Ένα ιστορικό θα μπορούσα να πω βιβλίο,αφού ασχολείται με τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και τι ακριβώς έγινε μετά την λήξη του Β΄. Παγκοσμίου Πολέμου με την ελληνική μειονότητα.
Γράφει στο οπισθόφυλλο:<<Στο τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου ο Χότζας καταλαμβάνει την εξουσία στην Αλβανία κι αυτό είναι καταστροφικό για την ελληνική μειονότητα.Τα σύνορα κλείνουν και στα χρόνια που ακολουθούν,οι εκτελέσεις,η εξορία και ο βασανισμός των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου γίνονται καθημερινό φαινόμενο.Ένα ζευγάρι καταφέρνει να δραπετεύσει από την κόλαση.Βρίσκουν καταφύγιο στην Τήνο,όπου με σκληρή δουλειά καταφέρνουν να ορθοποδήσουν.Ο γιος τους ερωτεύεται την Αντιγόνη,κόρη μιας παλιάς αρχόντισσας του νησιο΄,αλλά ο ρατσισμός θα σταθεί εμπόδιο στη σχέση τους.Θα καταφέρει άραγε η αγάπη να υπερνικήσει τις δυσκολίες;Ένα βιβλίο για την κοινωνική ανισότητα,τις λησμονημένες πατρίδες και τους μετανάστες όλου του κόσμου>>.
Η ιστορία ξεκινά με την οικονόμο ενός αρχοντόσπιτου στο Ρόχαρι της Τήνου,να λέει την ιστορία του καπετάν Πέτρου και της συζύγου του της σκληρής αρχόντισσας Σμαραγδένιας,στην μικρή Αντιγόνη που είναι κόρη τους.Στην συνέχεια βλέπουμε να φτάνουν στην Τήνο,ένα ζευγάρι Βορειοηπειροτών,ο Ηρακλής,η σύζυγός του Ελευθερία και το μικρό τους αγόρι ο Αλέξανδρος.
Ο καπετάν Πέτρος με τον Ηρακλή δένονται με μια ειλικρινή φιλία και τους βοηθά ώστε να σταθούν στα πόδια τους.Έτσι τις ώρες που βρίσκονται,ο Ηρακλής εξιστορεί σιγά-σιγά την ιστορία της οικογένειάς του,όπως την έζησε ο ίδιος και όπως την έμαθε από το ημερολόγιο της μητέρας του, που του το έβαλε η ίδια κρυφά στα πράγματά του,όταν τον βοήθησε να φύγει κρυφά από την πατρίδα του,αφού εκεί δεν ζούσαν,αλλά υπέφεραν από το χουντικό καθεστώς του Χότζα.
Διαβάζουμε στην σελίδα 133:<< Και να θυμάστε καλά ότι ο φασισμός,από όποια πλευρά και να προέρχεται,το ίδιο κακός είναι.Θα τον συναντήσετε και στην Ελλάδα.Τον ρατσισμό περισσότερο.Θα επιμένετε ότι είστε Έλληνες.Δεν θα τους αφήσετε να σας βάλουν τη σφραγίδα του Αλβανού,γιατί θα υποφέρετε.Δεν τους θέλουν στην Ελλάδα.Και να θυμάστε όταν περάσεις τα σύνορα,να αγωνιστείς όσο μπορείς και να τους μεταφέρεις αυτά που τραβάμε στη Βόρειο Ήπειρο.Το δικό σου χρέος και ο αγώνας θα είναι να αναγνωριστεί ως γενοκτονία.Γιατί αυτό που γίνεται εναντίον του ελληνισμού μόνο έτσι μπορούμε να το ονομάσουμε.Να προσέχετε το παιδί,να μη βγάλει ανάσα.Καλή λευτεριά.>>και συνεχίζει στην σελίδα 136:<<Γυρίσαμε πίσω για να ρίξουμε την τελευταία ματιά στην Αλβανία,εκεί που μεγαλώσαμε,κλάψαμε κι αυτήν που αφήσαμε πίσω.Ηζωή της προσφυγιάς είναι μια ζωή που δεν χρειάζεται να βιώσει κανείς.Δεν είχαμε άλλη επιλογή,θέλαμε να ζήσουμε στα χωριά μας,μα δεν γινόταν.Έπρεπε να σωθούμε από το κυνηγητό,να σώσουμε την ιστορία μας,τη γλώσσα μας,και δεν μας το επέτρεπαν.Ζούσαμε έξω από τον κόσμο,απομονωμένοι.Όσο και να δουλεύαμε,το ίδιο πληρωνόμασταν με τους ακαμάτηδες.Ζωή ήταν αυτή;Μου έλεγε η μάνα μου ότι την προσφυγιά στον άνθρωπο τη βλέπεις στα μάτια του.Σου τρυπούν την ψυχή.Δεν μπορείς να την κρύψεις,όσο κι αν προσπαθείς.Θα την κουβαλάς μαζί σου και το βλέμμα σου θα είναι πάντα πονεμένο.
Πρόσφυγες από μια χώρα όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είχε καμιά αξία και τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ελλήνων ήταν ανύπαρκτα.Ξέραμε ότι δεν θα μπορούσαμε πια να γυρίσουμε πίσω.Δεν θα γυρνούσαμε ποτέ πίσω ούτε για να θάψουμε τους γονείς μας.Η ζωή ήταν μπροστά μας Οι γονείς θα μας καταλάβαιναν και θα μας συγχωρούσαν.Ήμασταν νέοι και έπρεπε να παλέψουμε.Αποτυπώσαμε τη φωτογραφία στη μνή μη μας,ο καθένας στο δικό του μερτικό.Ο γιος μας ήταν πολύ μικρός για να θυμάται.Όταν η νοσταλγία θα χτυπούσε την πόρτα της καρδιάς μας,θα ανοίγαμε το κουτί της μνήμης και θα μυρίζαμε τον αέρα του Αργυροκάστρου κι όσους αφήσαμε πίσω.>>
Όμως στο πρώτο χωριό που συναντούν στην Ελλάδα,ο παπα Στέφανος τους βοηθά και διαβάζουμε στην σελίδα 140:<<Έπαιξαν με τον Αλέξανδρο,που δεν είχε βαπτιστεί,και θεώρησαν ευκαιρία να γίνει το μυστήριο.Τα εγγόνια τους βρίσκονταν στη Θεσσσαλονίκη και ο Αλέξανδρος ήταν η χαράτους.Ανάδοχη θα γινόταν η παπαδιά.Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα και ήρθαν οι εξαγριωμένοι πατριώτες στην εκκλησία να διαμαρτυρηθούν στον παπά.Από στόμα σε στόμα οι ειδήσεις μεταφέρθηκαν λαθεμένες κατά τα συμφέροντά τους.Άλλοι είπαν <<ήρθαν οι Αλβανοί κομμουνιστές να μας κατασκοπεύσουν>>, άλλοι <<ήρθαν οι βρόμικοι Αλβανοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα,να μας κλέψουν τις κότες και τα ρούχα>>.Κανένας δεν είπε ότι είμαστε Έλληνες που μείναμε από την απέναντι μεριά όταν χάραξαν τα σύνορα οι ξένες δυνάμεις.
<<Τι πιστοί είστε εσείς,ωρέ,που ξεχωρίζετε τους ανθρώπους σε φυλές και χρώματα;Ας είναι και Αλβανοι!Άνθρωποι δεν είναι κι αυτοί;Έτσι δείχνετε την αγάπη σας και τη φιλευσπλαχνία σας;Θέλετε να λέγεστε και χριστιανοί,τρομάρα σας!>> τους μάλωσε ο παπάς.<<Θα μου πείτε για τον λόγο του Θεού εσείς που κάνετε τη θρησκεία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σας;Άντε στο καλό και πάτε να διαβάσετε την Αγία Γραφή στα σπίτια σας.Βουτήξτε τη γλώσσα πρώτα στο μυαλό κι ελάτε την Κυριακή στη λειτουργία>>.
Έπειτα από τα λόγια του παπά,οι περισσότεροι μαζεύτηκαν και κατέβασαν τα μούτρα από ντροπή.Υπήρχαν όμως κι αυτοί που ήταν φανατικοί οπαδοί της παντοδύναμης δικτατορίας του Παπαδόπουλου,που δεν σταματούσαν να φωνάζουν <<ήρθαν οι κομμουνιστές να μας κλέψουν>> και άλλα παράλογα περί θρησκείας,μέχρι που ο παπάς κοκκίνησε από το κακό του.
Έφυγαν με το κεφάλι σκυμμένο.Να τους μιλήσει έτσι ο παπάς;Να τους πει ότι ταιριάζουν τη Γραφή κατά πώς θέλουν;Ο παπα-Στέφανος δεν μπορούσε να χωνέψει αυτά τα λόγια από τους ανθρώπους που μιλούσαν για την πίστη και το <<αγαπάτε αλλήλους>>.Έκανα τα πάντα για να τον ευχαριστήσω>>.
Οι κακία πολλών κατοίκων κάνει τον παπα-Στέςφανο να τους στείλει στην Τήνο και να ζητήσουν βοήθεια από τον καπετάν Πέτρο.Διαβάζουμε στην σελίδα 144:<<Ο παπάς σκεφτόταν πώς θα μποτούσε να μας φυγαδεύσει.Από την άλλη,θα έχανε το στήριγμά του.Τις λίγες ημέρες που μείναμε κοντά του,η εκκλησία είχε γίνει αγνώριστη.Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι το ποίμνιό του,που του φιλά το χέρι μόλις τον δει,του έκανε τέτοιον πόλεμο.Δεν τα ήθελε τα χειροφιλήματα,τα θεωρούσε υποκρισία.Ο επίτροπος που διαχειριζόταν το παγκάρι και η καντηλανάφτισσα τού εναντιώθηκαν.Οι άνθρωποι στα δύσκολα φαίνονται.Αυτοί απέδειξαν ότι όλα τα έκαναν επιφανειακά,χωρίς να γνωρίζουν το πραγματικό νόημα αυτών που διάβαζαν.Όλα τα παπαγάλιζαν τελικά.Δεν μπορούσε να το χωνέψει ο παπα-Στέφανος.
<<Δεν μας σηκώνει άλλο τούτος ο τόπος.Πάλι θα γενούμε ξεριζωμένοι.Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο σκληροί και κακοί οι άνθρωποι;Πώς βάζουν πάνω απ όλα το μίσος,τη διχόνοια και το συμφέρον αγκαλιά με τον φόβο;Γιατί να μη μας θέλουν;>> ρώτησε η Ελευθερία την παπαδιά και εκείνη κούνησε απογοητευμένη και ντροπιασμένη το κεφάλι.
Περιμέναμε ότι θα μας φέρονταν καλύτερα.Θα μας αγκάλιαζαν.Δεν φύγαμε από το σπίτι μας χωρίς λόγο.Δεν ήρθαμε ούτε να κλέψουμε ούτε να ζητήσουμε σε βάρος των άλλων.Κυνηγημένοι ήρθαμε και απελπισμένοι,με το όραμα για μια πιο όμορφη ζωή.Αλλά μην πάμε και πολύ πίσω.Τουρκόσπορους και παστρικιές δεν έλεγαν τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας;Άφησαν τα πλούτη και τον πολιτισμό τους για να έρθουν κυνηγημένοι σε μια ελλάδα εξαθλιωμένη.Ισοπεδωμένη.Κι όμως ο πόλεμος που δέχτηκαν εκείνοι οι άνθρωποι όταν πάτησαν το πόδι τους εδώ δεν είχε προηγούμενο.Από αρχόντισσες έγιναν πλύστρες.Αντί για ρούχα από μετάξι φόρεσαν τσίτι.Όμως ορθοπόδησαν.
Όταν μας είπε ο παπάς να έρθουμε στο νησί,μας φάνηκε πολύ παράξενο.Μαθημένοι στα βουνά,μακριά από τη θάλσσα ήταν όλη η ζωή μας.<<Είναι διαφορετικοί εκεί οι άνθρωποι,δεν θα σας πειράξει κανείς>>,μας διαβεβαίωσε.Είχε φιλοξενήσει παλιά κάποιες καλόγριες από το μοναστήρι της Αγίας Πελαγίας.Για το <<ευχαριστώ>>,του είχαν πει να μη διστάσει όποτε χρειαζόταν τη βοήθειά τους,θα έκαναν τα πάντα για κείνον και για όποιον είχε την ανάγκη τους.Κι αν δεν μπορούσαν οι καλόγριες να μας φιλοξενήσουν,θα έπρεπε να πάμε σ ένα χωριό στα βόρεια του νησιού,για να βρούμε τον καπετάνιο.Μας είπε ότι ήταν φαντάρος στα μέρη τους και τον είχαν φιλοξενήσει.<<Καλό παληκάρι ήταν,με το χαμόγελο στα χείλη.Θα κανονίσω με το λεωφορείο που θα πάρετε από τα Γιάννενα να πάτε στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα.Από εκεί θα πρέπει να πάτε στον Πειραιά και μετά με πλοίο θα φτάσετε στο νησί.Τη γλώσσα την ξέρετε,θα τα καταφέρετε>>.και συνεχίζει στην σελίδα 147:<<Ξέρεις,παπα-Στέφανε,εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν κάνουμε παζάρια στην εθνική μας ταυτότητα - είμαστε Έλληνες,καυχιόμαστε για τον αγώνα που κάνουμε.Οι πατεράδες μας πήγαν φυλακές και εξορίες.Έτσι μεγαλώσαμε,αυτό συνεχίζουμε να μεταδίδουμε και στα παιδιά μας: τον αγώνα για την ελευθερία τα ιδανικά και τις αξίες.Το χειρότερο πράγμα είναι η διχόνοια.Αν είναι ενωμένοι οι λαοί,δεν συμφέρει μερικούς.Άγριος καιρός μάς έκλεψε τα όνειρα,παπά μου.Αλλιώς τα ονειρευόμασταν εμείς κι αλλιώς μας τα σχεδίασαν οι Μεγάλοι,χωρίς να μας ρωτήσουν.Και πότε αλήθεια ρώτησαν τους λαούς αν θέλουν να χωρίσουν τους πατεράδες από τα παιδιά τους;Μας μοίρασαν,μας κούρσεψαν την ψυχή και τον νου,μας βασάνισαν το σώμα,για ν αλλάξουμε πίστη και γλώσσα>>.
Δάκρυσε ο παπάς και ντράπηκε για τους δήθεν πιστούς στην εκκλησία του.Μου έχωσε λεφτά στο σακάκι για τα εισιτήρια μέχρι το νησί.Πήγα να του τα επιστρέψω,μα μου έσφιξε το χέρι μ ένα χαμόγελο και σταμάτησα να επιμένω>>.
Πολλές φορές ο καπετάνιος πήγαινε στον Ηρακλή με την κόρη του την Αντιγόνη η οποία θυμάται πολύ συχνά τα λόγια του.Έτσι διαβάζουμε στην σελίδα 151:<<Θυμάμαι τον κύριο Ηρακλή που περιέγραφε πώς ζούσαν με αφάνταστη λιτότητα.Πατάτες βραστές,λάδι,ελιές,αυγά,κρεμμύδια,σκόρδα,σούπες από λαχανικά.Γεννημένοι και μεγαλωμένοι στα πέτρινα χωριά της Ηπείρου,μέσα στη φτώχεια και στη στέρηση,περνούσαν μ ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί στο ένα χέρι και μια χούφτα ελιές στο άλλο.Αλλά ήξεραν ότι αυτά είχαν όλοι και ήταν αποφασισμένοι ότι μ αυτά θα πορεύονταν.<<Όλους μάς ενώνουν οι ίδιες πίκρες>> έλεγε,<<μόνο που ο καθένας από μας την πίκρα του την κάνει προσωπική και διαχωρίζει τη θέση του από τους άλλους.Ο καθένας μας νομίζει ότι σαν τη δική του πίκρα κανείς δεν έχει.Όταν αφήσει τον εαυτό του ν ακούσει τον άλλον,τότε θα καταλάβει ότι δεν είναι ο μοναδικός πικραμένος σε τούτη τη γη.Ο καθένας σηκώνει τον δικό του σταυρό.Η ζωή που ζούμε ή δεν ζούμε κατοικεί πάντα μέσα στις ρυτίδες μας.Οι αναμνήσεις μας σκάβουν αυλάκια με το δάκρυ ή με το γέλιο,να θυμόμαστε,να μην ξεχνάμε!>> και συνεχίζει στην σελίδα 160:<<Δεν είναι μόνο τα πτυχία στη ζωή που θα μας ξελασπώσουν.Ορίστε,κι εγώ γεωπόνος σπούδασα.Από τη μια στιγμή στην άλλη αναποδογυρίζουν όλα στη ζωή.Αν δεν ήξερα την τέχνη,τι θα γινόμασταν;Γι αυτό,μάθετε τέχνη στα παιδιά σας.Να μπορούν να σταθούν.Τα παιδιά πρέπει να ζυμώνονται από μικρά στη δουλειά.Και να σπουδάσουν κάποια στιγμή,θα χρειαστούν τα χέρια.Σαν πολύ τα χαιδεύουν εδώ τα παιδιά τους.Αν δεν στάξει ιδρώτα,το φαγητό γλυκό δεν γίνεται.Αν δεν έρθουν σε επαφή με τη γη,δεν μπορούν να κάνουν τίποτε.Ο καλός μάστορας παντού χρειαζούμενος είναι.Όταν ο άνθρωπος θέλει,βρίσκει τρόπους και ζει.Η γη έχει να του δώσει,αρκεί να έχει τη δύναμη να στύβει την πέτρα.Αν τεμπελιάζει,είναι δύσκολο.Κάθεται στο καφενείο και κλαίει τη μοίρα του.Μιζεριάζει και του φταίνε οι άλλοι.Όταν δημιουργεί όμως,έρχεται η νύχτα και δεν το καταλαβαίνει πότε περνά η μέρα.Δεν έχει χρόνο ν ασχοληθεί με τους άλλους ούτε να γκρινιάζει ότι φταίνε εκείνοι>>.
Στην συνέχεια βλέπουμε ακόμη και τον δάσκαλο να έχει διαφορετική στάση απέναντι στον Αλέξανδρο και είναι πολύ συγκινητικά τα λόγια του καπετάνιου στον δάσκαλο στην σελίδα 166:<<Δεν έχεις δικαίωμα να καταδικάζεις ένα παιδί στην αμορφωσιά εξαιτίας της προφοράς του.Οι άνθρωποι ήρθαν από το ξεκομμένο Πωγώνι,όχι επειδή το επέλεξαν,αλλά γιατί με τη βία τους χώρισαν.Και ξέρω καλά ότι δεν σε πειράζει η προφορά του,μα ότι ήρθαν από την Αλβανία.Αν έχεις άλλα προβλήματα,πες τα μου,για να βοηθήσω.Εσύ είσαι ο δάσκαλος,εσύ ξέρεις να φιλιώνεις τα παιδιά.Όταν τον απομονώνεις και τον χλευάζεις,τότε τον βάζεις στο περιθώριο και τον οδηγείς αλλού.Συμπεριφέρσου όμορφα,δώσε τουθάρρος να προχωρήσει.Ας φύγει από το μυαλό μας ότι αυτοί είναι οι "κακοί",που δημιουργούν τα προβλήματα,κι εμείς είμαστε οι "καλοί".Είναι γεωπόνοι και οι δυο τους και πιστεύουν στον Θεό περισσότερο από σένα!Κι αν θες να ξέρεις,οι Έλληνες δεν έχουμε και το καλύτερο όνομα στα λιμάνια.Μπορεί να σου φαντάζουν λίγο αιχμηρά τα λόγια μου,αλλά εσύ με αναγκάζεις με την άδικη συμπεριφορά σου απέναντι στο παιδί.Ξέρεις ότι μπορεί να είσαι αργότερα υπεύθυνος αν πάρει στραβό δρόμο;>>
Είπε ακόμη πολλά και ο δάσκαλος μαζεύτηκε.Ήξερε καλά ότι το περισσότερο χωριό ήταν μαζί τους.Γρήγορα ξεπεράστηκαν τα προβλήματα χάρη στη μεσολάβηση του καπετάνιου.Άλλωστε ψεγάδι δεν έβρισκε στον Αλέξανδρο.Τα τετράδιά του ήταν καλογραμμένα και καθαρά και ποτέ δεν τον βρήκε αδιάβαστο.Άλλαξε τακτική και ποτέ πια ο Αλέξανδρος δεν γύρισε με βουρκωμένα μάτια>>.
Τα δυο παιδιά ο Αλέξανδρος και η Αντιγόνη μεγαλώνοντας αγαπήθηκαν αναιξάρτητα από το ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά μεταξύ τους λόγω χρημάτων.
Η Σμαραδένια η αρχόντισσα πάλι πίστευε στα χρήματα,οπότε όταν η Αντιγόνη έφερε στον κόσμο το παιδί της με τον Αλέξανδρο,έδειχνε με υπερβολές το ενδιαφέρον της.Διαβάζουμε στην σελίδα 209:<<Η Σμαραγδένια γέμισε την κάμαρα του μωρού με ρούχα και παιχνίδια.Ένα μπουκωμένο δωμάτιο σε κάθε γωνιά του.Με τόσα ρούχα και παιχνίδια θα ευχαριστιόταν ολάκερο ορφανοτροφείο.Ήθελε να αποδείξει ότι μπορούσε να το μεγαλώσει σαν βασιλόπουλο και δεν θα τους είχε ανάγκη.Πίστευε ότι η σωστή ανατροφή για τον εγγονό της ήταν αυτή που είχε δώσει στην Αντιγόνη.Τα χρήματα,τα δώρα,η περιουσία,αυτά που χαλούν τους ανθρώπους.Έτσι μόνο ήξερε να δείχνει τη στοργή της.Ένα παγόβουνο ήταν>>.
Αντιθέτως ο καπετάνιος έλεγε στον εγγονό που μεγάλωνε δίπλα του στην σελίδα 242:<<Ο καπετάνιος μιλούσε στον εγγονό του σαν να είχε ένα μεγάλο απέναντί του.Του άρεσε να του μιλά για τα περασμένα.Για τα δικά του νιάτα.Για τις τρικυμίες της ψυχής και τις μπουνάτσες της.<<Οι τρικυμίες είναι εκείνες που αφήνουν τις έντονες μνήμες,γιατί ανταριάζουν την ψυχή και το μυαλό.Οξύνουν τις αισθήσεις και όταν περάσει το κακό,αφήνουν το λιθαράκι τους.Μου έλεγαν οι παλιοί ναυτικοί που αποσύρθηκαν από τη θάλασσα και καθόταν στους καφενέδες ότι με την ανάμνησή της συνεχίζουν να προχωρού.Ότι στη ζωή ο άνθρωπος δεν πρέπει να παραδίδει τα όπλα σε κάθε δυσκολία,αλλιώς δεν θα προοδεύσει.Ανεβάζει ψηλά τα μανίκια,πεισμώνει και παλεύει.Όσοι αγαπούνε τη θάλασσα,τη συγχωρούνε και ξαναγυρίζουν κοντά της.Θυμάμαι μια νύχτα που ενώθηκε η θάλσσα με τον ουρανό.Μα μετά βγήκε το ουράνιο τόξο και ήρθε το χαμόγελο πάλι στα χείλη.Δοκιμασίες περνούμε καθημερινά,εγγονέ.Αν το θέλει η ψυχή,θα τις παλέψει.Δεν υπάρχει καιρός για μοιρολόγια και για κλάματα.Έτσι πέρασα τριάντα και βάλε χρόνια στην αγκαλιά της.Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα τι σήμαιναν εκείνες οι συμβουλές των ναυτικών.Έμαθα πως ο καπετάνιος χαράζει τη ρότα,τιμονιάρει το καράβι,αυτός το μανουβράρει,το ρεμετζάρει για να το σιγουρέψει,όταν χρειάζεται>>.
Η συγγραφέας κατάφερε με το εξαιρετικό αυτό βιβλίο να μας γνωρίσει ένα ιστορικό γεγονός,που νομίζω πως οι περισσότεροι δεν γνωρίζαμε.αλλά και να περάσει πολλά και σημαντικά μηνύματα ζωής.
Ο λόγος της απλός, κατανοητός, χωρίς περιττά στολίδια, με γρήγορρη ροή,αλλά και με πολλές εικόνες που αισθάνεσαι ότι είσαι με τους πρωταγωνιστές.
Το συστήνω ανεπιφύλακτα στους αναγνώστες ,διότι εκτός από το υπέροχο ταξίδι,έχουν μόνο θετικά να πάρουν.Είναι ένα βιβλίο που κλείνοντάς το θα σε κάνει να το σκέπτεσαι για πολύ καιρό.
Συγχαρητήρια στην Μάγδα Παπαδημητρίου - Σαμοθράκη και της εύχομαι από καρδιάς να είναι πάντα δημιουργική.Ανυπομονώ να την γνωρίσω,διότι πιστεύω πως είναι άνθρωπος με αξίες!!!!
Πάντα επιτυχίες!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!