«Ουίσκυ μπλε» της Τέσυς Μπάιλα, Εκδόσεις Ψυχογιός.

«Αχ! Η ξενιτιά το χαίρεται

Τζιβαέρι μου

Το μοσχολούλουδο μου

σιγανά και ταπεινά
Αχ! Εγώ ήμουνα που το ‘στειλα
Τζιβαέρι μου
Με θέλημα δικό μου
σιγανά πατώ στη γη
Αχ! Πανάθεμά σε ξενιτιά
Τζιβαέρι μου
Εσέ και το καλό σου
σιγανά και ταπεινά»

 


Το «Τζιβαέρι» μου ήρθε στο νου και η μουσική του είχε απλωθεί στη ψυχή μου όταν άρχισα να ξεφυλλίζω το «Ουίσκυ Μπλε» της Τέσυς Μπάιλα από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ένας ύμνος για το μαγικό κόσμο της θάλασσας τα λόγια του καπετάν Βαγγέλη «Ότι και να γίνει, ότι και να χάσεις στη ζωή, όσο και να πονέσεις, η θάλασσα είναι πάντα εκεί. Και ξέρει να σου μιλά με τα κύματά της, να ακούει το παράπονό σου, να το παίρνει με τους αφρούς της μακριά, να σ΄ αλαφρώνει την ψυχή από τα βάρη της».
Με τη Τέσυ Μπάιλα έχουμε μια κοινή αγάπη τη θάλασσα. Δεν ξέρω αν είναι αυτή που μας ένωσε σε μια καλή φιλία χρόνων. Όλα τα βιβλία της έχουν κέντρο τη θάλασσα και γύρω από αυτή κινούνται όλα. Μετά το «Πορτρέτο της Σιωπής», «το Παραμύθι της Βροχής» και «Το Μυστικό ήταν η Ζάχαρη» ήρθε το «Ουίσκυ Μπλε» να μας καθηλώσει. Πραγματικά δεν μπορώ να διαλέξω ποιο είναι πιο δυνατό, πιο συγκινησιακό από τα τέσσερά της μυθιστορήματα… Η γραφή μέσα από το φωτογραφικό φακό της μας ταξιδεύει και την καταξιώνει στο χώρο της λογοτεχνίας. 

«Το βιβλίο είναι μια μυθιστορηματική ματιά στον αιώνα που αφήσαμε πίσω μας, στις μικρές και μεγάλες στιγμές που συνθέτουν την οδύσσεια ενός Νεοέλληνα». Έγραψε ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης στην Athens Voice για το «Ουίσκι μπλε»: «...Τούτη τη φορά καλειδοσκοπεί τη μεγάλη Ελλάδα, την Ελλάδα της διασποράς. Η Κρήτη γίνεται Πορτ-Σάιντ και από τον Πειραιά και τη Σαντορίνη η δράση επεκτείνεται μέχρι τη Νέα Υόρκη και τα ανθρακωρυχεία του Βελγίου. Άνθρωποι και γεγονότα στροβιλίζονται γύρω από τον ολοκληρωτικό πρωταγωνιστή τους, τον Μιχάλη, αυτό τον σύγχρονο Οδυσσέα με το πάθος της περιπέτειας. Η θαλασσινή ψυχή του ανατροφοδοτείται από το γαλάζιο στοιχείο αλλά και από την πεποίθηση πως τα δικά του σύνορα μόνο ο ίδιος μπορεί να τα θέσει – σύνορα στον έρωτα, στο όνειρο, στην πατρίδα του αλλά και στους ανθρώπους της. Τα μεγάλα λιμάνια, η φτώχεια αλλά και η ζεστασιά του μεσογειακού κόσμου, τα γκρίζα τοπία της βόρειας Ευρώπης και οι σκληρές μνήμες από κάθε σταθμό της ζωής του, τον ακολουθούν μέχρι την τελευταία σελίδα, όπου σοφά η συγγραφέας δεν συμβιβάζεται με την εύκολη λύση ενός τέλους….» 

Η Τέσυ Μπάιλα «έχτισε» τους ήρωες και τις ηρωίδες της και τους άφησε να χαράξουν τη σκληρή πορεία τους πάνω στο άψυχο χαρτί . Ένα χαρτί που πολύ έντεχνα ξέρει να του βάζει καρδιά, θυμό, χαρά και λύπη. Ξέρει πολύ καλά να αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους χαρακτήρες δίνοντας την αίσθηση της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων χωρίς να παρεμβαίνει η ίδια παρά μόνο στο βαθμό που απαιτείται για να υπάρχει μια στοιχειώδης λογική ακολουθία στο κείμενο. Ένα μυθιστόρημα με πλούσια δράση και συνεχείς ανατροπές. Τους έδωσε τον αέρα του κοσμοπολίτη και στον αναγνώστη τη δυνατότητα να ταξιδέψει μέχρι την άκρη του κόσμου και την ίδια στιγμή μέχρι τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Ο Μιχάλης, γεννημένος στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, επηρεασμένος από τον ναυτικό πατέρα του, κληρονομεί την αγάπη για το υγρό, ατίθασο στοιχείο, λες και η θάλασσα κυλάει μέσα στο αίμα του. Εκεί ζει μετανάστης με την οικογένειά του, τον πατέρα του, καπετάν Βαγγέλη, τη μητέρα του, Βιργινία και την αδερφή του, πλαισιωμένοι όλοι από την αγάπη και την αφοσίωση της πιστής Φάτμα, που την ακολουθεί η δική της ιστορία, μιας ιστορίας συνυφασμένης με τις αντιλήψεις, τους θρύλους του τόπου της αλλά και τη θέση της γυναίκας στην Αφρική. Μετά από ένα ναυάγιο που σημαδεύει για πάντα τη ζωή τους, αναγκάζονται να έρθουν στη γενέτειρα του πατέρα του ,τη Σαντορίνη. Εκεί θα γνωρίσει τον Αρτέμη, έναν δυνατό και ονειροπόλο, γεμάτο ζωή άντρα που θα κυνηγήσει τα όνειρά του. Το νησί με απέραντους αμπελώνες, την ξερή γη αλλά και το ηφαίστειο του, τους διώχνει και καταλήγουν σε μια φτωχογειτονιά στον Πειραιά.Ο Μιχάλης, ανήσυχο πνεύμα και θέλοντας να καλυτερέψει τη ζωή του και να προοδεύσει, φεύγει μετανάστης στα ανθρακωρυχεία της Μαρσινέλ του Βελγίου, όπου η συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει τον εφιάλτη τον οποίο έζησαν εκεί οι μετανάστες. Ζωές σαν των ποντικών, χίλια διακόσια μέτρα κάτω από τη γη, στο σκοτάδι, στην υγρασία, στο κάρβουνο, στον ασταμάτητο βήχα και το κρύο, η γνωριμία του με τον Αποστόλη με τη συγκλονιστική του ιστορία στον πόλεμο, τον καημό του για τη Σεβαστή και με την παρέα της φυσαρμόνικάς του, ο Πέτρος αλλά και η Μαρία με την ανθρωπιά και τις συμβουλές της και το τραγικό δυστύχημα που θα τον γυρίσει πίσω στην πατρίδα.

Γεμάτο από υπέροχες εικόνες από το ανθρώπινο ψηφιδωτό, την τοιχογραφία μιας ποικιλόμορφης κοινωνίας στην Αίγυπτο, με πολυφυλετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικές αντιλήψεις, συγκινητικότατες εικόνες στο λιμάνι του Πειραιά, με την αναχώρηση μεταναστών προς τα διάφορα μέρη του κόσμου και τους μόνιμους μικροπωλητές, παραδοσιακές σκηνές στη Σαντορίνη, την εποχή του τρύγου, της "βεντέμας" , με τους εργάτες, τα πατητήρια, τα ληνά, τα κοφίνια, τα πιθάρια για να παρασκευαστούν οι διάφορες ποικιλίες κρασιών, μαύρες εικόνες από τα ανθρακωρυχεία στο Βέλγιο και τον ρατσισμό στην αντιμετώπιση των μεταναστών, αλλά και εικόνες γεμάτες μπλε, από την θάλασσα που για τους νησιώτες είναι τόσο σημαντική όσο και η ζωή.

"Κι ο ίδιος σε ολόκληρη τη ζωή του είχε υπάρξει ένας μετανάστης, ξένος στον τόπο που γεννήθηκε, αλλά και στη χώρα των προγόνων του όταν επέστρεψε, ύστερα στο Βέλγιο, στην Αμερική. Αποξενώθηκε ακόμα και από την οικογένειά του, μετανάστης σε μια άλλη στέγη. Σαν τον Οδυσσέα, τον οποίο ονειρευόταν ο Αρτέμης, σαν όλους κείνους τους Έλληνες, οι οποίοι έζησαν την ξενιτιά, την μετανάστευση, την παλιννόστηση σε τόσες και τόσες γενιές".

Διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου ζούμε έντονα, μέσα από τη γραφή της, την σκοτεινή κόλαση των ανθρακωρύχων του Βελγίου, οι οποίοι ζούσαν σαν ποντίκια στα λαγούμια του άνθρακα - με αποκορύφωμα το φριχτό ατύχημα που έγινε στις 8 Αυγούστου 1956 στη Μαρσινέλ από έκρηξη στον ανελκυστήρα του ορυχείου με αποτέλεσμα να σκοτωθούν μαρτυρικά 262 εργάτες, κυρίως Ιταλοί αλλά και Έλληνες. 

«Τo γεγονός δεν έχει αφήσει ασυγκίνητους τους δημιουργούς μας. Πρώτα ο Νίκος Εγγονόπουλος στο συμβολικό του ποίημα Marcinelle το 1956, όπου κωδικοποιεί την απάνθρωπη ζωή των ορυχείων και καλεί τον εργάτη σε ανατροπή της τυράννων του μέσα από τη βία της επανάστασης («Πάρε το μαχαίρι σου, εργάτη –τούτη η νύχτα δεν είναι σαν τις άλλες»). Ακολούθησε η ζωγραφική του πολιτικοποιημένου εικαστικού Βλάση Κανιάρη με τη σειρά εξπρεσιονιστικών πινάκων "Η Καταστροφή της Μαρσινέλ" (1958), όπου κυριαρχεί το μαύρο του κάρβουνου και της ζοφερής πραγματικότητας των εργατών με το κόκκινο της θυσίας και της καταγγελίας. Δεκαετίες μετά, η Τέσυ Μπάιλα έρχεται να αναπληρώσει ένα κενό που υπήρχε στο θέμα από την πλευρά της μυθιστοριογραφίας και να προσθέσει την πιο χαμηλόφωνη ματιά του πεζογράφου» γράφει η Ελισάβετ Δέδε στην κριτική της για το Bookia. 
Θα κλείσω με τη κριτική της αγαπημένης συγγραφέως Λότης Πέτροβιτς που πιστεύω ότι κλείνει μέσα της τον θησαυρό εικόνων, συναισθημάτων, συγκινησιακών ανατροπών του «Ουίσκυ μπλε» 
«Κάθε πέτρα έχει τη δική της αξία, προέρχεται από ξεχωριστό σκληρό υλικό, κουβαλάει τις δικές της γλυκόπικρες μνήμες – ξεριζωμούς και προσφυγιές, ξενιτεμούς κι επαναπατρισμούς, κοινωνικές ανισότητες, αδικίες, ανέχεια, ορφάνια, αλλά και φιλία, ανθρωπιά, αλληλεγγύη, έρωτες και οικογενειακή ζεστασιά, στοιχεία που τα πλαισιώνουν τοπικοί γλωσσικοί ιδιωματισμοί, ήθη και έθιμα. Κι όλα μαζί φανερώνουν ολοζώντανα και γλαφυρά τα όσα βίωσαν οι ΄Ελληνες, στον εικοστό αιώνα κυρίως, μέσα κι έξω από την πατρίδα τους στην προσπάθεια να ξεφύγουν από τη φτώχεια και τη μιζέρια, στον αγώνα τους για μια καλύτερη ζωή μένοντας ή φεύγοντας από τον γενέθλιο τόπο….»
Πιστεύοντας ότι το μυθιστόρημα είναι ένα από τα βασικά σκαλοπάτια που μπορεί να μαθευτεί η ιστορία της χώρας μας γιατί απευθύνεται στο μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό, σας προτείνω ανεπιφύλακτα το «Ουίσκυ Μπλε». Ένα βιβλίο φυγής που αξίζει να το διαβάσετε…