εγέρθητω” και τα μνημόνια.

Ανήκεις στη νέα γενιά των συγγραφέων που «θέλει» να δώσει τα γεγονότα με τη δική του κριτική ματιά. Η ιστορία δε γράφτηκε όπως έπρεπε στα σχολικά βιβλία και δεν αγαπήθηκε. Προσδοκάς ότι θα κερδίσεις όλους αυτούς τους νέους με τη φρεσκάδα της γραφής σου;

Δεν προσδοκώ να κερδίσω κανέναν. Την ιστορία όντως δεν τη διδαχτήκαμε με κριτικό τρόπο, αλλά μέσω της περίφημης “εθνικής ταυτότητας”. Υπήρξαμε όλοι θύματα του Παπαρρηγόπουλου και αυτό συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Η σύνδεση των σημερινών Ελλήνων με την αρχαιότητα και ειδικά με τον Μέγα Αλέξανδρο είναι κεντρικό στοιχείο στο βιβλίο. Στόχος μου δεν είναι να ξαναγράψω την ιστορία, είναι να δώσω τη θέση μου μέσα σε αυτή, να δείξω μία άλλη οπτική και μία άλλη ερμηνεία, έξω από την εθνική ματιά. Το ίδιο κάνω και στο άλλο μου μυθιστόρημα που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις “Καστανιώτη”, τη “Σκιά”. Εκεί μιλάω για τα Ιουλιανά και την εισβολή στην Κύπρο, μέσω μίας επίσης σύγχρονης ιστορίας. Με απασχολεί η ιστορία, με απασχολεί η πολιτική, θεωρώ ότι η λογοτεχνία είναι εξ’ ορισμού πολιτική, όχι με την κλασσική έννοια της στρατευμένης λογοτεχνίας, αλλά παίρνει θέση, έτσι κι αλλιώς.

Μέσα στις σελίδες του βιβλίου υπάρχουν αγγλικοί στίχοι και αγγλικές προτάσεις. Είναι αναγκαία στην ελληνική λογοτεχνία;

Στη λογοτεχνία δεν είναι αναγκαίο τίποτα, παραφράζοντας τον Μπαρτ, ούτε καν ο συγγραφέας. Κάθε βιβλίο όμως απαιτεί κάποια πράγματα. Στο συγκεκριμένο βιβλίο κυρίαρχο ρόλο παίζει η ροκ μουσική. Ο βασικός χαρακτήρας είναι ένας αμετανόητος ροκάς, ενώ μία άλλη βασική ηρωίδα συμμετέχει σε ένα ροκ συγκρότημα με αγγλικό στίχο. Οι στίχοι αποτελούν κομμάτι του βιβλίου. Δεν παίζουν απλά τον ρόλο του σάουντρακ, συνδιαλέγονται με τους χαρακτήρες και την πλοκή, στήνουν έτσι ένα πολυεπίπεδο κατά τη γνώμη μου ανάγνωσμα, που όχι μόνο διαβάζεται, αλλά και ακούγεται δυνατά. Αν μετέφραζα αυτούς τους στίχους θα έχαναν αυτόματα τη δυναμική τους, θα ήταν σαν να ήθελα να τραγουδήσω ένα πολύ κλασσικό τραγούδι, π.χ. το Stairway to heaven και να τραγουδάω το “Σκάλα για τον ουρανό”. Δεν υπηρετώ την αγγλική γλώσσα, τη χρησιμοποιώ σε ένα πολυπολιτισμικό και ανοιχτό περιβάλλον που οφείλει να είναι η σύγχρονη λογοτεχνία.

 

Συγγραφή, οργανώνεις τμήματα δημιουργικής στο Ηράκλειο, σκηνοθετείς για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Πώς συνυπάρχουν όλα μαζί στο εικοσιτετράωρο;

Δε θα πρωτοτυπήσω αν ανατρέξω στον Καβάφη, το ξέρω, αλλά είναι απόλυτη αλήθεια ότι “Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ τη δούλεψή της.” Δυστυχώς, δεν τα κάνω κάθε μέρα αυτά. Μακάρι να τα έκανα κι ας μη μου έφτανε η μέρα. Υπάρχουν περίοδοι που γράφω, άλλες που σκηνοθετώ, πάντα κάνω τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Δε με πειράζει αυτό, δε με βαραίνει, ο χρόνος είναι αυτό που κάνουμε έτσι κι αλλιώς, μακάρι να είναι έτσι συνέχεια. Όταν δε θα μπορώ να κάνω αυτά, τότε θα με βαραίνει η μέρα κι ο χρόνος που φεύγει.

Η Τέχνη είναι το βάλσαμο της ψυχής, θεραπεύει τον νου και την καρδιά. Πιστεύεις πως στη σημερινή ελληνική κοινωνία, με τα τόσα οικονομικά προβλήματα που κυριαρχούν, η Τέχνη έχει τη θέση που της αξίζει; Θέλουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις την Τέχνη που αφυπνίζει ή όχι;

Η τέχνη ποτέ δεν είχε τη θέση που της αξίζει, αν και αυτό ως φράση από μόνο αποτελεί αντίφαση και προσδίδει άλλο χαρακτήρα στην τέχνη, τη βάζει σε ένα βάθρο, ένα βάθρο μάλιστα το οποίο θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να χτίζει η ίδια η πολιτεία, η κυβέρνηση, το κομμάτι δηλαδή που στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία αποτελεί αντίβαρο της τέχνης, καθώς ενδιαφέρεται για άλλες έννοιες όπως “χρηστικότητα” και “παραγωγικότητα”. Δεν ξέρω τι είδους τέχνη είναι αυτή που η κυβέρνηση θα την έβαζε σε μία κυρίαρχη θέση. Έχουμε δει τι είδους τέχνη και τι είδους καλλιτέχνες εκτιμά η κυβέρνηση, εκείνους που στήνουν αρχαιοπρεπή δράματα και φιλούν ομοιώματα Παρθενώνων. Σήμερα προάγεται η επιβίωση έναντι της απολαυστικής διαβίωσης. Είναι γελοίο ότι εν έτει 2024 ο δυτικός κόσμος μιλά για επιβίωση και διάγει πολέμους, έχοντας τέτοιους πόρους και τέτοιες δυνατότητες τεχνολογικές και πολιτισμικές. Και με τόσους αιώνες φιλοσοφίας από πίσω. Είναι προφανής επιλογή των κυβερνήσεων αυτός ο αγώνας για επιβίωση στον οποίο αναγκαζόμαστε όλοι να συμμετέχουμε. Γιατί όταν αγωνίζεσαι για τα βασικά, όλα τα άλλα σου φαίνονται πολυτέλειες. Και η τέχνη, όπως και η κριτική σκέψη, είναι κακή αλογόμυγα. Δεν τέρπει μοναχά, αφυπνίζει, ξεκουνά, κανείς κυβερνήτης δεν την αγάπησε ποτέ.

Διδάσκεις δημιουργική γραφή σε νέες/νέους συγγραφείς. Τα τελευταία χρόνια οργανώνονται κατά κόρον τέτοια σεμινάρια. Όμως στα βιβλιοπωλεία υπάρχουν χιλιάδες τίτλοι νέων συγγραφέων. Μπορούν να απορροφηθούν από τους Έλληνες αναγνώστες;

Το ζήτημα της ποσότητας της ελληνικής λογοτεχνίας έχει να κάνει και με το ζήτημα της ποιότητας, αλλά και με το προηγούμενο ζήτημα που λέγαμε πριν, της κρατικής πολιτικής και της οικονομίας. Ξεκίνησα να διδάσκω δημιουργική γραφή το 2007, όταν ακόμη στην Ελλάδα ήταν “νέο φρούτο”. Το ζήτημα της τεχνικής στη συγγραφή είναι κάτι που με απασχολούσε από παλιά, ανέκαθεν πίστευα ότι δε φτάνει αυτό που λέμε “ταλέντο” και ότι η συγγραφή, όπως κάθε τέχνη, πρέπει να μελετηθεί εις βάθος από τον καλλιτέχνη. Έως κάποια στιγμή η μελέτη μου ήταν φυσικά η ίδια η λογοτεχνία. Η επαφή με τη δημιουργική γραφή μου άνοιξε ορίζοντες που δεν είχα οραματιστεί έως τότε. Το γεγονός ότι υπάρχουν χιλιάδες τίτλοι νέων συγγραφέων δεν είναι πρόβλημα για μένα και δε σχετίζεται τόσο άμεσα με τα εργαστήρια γραφής, όσο με τον εκδοτικό χώρο που μέσω της αυτοχρηματοδότησης έχει βρει έναν τρόπο να επιβιώνει. Ο τεράστιος αριθμός εκδοτικών με προβληματίζει περισσότερο, παρά ο τεράστιος αριθμός συγγραφέων. Το ζήτημα είναι ότι πλέον όποιος θέλει να εκδώσει θα το κάνει. Θα βρει έναν εκδοτικό ο οποίος με ένα σημαντικό χρηματικό ποσό και χωρίς σχεδόν να μπει στη διαδικασία να κρίνει το βιβλίο θα το εκδώσει. Έτσι γεμίζουμε από βιβλία που δεν έχουν κάτι να δώσουν, ούτε λογοτεχνικά, ούτε ως θέμα, κακά βιβλία που κανείς δεν έσκυψε από πάνω τους για να τα επιμεληθεί ή να προτείνει τρόπους βελτίωσής τους. Αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι καλό να γράφει ο κόσμος, αλλά είναι ακόμα πιο καλό να διαβάζει και να αποκτά κριτήριο. Βέβαια, για να διαβάσει πρέπει να έχει χρόνο να διαθέσει. Όχι τόσο χρήμα, καθώς ένα βιβλίο κοστίζει λιγότερο από μία έξοδο για φαγητό. Ο χρόνος λείπει και λόγω του αγώνα για επιβίωση, αλλά και λόγω του τρόπου ζωής που προωθείται. Αν καθένας μας περνάει πάνω από δύο ώρες την ημέρα στα κοινωνικά δίκτυα για να φανεί, πώς θα βρει χρόνο για να διαβάσει; Άσε που, αν διαβάσει, πώς θα φανεί;

 

Στο μυθιστόρημα μπλέκονται οι Στωικοί φιλόσοφοι με τους σημερινούς ήρωες σου. Ποιο είναι το κοινό τους σημείο για σένα ώστε να τους παραλληλίσεις στο βιβλίο;

Οι ήρωές μου παλεύουν για ένα καλύτερο σήμερα, για να επικρατήσει η λογική έναντι του σκοταδισμού και της μισαλλοδοξίας. Ο Ζήνων διδάσκει την ολιγάρκεια, την ανεξαρτησία από τα πράγματα του κόσμου, την απαλλαγή από τα πάθη και το “ζην κατά φύσιν”, (“ομολογουμένως τη φύσει ζην, όπερ ταυτό του κατ’ αρετήν ζην”). Για να μπορέσει όμως ο άνθρωπος να ζει κατά φύσιν, να ζει δηλαδή υγιώς θα πρέπει πρώτα να τη γνωρίσει. Και για να γνωρίσει κάποιος τη φύση του απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αταραξία και η γαλήνη της ψυχής. Εδώ στηρίζεται, κατά τους στωικούς, η έννοια της Ηθικής. Για να μπορέσει κατά τη γνώμη μου να φτάσει κάποιος στην αταραξία αυτή οφείλει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του, με τα φαντάσματά του.

Εξάρχεια, η συνοικία που μεγάλωσα. Μια γειτονιά που η Τέχνη, η αντίδραση, η αντίσταση συνυπάρχουν. Πολυτεχνείο, μπλε πολυκατοικία, Κάβουρας, βιβλιοπωλεία, λόφος του Στρέφη, και πολλά άλλα. Μια συνοικία που οι περισσότεροι «φοβούνται» να μείνουν εκεί. Ποια είναι η σχέση σου με τα Εξάρχεια; Ή τα «χρησιμοποίησες» λόγω των γεγονότων του Δεκέμβρη του 2008;

Θα μπορούσα να τα είχα χρησιμοποιήσει λόγω των γεγονότων, αυτή είναι η δουλειά μας, να χρησιμοποιούμε σκηνικά, χαρακτήρες, γεγονότα, κλπ., δε μας νοιάζει η πραγματικότητα παρά μόνο στο επίπεδο που εξυπηρετεί την ιστορία που γράφουμε, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξα τυχερός να έχω ζήσει στα Εξάρχεια σχεδόν δέκα χρόνια και να είναι ο τόπος που πάντα επιστρέφω όταν επισκέπτομαι την Αθήνα. Υπήρξα και νιώθω πάντα Εξαρχειώτης. Έμεινα πρώτη φορά εκεί χρόνια πριν, που και τότε φοβόταν να μείνουν κάποιοι, 18χρονος φοιτητής από επαρχία. Έμεινα σχεδόν αναγκαστικά, καθώς εκεί βρήκα σπίτι και όχι στου Ζωγράφου που έψαχνα. Υπήρξα τόσο τυχερός, αγάπησα τη γειτονιά από την πρώτη στιγμή, τον αέρα ελευθερίας και αντίδρασης που απέπνεε και ακόμη προσπαθεί να αναπνεύσει. Όσο χρόνια έμεινα εκεί δεν ένιωσα ποτέ να κινδυνεύω, λάτρευα να περπατάω τη γειτονιά από του Στρέφη στον Μπάρμπα Γιάννη, από το Dada στο Decadance, από το Βοξ στον Φούρνο και από το Αν στην Πρωτοπορία, ήταν η αγαπημένη μου βόλτα, έβγαινα συχνά και απλά περπατούσα και αυτό μου έφτανε. Αυτή μου η αίσθηση δε θα σβήσει ποτέ, όσο και αν τα airbnb και η τρομοκρατία που ασκεί το κράτος σε σχέση με την περιοχή παλεύουν να σβήσουν αυτό το “μικρό γαλατικό χωριό” που παλεύει και αντιστέκεται. 

Από τη μια οι αναρχικοί και από την άλλη τα παιδιά με τα μαύρα μπλουζάκια και τις σιδερογροθιές. Διαφορετική ιδεολογία αλλά έχουν ένα κοινό σημείο. Την οργή, την αγανάκτηση και την ίδια φράση «όλοι ίδιοι είναι». Οι ευθύνες ανήκουν στην προηγούμενη γενιά. Αλλά αυτή η γενιά δε θα κάνει κάτι να τα διορθώσει; Πιστεύεις ότι με την ανάθεση ευθύνης και τη μοιρολατρία μπορούμε να προχωρήσουμε;

Είναι άλλο η ανάθεση ευθύνης και άλλο η μοιρολατρία. Στην ανάθεση ευθύνης λες “αναγνωρίζω ποιος φταίει”, στη μοιρολατρία λες “δεν μπορώ να κάνω κάτι”. Είμαι υπέρ της ανάθεσης ευθύνης, είναι αυτό που λείπει από αυτή τη χώρα, είμαι φανατικά κατά της μοιρολατρίας, δεν οδηγεί πουθενά. Δε βρίσκω πάντως κοινά σημεία ανάμεσα στις δύο ομάδες, σε καμία περίπτωση, εμένα αυτή η θεωρία των άκρων, ότι και καλά είναι τα ίδια, με ενοχλεί απίστευτα. Όχι, δεν είναι ίδια τα άκρα, δεν είναι ίδιος αυτός που παλεύει για την αντικατάσταση του συστήματος με ένα πιο δίκαιο και ελεύθερο για όλους, με εκείνων που μάχεται για να κυριαρχήσει ο σκοταδισμός και η ανελευθερία. Οι ευθύνες ανήκουν σε όλους μας. Εκείνος που βλέπει το έγκλημα και δε μιλά, έχει την ίδια ευθύνη με εκείνον που διαπράττει το έγκλημα.

Ως νεοέλληνες φέρνουμε συνέχεια τους Μεγάλους Έλληνες στην επιχειρηματολογία μας για να αυτοκολακευτούμε. Ποια τελικά είναι η σχέση μας μαζί τους; Στη Δημοκρατία, στις συνελεύσεις, την Τέχνη και τον Πολιτισμό;

Το ερώτημα είναι ποιοι είναι οι “Μεγάλοι Έλληνες”. Το βιβλίο αναφέρεται σε εκείνο το γκάλοπ, ψηφοφορία, όπως θέλεις πες το που είχε διοργανώσει ο ΣΚΑΙ, αν θυμάμαι καλά και στο οποίο δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι πρώτος θα έβγαινε ο Μέγας Αλέξανδρος. Όπως αναφέρω στο βιβλίο στο γράμμα Ζ, εκεί που θα άνηκε ο ιδρυτής της σχολής των Στωικών κανονιά, βρίσκεται μόνο ο Ζαγοράκης, ένας ποδοσφαιριστής. Άρα για ποιους μεγάλους Έλληνες μιλάμε; Αν τώρα λέμε για του αρχαίους, η σχέση μας είναι πρωτίστως γλωσσική -η νεοελληνική δεν είναι ίδια γλώσσα με την αρχαία ελληνική, αλλά αποτελεί τρόπον τινά μετεξέλιξή της- και κατά δεύτερον χωρική: ζούμε στα ίδια χώματα που έζησαν εκείνοι. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι Ελλάδα και ελληνικό έθνος δεν υπήρχε στην αρχαιότητα, δεν υπήρχε πριν το 1827 και τον Καποδίστρια. Αναμφισβήτητα οι αρχαίοι Έλληνες άφησαν τεράστια κληρονομιά στην ανθρωπότητα: έργα τέχνης, την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, τις τραγωδίες, τη δημοκρατία, όλα μέρος της παγκόσμιας κληρονομιάς που έχουμε την τύχη να μοιραζόμαστε, δε νιώθω ότι μου ανήκει περισσότερο απ’ ότι ανήκει στον υπόλοιπο κόσμο.

Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες ήταν η αφορμή για την άνοδο της Χρυσής Αυγής που «ακούμπησε» στην άγνοια, στην ανεργία, τη φτώχεια, τη λήθη μεγάλου μέρους των συμπολιτών μας. Πιστεύεις ότι οι συγγραφείς, οι διανοούμενοι, η Αριστερά έκαναν αρκετά ώστε να αφανιστεί το μένος εναντίον των προσφύγων;

Σε αυτές τις περιπτώσεις συχνά ψέγονται οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς, η αριστερά ότι δεν κάνει αρκετά. Εγώ νομίζω ότι κάνουν. Είτε με τα βιβλία, είτε με εκδηλώσεις, είτε με άρθρα, είτε στο δρόμο. Είναι εκεί, ως η αντίθετη φωνή, η φωνή της λογικής, η θέση τους κυβερνάται από τον συμπαντικό νόμο της Λογικής όπως έλεγαν οι Στωικοί, και θέλουν, προσπαθούν να ακουστούν. Τους δίνεται το βήμα; Δύσκολα. Ίσως το λάθος τους είναι ότι δεν αγωνίζονται όσο πρέπει για το βήμα αυτό, αλλά αγωνίζονται απέναντι σε έναν εχθρό που κατέχει μεγαλύτερο οπλισμό και κατέχει και τα μέσα επικοινωνίας. Ίσως χάνουμε γενικά, αλλά “κι αν μη νικήσουμε ποτέ θα πολεμάμε πάντα”. Κι ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς αυτό είναι που μαθαίνει μέσα από όλη αυτή την ιστορία ο βασικός ήρωας του βιβλίου, την αξία του αγώνα.

Γράφεις στη σελίδα 341 ότι η νέα γενιά είναι σκληρή, που μεγαλώνει με ηλεκτρονικά παιχνίδια και αστικά όνειρα που παλεύει ανάμεσα στην επαναστατική φύση της εφηβείας και την αδηφάγα συνθήκη της επαγγελματικής αποκατάστασης. Η νέα γενιά παραιτείται, διαλέγει τον εύκολο δρόμο της φυγής γιατί η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Από τη γενιά που αγωνίστηκε στην εθνική αντίσταση και το Πολυτεχνείο μέχρι τη σημερινή που κοιτά την προσωπική της ανέλιξη, μας χωρίζει το ΕΜΕΙΣ που έγινε ΕΓΩ. Ποια είναι η άποψη σου;

Δεν πιστεύω ότι η νέα γενιά διαλέγει τον εύκολο δρόμο. Είναι δύσκολο να φύγεις από τη χώρα σου, όπως κι αν σου φέρεται, και να ζήσεις σε μία άλλη χώρα, στην οποία, δυστυχώς, θα είσαι πάντα ξένος. Θα έπρεπε σήμερα να είναι πιο εύκολο, να μην υπάρχουν σύνορα και να μη νιώθει κανείς και πουθενά ξένος, αλλά δυστυχώς δεν ισχύει. Τα νέα παιδιά δε φεύγουν για να ζήσουν μια τρυφηλή ζωή, φεύγουν γιατί πιστεύουν ότι θα βρουν κάτι καλύτερο από ένα βασικό μισθό των 650 ευρώ και μια ζωή ανασφάλειας και μιζέριας, δεν τα κατηγορώ, είναι δύσκολο. Όσο για το “εμείς’ δεν πιστεύω ότι υπήρχε ποτέ. Πάντα οι λίγο αγωνίζονταν για να καρπώνονται οι πολλοί. Και τώρα τα παιδιά αγωνίζονται, από το δικό τους μετερίζι και με τον δικό τους τρόπο τα παιδιά είναι εδώ και παλεύουν. Και θα συνεχίσουν να το κάνουν όσο κι αν η κυβέρνηση προσπαθεί να βγάλει παράνομες τις απεργίες και τις καταλήψεις και να εγκαταστήσει την αστυνομία στον πανεπιστημιακό χώρο η νιότη και η σκέψη δεν εγκλωβίζονται.

Ποια είναι η γνώμη σου για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους;

Είναι σημαντικό το έργο του Bookia για την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους, χρειαζόμαστε να βρισκόμαστε όσο γίνεται κοντά στο αναγνωστικό κοινό μας και θα ήθελα με αφορμή αυτή την ερώτηση να σας ευχαριστώ για αυτή την πολύ όμορφη συζήτηση που είχαμε.

Ευχαριστώ Λευτέρη Γιαννακουδάκη για το αναγνωστικό ταξίδι, για τη νεανική ματιά της συγγραφής και σου εύχομαι να είναι καλοτάξιδο!

Δημοσιεύθηκε στο Bookia