Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Με τρία βραβεία στις αποσκευές του ήρθε ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και μεταφραστής Ηλίας Μαγκλίνης το βράδυ της 23ης Μαρτίου στην Κατερίνη και στο βιβλιοπωλείο «Μάτι» προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο του «Πρωινή Γαλήνη» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Το Βραβείο Μυθιστορήματος από την Ακαδημία Αθηνών του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Αναγνώστης» και το Βραβείο Πεζογραφίας του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα». Και τα πήρε επάξια γιατί όσο διάβασα μέχρι αυτή την στιγμή είναι καταπληκτικό. Από θέμα πλοκής, ιστορίας και λόγου με έχει κερδίσει.
Ο ήρωας του, ο Δήμος (Δημήτρης) από τα Βοδενά (Έδεσσα), βλέπει τα αεροπλάνα να πετούν στον ουρανό πάνω από το χυτήριο του πατέρα του και ονειρεύεται να πετάξει. Κατεβαίνει στην Αθήνα, εγγράφεται στη Σχολή Ικάρων, όμως στην πρώτη εκπαιδευτική πτήση του που γίνεται εκτός ελληνικού εδάφους (στο Τέξας) –το βιβλίο ξεκινά μετά τη μάχη στο Βίτσι και στον Γράμμο– το σώμα του τον προδίδει. Επιστρέφει ταπεινωμένος και, αισθανόμενος ότι δεν έχει άλλη επιλογή, συνεχίζει στη Σχολή Ευελπίδων και ακολουθεί στρατιωτική καριέρα. Ενδιαμέσως θα συναντήσει και θα ερωτευθεί τη νεαρή Αθηναία φοιτήτρια Εύα. Με αυτήν στο μυαλό του θα αναχωρήσει τελικά, αυτός ο άκαπνος, ανθυπολοχαγός πλέον, για την Κορέα. Το βιβλίο παρακολουθεί τη διαδρομή του δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αδυναμία του να πραγματοποιήσει το όνειρό του, εξαιτίας των γαστρεντερικών προβλημάτων που του προκαλεί η πτήση, στο πάθος που γίνεται αγάπη για την Εύα, αλλά και στους στενούς δεσμούς του με την πατρική οικογένεια και ιδίως με τον μικρότερο αδελφό του Γιώργο. Ο Δημήτρης, πριν γίνει πολεμιστής, πρέπει επίσης να αποδείξει στο στράτευμα ότι είναι άξιος εμπιστοσύνης: ο θείος Προκόπης, από την πλευρά της μητέρας του, ο ίδιος που του χάρισε τα πρώτα βιβλία για τ’αεροπλάνα και τα σχέδια του Ντα Βίντσι, είναι «κομμουνιστοσυμμορίτης» – κι ας αναγκάστηκε η αδελφή του να τον αποκηρύξει δημόσια.
Για το βιβλίο και τον συγγραφέα μίλησε η ειδικός παθολόγος Βάγια Τατόλα ενώ αποσπάσματα του βιβλίου διάβασε ο ηθοποιός Γιώργος Χανδόλιας με το δικό του ξεχωριστό θεατρικό τρόπο. Με την υπέροχη απαγγελία του που μας ταξίδεψε και μας έβαλε συμμέτοχους μέσα στο μυθιστόρημα. Ταξιδέψαμε μαζί με τον ήρωα Δημήτρη στους ουρανούς, ζήσαμε τα οδυνηρά αποτελέσματα του εμφύλιου, λυπηθήκαμε με τον αποκλεισμό του θείου Προκόπη, τον αδελφό της μάνας του από την οικογένεια λόγω των αριστερών πολιτικών φρονημάτων…
Η Βάγια Τατόλα που είπε μεταξύ άλλων: “ δε κούρασε καθόλου το κοινό γιατί εναλάσσονταν με τον Γιώργο Χανδόλια και είπε όσα έπρεπε για να ανάψει το φυτίλι της περιέργειας στο αναγνωστικό κοινό να αγοράσει το βιβλίο.
Ο Γιώργος Χανδόλιας μετά την απαγγελία των αποσπασμάτων μίλησε για το βιβλίο χρησιμοποιώντας τον στίχο Οδυσσέα Ελύτη «Γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική» θέλοντας να τονίσει τα άριστα Ελληνικά που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας στην «Πρωινή Γαλήνη» και είπε ότι ο αναγνώστης διαβάζοντας το βλέπει να περνά μπροστά του ως κινηματογραφική ταινία.
Το λόγο πήρε ο συγγραφέας του βιβλίου ευχαριστώντας τους παρουσιαστές του βιβλίου και το βιβλιοπωλείο και είπε ότι είναι πολύ ευχαριστημένος από τη πολιτιστική κίνηση της περιφέρειας . Ακόμη είπε μεταξύ άλλων πως « Η «Πρωινή Γαλήνη» προέκυψε έπειτα από πολυετή έρευνα του συγγραφέα, τρία ταξίδια στην Κορέα και αναλυτικές συζητήσεις με βετεράνους του πολέμου - ένας από αυτούς ήταν και ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Ν. Μαγκλίνης, αντισμήναρχος και απόφοιτος της 22ης σειράς της Σχολής Ικάρων. Εκείνη η σειρά (όπως και η προηγούμενη, στην οποία φοίτησε ο ήρωας του βιβλίου) είχε την ιδιαιτερότητα ότι πέρασε ένα χρόνο εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, στη βάση του Σαν Αντόνιο του Τέξας και στη βάση Νέλις της Νεβάδα.» Και συνέχισε : “ Ο εμφύλιος δεν είναι ένα τελειωμένο ζήτημα για την ελληνική κοινωνία. Ήθελα να εξηγήσω πώς συνδεόμαστε εμείς με όλα αυτά, να γράψω για την Ιστορία του τότε, αλλά κυρίως για την προϊστορία του σήμερα. Είναι ένα βιβλίο για την ανάγκη μας να «πετάμε», για τις δυσκολίες της «πτήσης», για τις αναγκαστικές, καμιά φορά, «προσγειώσεις». Αντιγράφουμε από το βιβλίο, προς το τέλος, μια μελαγχολική διαπίστωση: «Δεν αρκεί το όνειρο, κι ας λένε οι λογοτέχνες. Το όνειρο δεν φτάνει. Δεν μπορείς να κάμεις χωρίς το όνειρο, αλλά δεν μπορείς και να κάμεις μόνο με αυτό οτιδήποτε κι αν επιδιώξεις. Ο πατέρας μου δε μίλαγε πολύ, ήταν αρκετά εσωστρεφής, λίγο χαμένος στον κόσμο του, αλλά και άρρωστος για αρκετά χρόνια, είχε καταπέσει ο άνθρωπος. Τον μαγνητοφώνησα χωρίς να το ξέρει. Δεν πιστεύω ότι θα μου έλεγε όχι, αλλά δεν ήθελα να το ρισκάρω. Η έρευνα για την Πρωινή Γαλήνη επιβεβαίωσε περίτρανα την πεποίθηση μου για την ύπαρξη γκρίζων ζωνών σε τέτοιες καταστάσεις, ότι δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο, ότι μερικές φορές είναι πολύ μπερδεμένα τα πράγματα και δεν κρύβω ότι κάνω και την αναγωγή στις σημερινές συνθήκες, σε αυτό που εντελώς σχηματικά λέμε «μνημονιακός-αντιμνημονιακός». Υπήρξαν δηλαδή και κομμουνιστές που πήγανε στην Κορέα, για να γλιτώσουν τη Μακρόνησο. Κάτι άλλο που συνειδητοποίησα είναι το πως μπορεί να σε λιανίσει η Ιστορία μόνο και μόνο γιατί γεννήθηκες μια συγκεκριμένη περίοδο, ας πούμε το 1929-30, οπότε ήσουν σε στρατεύσιμη ηλικία για τον εμφύλιο ή την Κορέα…»
Στη συνέχεια προβλήθηκαν δυο βίντεο τα οποία οι αναγνώστες παρακολούθησαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το πρώτο ήταν διανθισμένο με φωτογραφίες του πατέρα του που υπάρχουν στο προσωπικό αρχείο του συγγραφέα. Το δεύτερο και πιο συγκλονιστικό ήταν βίντεο από το μεγάλο αρχείο που βρήκε κάνοντας μοντάζ ο ίδιος ο συγγραφέας με ένα φίλο του. Τα 172 φέρετρα Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών που κείτονταν στο λιμάνι του Πειραιά το1955, ήταν η εικόνα που προκάλεσε τις περισσότερες ερωτήσεις του κοινού αφού ήταν άγνωστη μέχρι σήμερα. Το κάλυψαν επιμελώς οι κυβερνήσεις για να μη προκαλέσουν τη ταραχή και να μη χάσουν το θάρρος τους. Στην Αμερική τον ονόμασαν forget war (ξεχασμένο πόλεμο) και κανείς δεν θέλει να μιλά γι αυτόν. Ο συγγραφέας στις ερωτήσεις του αναγνωστικού κοινού είπε χαρακτηριστικά ότι ήταν ένας «κουλός» πόλεμος αφού δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Ακόμη υπάρχει ανακωχή μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας και μια σπίθα αρκεί να ξαναφουντώσει ο πόλεμος. Ποια ήταν η δική μας σχέση με αυτό το πόλεμο, ακόμη δεν έχω καταλάβει αφού έγινε σε μια εποχή που η χώρα μας ήταν ισοπεδωμένη από τον εμφύλιο και μετρούσε τις πληγές της. «Ήταν ένας πόλεμος χωρίς μνήμη, κονιορτοποιημένος κάπου ανάμεσα στον δεύτερο παγκόσμιο και στον εμφύλιο-επί δέκα συναπτά χρόνια η Ελλάδα ήταν σε πόλεμο, μετά απλώς έστειλε και μερικές νέα παιδιά της στην Κορέα….»
Ελληνες πρωτοετείς Ικαροι στην αεροπορική βάση Νέλις της Νεβάδα ποζάρουν μπροστά από το αμερικανικό μαχητικό Μάστανγκ P-51
Ο συγγραφέας υπέγραψε τα αντίτυπα και συνομίλησε με τους αναγνώστες ενώ ανάμεσα στο αναγνωστικό κοινό υπήρχε και ένας βετεράνος από εκείνο τον πόλεμο που ήρθε να γνωρίσει τον συγγραφέα. Μια άγνωστη ιστορία που πιστεύω ότι πρέπει να διαβάσουμε και να βρούμε εκείνα τα μηνύματα που θα μας προβληματίσουν. Άλλωστε ο κάθε αναγνώστης κρίνει διαφορετικά και δέχεται αυτά που θέλει από αυτό. Το τέλος συγκλονιστικό…
Και είναι ένα μυθιστόρημα που το προτείνω να διαβαστεί κι από τους άντρες αναγνώστες…
Δημοσιεύθηκε στο e-pieria.gr