Η Πέρσα Κουμούτση μιλάει στη Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη για τις «Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Κ. Καβάφης (Ποιήματα 1897-1933) Ίκαρος 1984

Συνάντησα την συγγραφέα Πέρσα Κουμούτση λίγη ώρα πριν γίνει η παρουσίαση του νέου της βιβλίου «Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους», στα Public Κατερίνης. Μιλήσαμε για το βιβλίο της μα και για όλο το συγγραφικό και μεταφραστικό έργο της. Για τα βραβεία και τις διακρίσεις της, για τα βιβλία της που κυκλοφορούν από τον Εθνικό Οργανισμό Βιβλίου Αιγύπτου, για τα χρόνια της στην Αίγυπτο και κατά πόσο την επηρέασαν στην συγγραφή της οι μεγάλοι λογοτέχνες Δύσης και Ανατολής.

Κυρία Κουμούτση ευχαριστώ που μου παραχωρείτε συνέντευξη για το Bookia. Η συνέντευξη δίδεται με αφορμή της πρόσφατης έκδοσης του βιβλίου σας «Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και των παρουσιάσεων του σε πόλεις της χώρας.  Από πού πήγασε η ιδέα να γραφεί αυτό το βιβλίο και γιατί μπήκε αυτός ο τίτλος;

Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που είχε άμεση σχέση με τη φθορά και τον Χρόνο. Ο Κ. Π. Καβάφης, όπως έλεγε ο Καζαντζάκης, ήταν ένα πρόσωπο που αντιπροσώπευε τη φθορά, την παρακμή μιας εποχής, ιδίως προς το τέλος της ζωής του, για αυτό ξεκινώ το βιβλίο σχεδόν από το τέλος της ζωής του.

Επίσης, είναι ένα πρόσωπο που συμβολίζει την πόλη που περιγράφω, αλλά και το τέλος μια εμβληματικής εποχής, όπου τοποθετώ την πλοκή. Οι χαρακτήρες συνεχίζουν τις ζωές τους, ρίχνονται στα πάθη τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι όλα γύρω τους αλλάζουν σιγά- σιγά, μεταμορφώνονται. Είναι τόσο απορροφημένοι και δοσμένοι  στον μικρόκοσμό τους, στις ανάγκες και τις βαθύτερες επιθυμίες τους, που δεν ακούν τους χτύπους του ρολογιού του Χρόνου και της Ιστορίας να χτυπά απειλητικά.

Τον τίτλο τον χρωστώ στην υπεύθυνη των εκδόσεων κα Ελ. Μπούρα και τον βρήκα έξοχο. Διότι, παρότι πρόκειται για μυθιστόρημα, τα πρόσωπα διατηρούν την αυτονομία τους, μπορούν δηλαδή να υπάρχουν κι αυτοτελώς. Είναι οι φωνές του, τα πρόσωπα αλλά και τα προσωπεία τους... Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το ποίημα του Καβάφη «Φωνές» και αποτυπώνει ακριβώς αυτό που λέει το ποίημα, «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν,ή εκείνων που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους…».

 

Ο Καβάφης είναι το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος και γύρω του απλώνονται ως μωσαϊκό ανθρώπινες καθημερινές φιγούρες της Αλεξάνδρειας. Πόσο επηρέασε την ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας η εκεί παρουσία του αφού έζησαν και άλλοι αξιόλογοι λογοτέχνες στην πόλη;

O Καβάφης είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη μνήμη αυτής της πόλης, τη συλλογική μνήμη αλλά και την ατομική, διότι πολλοί ήταν αυτοί που τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν στα ελληνικά στέκια της Αλεξάνδρειας- παρότι είχε και πολλούς επικριτές. Ο ίδιος την εκθείασε και τη λάτρεψε όσο κανείς, αλλά  την ίδια στιγμή  ένοιωθε να ασφυκτιά στα στενά όρια ενός περίκλειστου κόσμου , της ελληνικής παροικίας, στην οποία θέλοντας και μη ανήκε.

Τα πρόσωπα που περιγράφω ζουν και αναπνέουν στον ίδιο δρόμο, την εμβληματική οδό Λέψιους. Έρχονται καθημερινά σε επαφή με το κεντρικό πρόσωπο που διέπει το βιβλίο ακόμα και όταν απουσιάζει από το σκηνικό. Είναι άνθρωποι από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, που όμως τους ενώνει ο τόπος και η ίδια αυτή ανάγκη: να  ξεφύγουν από τα στενά όρια του «περίκλειστου» και μετέωρου κόσμου που τους έχει επιβληθεί, όπου όλοι γνωρίζουν τα πάντα για όλους. Κοινό τους γνώρισμα, η ανάγκη τους να βιώσουν τον έρωτα, μια ουσιαστικότερη ζωή, να αφεθούν στη μαγεία της πόλης, τις ηδονές της,  χωρίς την εποπτεία και τον φόβο της επίκρισης των άλλων, όπως συνέβη και με τον καβάφη.

Η αθέατη πλευρά των  χαρακτήρων πρωταγωνιστεί εδώ, σε έναν κόσμο που δεν έπαψε ποτέ να κουβαλά την ανθρώπινη αδυναμία, τα πάθη της, τον φόβο της φθοράς, τη μικρόνοια και όλα εκείνα που είναι διαχρονικά  γνωρίσματα του ανθρώπου παντού, και που δεν έχουν ούτε σύνορα ούτε εθνότητες..

Πόσο σας επηρέασαν στην συγγραφή σας οι μεγάλοι λογοτέχνες Δύσης και Ανατολής; Και γιατί θελήσατε μέσα από τα μυθιστορήματα σας να γεφυρώσετε τους δυο πολιτισμούς Δύσης και Ανατολής;

Σπούδασα αγγλική και αραβική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Καΐρου, καθώς και συγκριτική λογοτεχνία σε επίπεδο μάστερ, που δυστυχώς δεν ολοκλήρωσα λόγω ανυπέρβλητων εμποδίων. Άρα ήξερα ότι θα ασχοληθώ με τη λογοτεχνία. Δεν φανταζόμουν όμως ποτέ το εύρος της ενασχόλησής μου. Έπειτα κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι η σύγκλιση αυτή των λογοτεχνικών διαδρομών είναι άκρως ενδιαφέρουσα και λίγοι τη γνωρίζουν σε βάθος, έτσι αποφάσισα ότι θα πρέπει με κάποιον τρόπο, όχι μόνο να αξιοποιήσω τις γνώσεις μου, αλλά να τις μετουσιώσω σε τέχνη. Ιδίως σήμερα που ζούμε σε πολιπολιτισμικές κοινωνίες -και παρά τις συγκρούσεις που ενδεχομένως υπάρχουν- η ‘συγχώνευση’ αυτή είναι πιο αναγκαία από ποτέ.

 

Μέχρι σήμερα έχουμε επτά δικά σας μυθιστορήματα. Ακόμη από το 1995 μέχρι το 2016 έχετε μεταφράσει πάρα πολλούς συγγραφείς έχοντας την αποκλειστικότητα του Ναγκίμπ Μαφχούζ. Τελικά  η μαγεία της μετάφρασης είναι αυτή που σας κερδίζει περισσότερο;

Αποκλειστικότητα στη λογοτεχνία δεν υπάρχει, ιδίως στην Ελλάδα της κρίσης και της προβολής μέσα από τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, όποιος θέλει μπορεί να ‘επικαλεστεί’ την όποια ιδιότητα. Οι μεταφράσεις μου του Μαχφούζ (έχω μεταφράσει 16 από τα εμβληματικότερα έργα του) ξεχώρισαν, βραβεύτηκαν επανειλημμένως από διακρατικούς φορείς και πανεπιστήμια της Αιγύπτου, οπότε η αναγνώριση αυτή μου δίνει το δικαίωμα να τον διεκδικώ.

Άλλωστε έγραψα για τον ίδιο και τη σχέση μου με το έργο του σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αίγυπτο με μεγάλη επιτυχία. Δεν είναι τυχαίο που επέλεξε να το εκδώσει ο μεγαλύτερος κρατικός φορέας της Αιγύπτου και μάλιστα στη σειρά με τα Μεγάλα Βραβεία της λογοτεχνίας. Η διαδικασία της μετάφρασης είναι πραγματικά μαγική διότι μέσω αυτής «εισχωρείς» στο μυαλό και το ‘δέρμα’ του Άλλου, οικειοποιείσαι τον ρόλο του, ταυτοχρόνως πρέπει να είσαι συνεπής, αφοσιωμένος και πιστός στα ιδανικά και το ύφος του.

Στην σελίδα 80 μας γνωρίζετε μέσω της Αθηνάς και της Φαουζέγια, τις καλές σχέσεις που είχαν οι ντόπιοι με τους Έλληνες της παροικίας παρά με τους Άγγλους που τους αντιπαθούσαν. Ποια είναι τα κοινά σημεία μας ως προς τον πολιτισμό;

Το ελληνικό στοιχείο αγαπήθηκε από τους ντόπιους διότι οι έλληνες δεν έζησαν εκεί ως κατακτητές ή αποικιοκράτες. Στην πλειοψηφία τους ήταν άνθρωποι του μόχθου που ως έφτασαν εκεί για μια καλύτερη ζωή. Οι περισσότεροι ήλθαν σε στενή επαφή με το ντόπιο στοιχείο και συναναστράφηκαν τον καθημερινό άνθρωπο. Και πολλοί συνδιαλέχτηκαν επάξια με τον πολιτισμό του. Κυρίως οι διανοούμενοι ασχολήθηκαν περισσότερο.

Οι δυο πολιτισμοί υπήρξαν ‘κοντινοί’, συνυπήρχαν ειρηνικά για αιώνες, από τα χρόνια του Φαραώ Ψαμμήτιχου καταγράφονται  αναφορές στο Ελληνικό στοιχείο, ενώ οι σχέσεις δεν διακόπηκαν ποτέ από τότε. Υπήρχε πάντα αλληλοσεβασμός κι αυτή είναι μια ιδιαιτερότητα που δεν τη συναντά κανείς εύκολα.

Εσείς που γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στο Κάιρο, που γνωρίζετε τον κόσμο της παροικίας και τις ανθρώπινες καθημερινές φιγούρες, πόσο χρόνο χρειαστήκατε για να γράψετε αυτό το βιβλίο;

Είχα άφθονο υλικό το οποίο ένιωθα ότι όφειλα να αξιοποιήσω. Στην ουσία το βιβλίο γραφόταν μέσα μου για πολλά χρόνια, αλλά ‘βγήκε’ εντελώς αβίαστα. Είναι ένας διάλογος, μια συνομιλία με ό,τι έχει γραφτεί ως τώρα για την Αλεξάνδρεια, δια χειρός των μεγάλων συγγραφέων που με ενέπνευσαν από τα μικράτα μου, όπως ο Ντάρελ, ο Τσίρκας, ο Μαχφουζ, τα βιβλία τους με επηρέασαν έντονα.

 

Κλείνοντας την συνέντευξη ευχαριστώντας σας διπλά και για την παρουσία σας στην πόλη μου, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν  θα αποχαιρετήσετε κάποια στιγμή το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, την Αίγυπτο που φεύγει, συγγραφικά. Πόσο λογοτεχνικό υλικό έχει να δώσει ακόμη αυτή η χώρα; Πόσες μνήμες έχουν μείνει ακόμη στο συρτάρι σας;

Το υλικό είναι ανεξάντλητο. Μετράμε αιώνες ζωής του ελληνισμού στην Αίγυπτο, μιλάμε για πάμπολλες και διαφορετικές ιστορικές/χρονικές περιόδους συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης. Έπειτα οι εκεί παροικίες τα τελευταία 100 χρόνια δεν υπήρξαν ποτέ ‘στάσιμες’, ούτε εντελώς ομοιογενείς.

Κάθε πολιτική και κοινωνική αλλαγή στην Αίγυπτο είχε τον αντίκτυπό της στη συνοχή, την ιδιοσυγκρασία και την συμπεριφορά των παροίκων. Οπότε καταλαβαίνετε ότι και μόνο το στοιχείο αυτό μπορεί να παρέχει σε έναν συγγραφέα ανεξάντλητη έμπνευση. Παρότι λοιπόν υπάρχει ακόμα άφθονο υλικό, νομίζω πως ό,τι ήταν να δώσω το έκανα. Αν και δεν αποκλείω μια ακόμα επιστροφή μελλοντικά.

Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο σας κ. Κουμούτση. Ως αναγνώστρια θα ήθελα να διαβάσω και άλλα βιβλία σας από την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, που για χάρη σας δεν χάνονται συγγραφικά.

Δημοσιεύθηκε στο Bookia