Αχ μουρλοσκοτωμένο, με έλεγε η μάνα μου γι’ αυτά που πίστευα, για το ανυπότακτο που ζούσα. Για τα σημάδια που είχαν χαραχτεί στο κορμί μου, ένα τόσο δα ήμουνα. Είχαν χαραχθεί πάνω μου οι ιστορίες και ο πόνος τους, από εκεί που έρχονταν οι ξεριζωμένοι.
Που να ’ξερα αυτά που άκουγα; και η μάνα μου να με περιμένει χάνοντας τον ύπνο της…
Δεν θα αλλάξεις τον κόσμο. Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Δεν καταλάβαινα…
Τραγουδούσε, έλεγε ποιήματα, ποιητοπρατήματα. «Εγώ είμαι ποιήτρια, τόσες φορές σου έχω πει το «Αρχοντόπουλο ο Γιαννάκης», που είχε πλούτη περισσά και δεν το ’μαθες ολόκληρο απέξω…
Δεν έκρυβε τη χαρά της με το χαμόγελό της στα χείλη της κρατημένο…
Η μνήμη είναι η ύπαρξή μας. Ο άνθρωπος που δεν θυμάται είναι νεκρός.
Πριν φύγει στα εκατόν τρία της χρόνια για τον «αγύριστο» βασκέλωνε το πρόσωπό της, τα γαλάζια μάτια της γελούσαν με ερωτηματικά, ποιος θεός; θα τον πάρω στον τάφο μου να μας φάνε μαζί τα σκουλήκια.
Την ρώτησα την παραμονή του Αγίου Δημητρίου το 2021 πώς με λένε, αύριο γιορτάζω. Σκοτείνιασαν τα μάτια της, σαν να μη θυμόταν. Δεν απάντησε. Φοβήθηκα κι άστραψε το χαμόγελό της όταν νόμισα πως τα έχει χαμένα…
Αχ μουρλοσκοτωμένο, το χέρι της έφτασε στη μήτρα της που με γέννησε.
«Αύριο σε λένε γιατί δεν χωράς στο σήμερα».
Στον Άι Γιώργη της Εύβοιας γεννήθηκα, στην Πολυστάφυλλο Ιστιαίας του Όμηρου. Βγήκα μέσα από το χώμα σαν σαλιγκάρι με τις κεραίες του ανιχνεύοντας το σύμπαν.
Ένα βιβλίο γεμάτο μνήμες είναι το νέο βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου, «Αχ μουρλοσκοτωμένο», από τις εκδόσεις Τόπος. Οι δικές του μνήμες σ’ αυτό το βιβλίο κλείνονται σε 312 σελίδες. Πολύ περισσότερες μνήμες στα έντεκα βιβλία του που έχουν εκδοθεί πρωτύτερα.
Ατέλειωτο ποτάμι οι αναμνήσεις του. Όπως και οι δικές μου που ξεπήδησαν από αυτό. Δέκα χρονών ήμουν όταν από το μπαλκόνι του δωματίου μου στα Εξάρχεια, τα δακρυγόνα από το Πολυτεχνείο έτσουζαν τα μάτια μου, έβλεπα τους φοιτητές που έτρεχαν κυνηγημένοι στα σοκάκια των Εξαρχείων και άκουγα από το καλυμμένο με σεντόνι ραδιόφωνο τη σπαραχτική φωνή του «Αδέλφια μας στρατιώτες… », που ακόμη ηχεί στ’ αυτιά μου.
Αργότερα τον συνάντησα στο σπίτι του Δασκάλου μου και Ποιητή Γιάννη Κουτσοχέρα, χωρίς να του συστηθώ. Δέος, συγκίνηση, πολλά συναισθήματα που ένιωσα συστολή να του εκφράσω πως το Πολυτεχνείο έγινε ο φάρος ελπίδας και αγώνα. Εκείνη η κραυγή ήταν καταλυτική για μένα, ακόμη και σήμερα. Πολύ αργότερα τον είδα στο καφέ Παράσταση, ένα κύτταρο του Πολιτισμού, του Θέμη Ροδαμίτη.
Τα Εξάρχεια, κέντρο αναφοράς. Τον θαύμαζα όταν τον έβλεπα με το κόκκινο κασκόλ, που αναφέρει την ιστορία του μέσα στο βιβλίο. Αυτές οι μνήμες με οδήγησαν στο να του ζητήσω να μου μιλήσει ο ίδιος για το «Αχ μουρλοσκοτωμένο», για λογαριασμό του Bookia.
Κύριε Παπαχρήστο ευχαριστώ προσωπικά για την τιμή που μου κάνετε αλλά και για το Bookia.Γιατί «Αχ Μουρλοσκοτωμένο»;
Στην πλατεία, στα χωράφια, στους μπαξέδες γνώρισα την ομορφιά και έζησα τους ανθρώπους του χώματος και της ζωής. Στα καφενεία προπαντός χωρίς να ξέρω, άκουγα.Μικρό παιδί τρύπωνα και τους έβλεπα. Ο πατέρας μου κοινωνικός συμπότης. Τρεις κατηγορίες προσφύγων και ο ξεριζωμός του 1922, Πόντιοι, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Καπαδόκες στην «Όαση» του Βάρα του Νηρέα Βάρα πίνανε…Ο Εμφύλιος δεν είχε τελειώσει, έρχονταν από τον ‘’Τρωικό πόλεμο’’. Άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς. Τους έβλεπα να μαλώνουν, να τσακώνονται και να μου δίνουν πέντε δεκάρες τρύπιες να πάω στο περίπτερο κάτω από τη μιλικουκουδιά του μπάρμπα Νίκου, με το κομένο ποδάρι του από τον πόλεμο στα βουνά της Αλβανίας, να πάρω καραμέλες, πράσινες με λίγη ζάχαρη πασπαλισμένες.
Από τον Άι-Γιώργη της Εύβοιας στην καρδιά των γεγονότων, στα Εξάρχεια. Τα παιδικά σας βιώματα, οι τότε πολιτικές καταστάσεις, έγραψαν την πορεία σας για να είστε βουτηγμένος πάντα μέσα στη φωτιά;
Ήρθα στην Αθήνα, φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ το 1968. Τότε κατάλαβα και αισθάνθηκα τη Δικτατορία. Δεν γινότανε να μην έχω μέσα μου τα λόγια, τα ακούσματα και τα «πολλαγενάμενα», τις ιστορίες, τον λόγο τους που γίνονταν τραγούδι και χορός απελευθερωτικός. Οι μνήμες τους κι αυτά που εξιστορούσαν με χαρά και πόνο, έγιναν η κληρονομιά μου, στην «Όαση» του μπάρμπα Μήτσου το καφενείο, του «Νηρέα Βάρα» που τον έκανα θέατρο της ζωής, με τον Γιώργο Αρμένη, και… δεν γινότανε να μη πάσχω από τη μεταδοτική ύπαρξη του Καρούζου, που γνωριστήκαμε αργότερα στο Νταντά στα Εξάρχεια, του Μήτσου του Ευθυμιάδη, του Σκούρτη του Τσικληρόπουλου, του Μπαλή, του Κωνσταντινίδη, της Σύλβιας, του Άσημου, του Πρωτοψάλτη, του Σιδηρόπουλου, του Άγγελου…κλπ.
Πιστεύετε πως το παρελθόν είναι ο κρίκος της αλυσίδας, πού αν χαθεί, θα είμαστε έρμαια αυτών που ορίζουν τις τύχες μας;
Το παρελθόν είναι η ύπαρξή μας, είναι το εφαλτήριο για να πατήσουμε πάνω του, να ζήσουμε το «εδώ και τώρα» και να ονειρευτούμε τη μνήμη του μέλλοντος, ως όνειρο μελλούμενο…Αν δεν καλλιεργούμε το παρελθόν στα γόνιμα χώματα του τώρα, θα φυτρώσουν στον εγκέφαλό μας γουμαράγκαθα και θα γίνει χέρσο χωράφι το μυαλό μας και δεν θα υπάρχουν ούτε γαϊδούρια να τα φάνε.Δεν μας ορίζουν τις τύχες μας οι άλλοι. Δεν γνωρίζουμε τις αιτίες γι’ αυτό τα ρίχνουμε στους άλλους και στην τύχη. Δεν γνωρίζουμε πώς οι άλλοι είμαστε εμείς και περιμένουμε ανοίγοντας το λάκκο μας και πέφτουμε μέσα και οι μεν και οι δε, ενώ μπορούμε να γκρεμίσουμε, όλοι μαζί, αυτούς που ορίζουν τις τύχες μας…
Γράφετε στη σελίδα 63 για τον Κραββαρίτη και την παρέα του, «εμείς είμαστε το κράτος, με τον Παπανδρέου, τον Καραμανλή, την 21η Απριλίου, γιατί όχι και από το 21». Μήπως δεν κρατιούνται τόσα χρόνια; Με άλλα ονόματα φυσικά. Αυτό το ζήσαμε και με τη Χρυσή Αυγή. Ως λαός έχουμε τόση κοντή μνήμη ή ξεγελιόμαστε με το χρυσό περιτύλιγμα, πχ της δήθεν προστασίας ηλικιωμένων από τους πρόσφυγες;
Οι Κραβαρίτηδες και οι Σμαΐληδες υπάρχουν και σήμερα, σε ένα κράτος αστυνομοκρατούμενο, σε μια δημοκρατία κολοβή, αντιπροσωπευτική ολιγαρχική που την έχουν φέρει στα μέτρα τους για να αποφασίζουν για μας χωρίς εμάς και το χειρότερο να μας καθιστούν συνυπεύθυνους και συνενόχους, αφού δεν λειτουργούμε ως ενεργοί πολίτες στα κοινά, για να δώσουμε νόημα και αξία με τη συμμετοχή μας στην κοινωνία και στην άμεση δημοκρατία που πιστεύουμε και την αφήνουμε στους επαγγελματίες της πολιτικής, που την κατάντησαν λερό πουκάμισο αδειανό.Τα χρυσά περιτυλίγματα είναι πολλά, αλλά ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός, είναι οι λακκούβες για να πέφτουμε μέσα. Σήμερα βιώνουμε την οικονομική χούντα της Ενωμένης Ευρώπης της Γερμανίας και του κεφαλαίου. Γινόμαστε θεατές ενός πολέμου που οι παρενέργειές του σύντομα θα καθορίσουν τη στάση μας στη ζωή. Δεν αρκούν η προστασία και η περίθαλψη των θυμάτων, χρειάζεται αγώνας εναντίον του καπιταλιστικού συστήματος, για ελευθερία και ειρήνη, πέρα από παραπετάσματα ιδεολογικοπολιτικά. Δεν γίνεται να γινόμαστε θύματα των γεωστρατηγικών τους συμφερόντων
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τσε Γκεβάρα, Μάης 68, Πολυτεχνείο. Οι νεότερες γενιές έχουν πρότυπα ή είναι απογοητευμένες; Πιστεύετε πως οι νέοι σήμερα θα μπορούσαν να κάνουν ένα νέο Πολυτεχνείο ή νιώθουν πως η Ελλάδα ξόφλησε;
Υπάρχουν πρότυπα και γεγονότα που εμπνέουν τους νέους. Υπάρχει όμως η διάχυτη απογοήτευση που τους βολεύει γι’ αυτό την καλλιεργούν από τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης σπέρνοντας τον φόβο. Όταν ο ένας τρώει και ο άλλος πεινάει δεν γίνεται και ο παράλλος να κοιτάει, η σύγκρουση και η ρήξη θα συντελεστεί με τους έχοντες και κατέχοντες που διαφεντεύουν τις ζωές μας και το μέλλον των παιδιών. Μας.Οι νέοι σήμερα και αύριο μπορούν να κάνουν τα δικά τους Πολυτεχνεία, να κάνουν την πατρίδα μας ένα μεγάλο Πολυτεχνείο, με άμεση δημοκρατία, με αυτοοργάνωση και ελευθερία που είναι κάτι πιο πολύ από το ψωμί…Το Πολυτεχνείο για τους νέους, ως ιστορικό γεγονός, είναι και συμβολικό, δείχνει τον δρόμο, είναι σταθμός ανεφοδιασμού για τη συνέχεια του αγώνα, από εκεί που δεν μπορέσαμε να φτάσουμε εμείς.
Κούνδουρος, Αλέξης Δαμιανός, Μελίνα Μερκούρη, Καστοριάδης, Σαρτρ, Παντελής Βούλγαρης, Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης και πολλοί άλλοι που θα διαβαστούν από τους αναγνώστες. Δεν έχουν τελειωμό όλες οι μεγάλες μορφές του Πολιτισμού, που γνωρίσατε και σίγουρα έχετε πολλές περισσότερες ιστορίες για τον καθέναν τους. Έχετε ζήσει τόσα έντονα όλη την νεότερη ιστορία που θα μπορούσαν να γραφούν και σε επόμενα βιβλία. Γιατί όλα σ’ αυτό;
Είναι αλήθεια, οι άνθρωποι που γνώρισα και συμπορευτήκαμε, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί κι άλλοι που δεν αναφέρονται, αφήσανε τα σημάδια τους, πιστέψανε στον πολιτισμό που δεν είναι συμπλήρωμα, ούτε μια τσόντα της πολιτικής, αλλά το όλον της ύπαρξής μας. Είναι η άξια τιμή της πατρίδας μας με το διεθνιστικό, οικουμενικό της πνεύμα.
Ποιες ήταν οι μορφές που ήταν καταλυτικές στη πολιτική σας διαμόρφωση, που σας μπόλιασαν όλες αυτές τις αξίες και τις ιδέες που σας ακολουθούν μέχρι σήμερα;
Η ποίηση είναι θρησκεία και θεό της έχει τον Όμηρο, έγραφα τον Νοέμβριο του 1972, στην Ασφάλεια της Μεσογείων, όταν ζητούσαν να απολογηθώ και να υπογράψω και να καταδικάσω «τον κομμουνισμό, τας παραφυάδες αυτού και τον Ανδρέα Παπανδρέου».Η διαμόρφωσή μου συντελέστηκε σιγά- σιγά στα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, όταν όργωνα με τον πατέρα μου και φύλαγα τα πρόβατα. Τα διαβάσματα πέρα από τα σχολικά βιβλία, ήταν ελάχιστα. Τα ακούσματα περισσότερα και αισθανόμουνα συγγενής με εκείνους που αγωνίστηκαν και έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους για απελευθέρωση, δικαιοσύνη και ισότητα μέσα στο διαφορετικό που είμαστε. Οι αναφορές των ανθρώπων στο βιβλίο μου είναι ενδεικτικές και σημαδιακές.
Γράφετε στη σελίδα 174 πως δεν είναι λίγοι αυτοί που έσωσαν την τιμή της πατρίδας, που κανένας δεν θα μπορούσε να εξαγοράσει, γιατί δεν θα έφτανε όλη η αιμοδοσία του κόσμου. Κάποιοι όμως επιμένουν ν’ αναπαράγουν και να γενικεύουν πως όλοι οι φοιτητές πήραν ανταλλάγματα για να το ξεχάσουμε το Πολυτεχνείο. Ξέρω πως εσείς ήσασταν έξω από αυτό το αλισβερίσι, όπως πολλά άλλα παιδιά, ανώνυμα, που θυσίασαν και τη ζωή τους ακόμη για την ιδέα. Πότε και από ποιους θα γραφεί η ιστορία του;
Από την πρώτη στιγμή η Χούντα διά του εκπροσώπου της, Ζουρνατζή, μίλησε για αναρχοκομμουνιστές, αλήτες που έκαναν όργια στο Πολυτεχνείο, δείχνοντας καταστροφές, κιλότες και καπότες που κατασκεύασε, διά του λόγου το αληθές.Όταν έπεσε η Χούντα στην αγκαλιά αυτών που την εξέθρεψαν, με την προδοσία-τραγωδία της Κύπρου. Η υποτιθέμενη εθνική κυβέρνηση διά του Καραμανλή, προκήρυξε εκλογές στις 17 Νοεμβρίου του 1974. Από τότε φάνηκε τι δρόμο θα έπαιρνε η λεγόμενη μεταπολίτευση που μας οδήγησε στη χρεωκοπία και στη σημερινή κατάσταση.
Το Πολυτεχνείο τους ενοχλούσε. Δεν είναι τυχαίο που πήγαμε στην Καισαριανή να αποτίσουμε φόρο τιμής στους διακόσιους εκτελεσμένους από τους Γερμανούς και να μνημονεύσουμε τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, και να βροντοφωνάξουμε το σύνθημα: «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ». Ούτε είναι τυχαίο, χρόνια τώρα που προσπαθούν να το αμαυρώσουν και να το πνίξουν διά του εναγκαλισμού ή διά της διαστρέβλωσης και ακόμα ακόμα ότι η «γενιά του Πολυτεχνείου» για τα σημερινά δεινά ευθύνεται, γιατί κάποιοι το εξαργύρωσαν.Το Πολυτεχνείο δεν έχει ιδιοκτήτες, ανήκει σε όλους εκείνους που αγωνίζονται, είναι η κόκκινη κλωστή της μνήμης που μας συνδέει με τις νέες γενιές…Το Πολυτεχνείο το φοβούνται και σήμερα γιατί δείχνει τον δρόμο, εκεί στην Πατησίων της εξέγερσης και της επανάστασης, εκεί που πιστέψαμε όχι μόνο να γκρεμίσουμε τη Χούντα, αλλά και το σύστημα που γεννάει χούντες… Εκεί που η ουτοπία της νιότης μας βρήκε τον τόπο της. Το βλέπω και το ζω χρόνια τώρα, όταν με καλούν στα σχολεία, στα Πανεπιστήμια, σε εκδηλώσεις, εντός και εκτός Ελλάδος…Τα νέα παιδιά νοσταλγούν κάτι που δεν έζησαν και αυτό φανερώνει πολλά πολυτεχνεία που μπορούν να κάνουν γιατί τώρα οι χούντες είναι πολλές και δεν φοράνε πηλίκιο, είναι η καταναλωτική κοινωνία της επιτάχυνσης και της βαρβαρότητας που τα αλέθει και τα καταβροχθίζει όλα…
Θεωρείτε πως όλες οι εξουσίες φοβούνται τη μνήμη στο να συνεχίζουν να υπάρχουν και να επιβάλλονται; Κι αν ναι, όλες οι εξουσίες;
Μια φράση αποφθεγματική και δηλωτική που βγαίνει μέσα από τον χρόνο και τη ζωή, η μνήμη δεν αφήνει τίποτα να χαθεί. Είναι όπλο του ανθρώπου, ενάντια στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας. Κι όταν με ρωτούσαν και έλεγαν πως όλα είναι μάταια, απαντούσα γιατί δεν ήξερα τι να πω.Είναι προτιμότερο να αγωνίζεται κανείς, ακόμα και μάταια παρά να ζει μάταια. Το ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης το χαρίζω για τον άλλο κόσμο, να το ψέλνουν οι παππάδες.
Διαβάζοντας το βιβλίο, ενώ γράφετε για όλους τους φοιτητικούς αγώνες, δεν διάβασα πώς μπήκατε φαντάρος, αφού ήσασταν φακελωμένος, μέσα στο Πολυτεχνείο και μάλιστα τολμήσατε να μιλήσετε στο μικρόφωνο, ξεσηκώνοντας τους πάντες;
Είχε κόψει την αναβολή λόγω σπουδών η Χούντα, το Φλεβάρη του 1973, με τον νόμο 1347 σε πάνω από εκατό φοιτητές που πρωτοστατούσαν στο φοιτητικό κίνημα. Στρατεύτηκα, βρέθηκα από την Καλαμάτα, το Μεσολόγγι στην Ξάνθη. Στο κρατητήριο χωρίς φως από το παράθυρο με το λιγοστό από τη λάμπα της ΔΕΗ απέναντι, έγραψα σε ένα μπλοκάκι τα ημερολόγια της της Ξάνθης, στο 516 Τάγμα Πεζικού. Δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο μου «Ζούσε τη ζωή του σα να τη θυμόταν» από τις εκδόσεις Καστανιώτη…Με τη φιλελευθεροποίηση της Χούντας, διά του Μαρκεζίνη-μασκαρά, λίγο έλειψε να τσιμπήσει ακόμα και η Αριστερά. Τον Νοέμβρη στις 9 του 1973 μας άφησαν να γυρίσουμε στις σχολές μας. Η καλύτερη υποδοχή ήταν να βρεθούμε στο Πολυτεχνείο κατευθείαν. Οι συμφοιτητές μας έκαναν συνελεύσεις να αποφασίσουμε την κατάληψη και ο καθένας μας βρέθηκε στη θέση του σαν έτοιμος από καιρό κι έγινε ο ραδιοφωνικός σταθμός το όπλο μας να σπάσουμε τη μοναξιά που νιώθαμε, μέσα στο κέντρο της πρωτεύουσας. Και η φωνή μου να γίνει η φωνή και η γροθιά όλων των εξεγερμένων και να ακουστεί σε όλη την Ελλάδα, Θεσσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννενα, με την κραυγή πώς είναι δυνατόν να κοιμάστε, όταν σκοτώνουν τα παιδιά σας. Έξι χρόνια είναι πολλά, δεν θα γίνουνε επτά.
Είστε μια ζωντανή ιστορία και θα το καταλάβει ο αναγνώστης διαβάζοντας, όχι μόνο το εν λόγω βιβλίο αλλά και τα προηγούμενα, τα οποία με την αφήγηση σας, ανακυκλώνονται, μνημονεύονται.
Τη ζωντανή ιστορία οι εξουσίες την αλλάζουν και τη φέρνουν κάθε φορά στα μέτρα τους και την προσαρμόζουν ζυγιάζοντας τα υπέρ και τα κατά. Είμαστε ακόμα ζωντανοί. Αν γράφω πέρα από τον προφορικό λόγο που μ’ αυτόν ζω αληθινά, τα γραπτά, σε εφημερίδες, περιοδικά, στους Πολίτες, που διηύθυνα για τρία χρόνια, στις συνεντεύξεις είναι γιατί θα μείνουν για να φωτίζουν την αλήθεια, την ιστορική που ζήσαμε.Δεν σκοτώθηκε κανείς έλεγαν, οι φοιτητές ζήτησαν να μπούνε τα τανκ στο Πολυτεχνείο κι ήμουν παρών, είχα πει τον Εθνικό Ύμνο και δεν είχαν μπει τα τανκ, πίσω από την πόρτα-πύλη κι είδα τους συμφοιτητές, πάνω κι απέξω, τον Κυριάκο, τον Σταμέλο και τον Κώστα Λαλιώτη που είχανε πάει από τη Συντονιστική Επιτροπή για να αποτραπεί το μακελιό. Κι είδα κι άκουσα να λέει ο αξιωματικός ο στρατός δεν διαπραγματεύεται και είναι αλήθεια ότι βάλαμε το αυτοκίνητο ανάχωμα κι ακουμπήσαμε με τα χέρια μας τις ελπίστριες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν φοβηθήκαμε, αλλά τον μοιραστήκαμε τον φόβο και μπήκαμε στην υπέρβαση της ψυχής και τον ξεπεράσαμε…
«Αυτός ο ιός ήρθε για να μείνει, να γίνει η αφορμή και το πρόσχημα να κερδίζουν από τον θάνατο εμπορευματοποιώντας τη ζωή. Τη δημοκρατία την έχουν φέρει στα μέτρα τους. Γίναμε αριθμοί στους λογαριασμούς τους και ποσοστά δυσανάγνωστα αναλόγως των περιστάσεων». Κι εμείς θα κάτσουμε στ’ αυγά μας, γιατί έτσι θέλουν οι ιμπεριαλιστές αφού σ’ αυτό το στρατόπεδο μας εντάξανε. Τελικά, ποιοι έχουν την ευθύνη για όσα ζούμε σήμερα;
Το 2020 έφυγε απ’ τη ζωή ο Μανώλης Γλέζος, ο Περικλής Κοροβέσης και η μάνα μου, όχι από κορονοϊό αλλά από την αρρώστια της νιότης. Έκαναν προσκύνημα και επικαλέστηκα τα ονόματά τους στο βιβλίο μου, γιατί αρχή παιδείας είναι των ονομάτων η επίσκεψη, για να μη γίνουμε αριθμοί και ποσοστά στους λογαριασμούς τους. Ως άνθρωποι οφείλουμε να κοιτάζουμε ψηλά και ως πολίτες να μη καθόμαστε στα αυγά μας. Να κοιτάζουμε αδιάφορα.Εύκολο είναι να πούμε ποιοι έχουν την ευθύνη, εξάλλου δεν κρύβονται, το απεταξάμην τον σατανά, δεν μας αξίζει, ο αγώνας συνεχίζεται φώναξα την τελευταία στιγμή με τα όπλα που διαθέτει ο καθένας μας, έτσι κι αλλιώς ο ιστορικός χρόνος μας ξεπερνάει, στον πεπερασμένο τον δικό μας, αξίζει να παραμείνουμε όρθιοι, δίνοντας αξία στη ζωή.Ο ιός ήρθε για να μείνει, να γίνει αφορμή και πρόσχημα να κερδίζουν από τον θάνατο εμπορευματοποιώντας τη ζωή.
Έχετε μέχρι στιγμής γράψει κοντά στα 25 βιβλία: μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικά κ.ά..Και σε όλα τα βιβλία χτυπάτε το καμπανάκι του μη εφησυχασμού. Πως το βλέπετε το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας σήμερα;
Με ρωτάτε για το μέλλον της λογοτεχνίας. Είναι το μέλλον της ζωής μας, όταν όλες οι τέχνες βοηθάνε τον άνθρωπο μέσα στην πολιτιστική, οικονομική, πολεμική βαρβαρότητα που ζούμε για να εξανθρωπιστούμε και η τέχνη του λόγου, η λογοτεχνία να γίνεται επαναστατική…
Ποια είναι η γνώμη σας για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους;
Αυτό που κάνετε με το Boukia, είναι προσφορά μέσα στην ηλεκτρονική εποχή που ζούμε, γιατί ανατρέπει την ψευδαίσθηση της εικονικής πραγματικότητας που ζούμε και γίνεται αληθινή η πραγματικότητα, γι’ αυτό και μετά τον Νηρέα Βάρα, έγραψα το 2002 ένα θεατρικό που βρήκε μεγάλη απήχηση στους νέους και παίχτηκε σε όλη την Ελλάδα «Έρωτας και θάνατος στο Ίντερνετ».
Κλείνοντας τη συνέντευξη, θα ήθελα να εξομολογηθώ κάτι: Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα συνομιλήσω κάποτε με τον Δημήτρη Παπαχρήστο και ότι θα του πάρω συνέντευξη. Εγώ το κοριτσάκι των δέκα χρονών που άκουγα τη φωνή του στο ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου και ριγούσε το κορμί μου, μεταφέροντας το πάθος του για τη λευτεριά της χώρας μου. Ευχαριστώ το Bookia που μου έδωσε αυτό το βήμα. Ευχαριστώ κύριε Δημήτρη Παπαχρήστο για τη συνέντευξη και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το «Αχ Μουρλοσκοτωμένο»! Σας είμαι ευγνώμων!