«Το λουλούδι της ψυχής μου» της Ζωγραφιάς Τσαβέα - εκδόσεις ΕΞΗ

«Εγώ θα βρω τον ομορφότερο άνδρα της Σμύρνης κι εσύ θα πάρεις τον πρίγκιπα”, υποσχέθηκε η Κλειώ στη Λυγερή και η συμφωνία έκλεισε.»

Αυτά τα όνειρα δεν κάναμε τα περισσότερα κορίτσια λίγο πριν την εφηβεία;

Το “λουλούδι της ψυχής μου” είναι από τα πρώτα βιβλία που εξέδωσαν οι εκδόσεις ΈΞΗ. Μπορώ να πω ότι πολύ άδικα άργησα να το ξεφυλλίσω. Μετά τη “Μερζανή”, τον “Άυλο Έρωτα” και το “Ούτε η μάνα μου” που μου άρεσαν πολύ άρχισα να έχω εμπιστοσύνη στους συγγραφείς και τις επιλογές των εκδόσεων. Μπορεί να μην είναι τα γνωστά ονόματα των bestsellerτης ελληνικής λογοτεχνίας μα όταν πάτε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων θα διαπιστώσετε και μόνοι σας ότι δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από εκείνα βρίσκοντας  πολύ αξιόλογα βιβλία.

Η Ζωγραφιά Τσαβέα γεννήθηκε στην Νέα Απολλωνία του δήμου Βόλβης Νομού Θεσσαλονίκης. Εκεί έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπούδασε και ασχολήθηκε με την Βιολογία για ένα διάστημα. Η αγάπη της όμως για τα βιβλία την ώθησε να την εγκαταλείψει και να ασχοληθεί στο βιβλιοπωλείο που διατηρεί ο σύζυγος της στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Όλα τα ακούσματα της παιδικής μου ηλικίας ήρθαν και γιγαντώθηκαν μέσα της και θέριεψαν.. Πήραν σάρκα και οστά κι έγιναν ο Στρατής και η Γραμματή, ο Μανολάκης και η Αρτεμισία, η Λυγερή και η Κλειώ και όλοι οι υπόλοιποι δευτεραγωνιστές. Της μίλησαν και της ξαναμίλησαν, ώσπου έγινε ένα μαζί τους. Κι έπιασε να κάνει εικόνες αυτά που άκουσε και που θυμόταν.Έφτιαξε τα πρόσωπα ζωγραφιστά στον νου της κι έβαλε λόγια στο στόμα τους. Λόγια που ίσως ξεστόμισαν και άλλα που ίσως θα ήθελαν να ξεστομίσουν. Την ιστορία δεν την άλλαξε, την έπλασε και την έβαλε σε καλούπια δικά της, να δώσει το σχήμα που ήθελε. Μα δε την αφήναν. Έδιναν το σχήμα που θεωρούσαν αυτοί, έγιναν η σκιά της και όλο ένιωθε ότι τα μάτια τους ήταν στραμμένα πάνω της. Μην και ξεστρατίσουν και πουν άλλα και όχι αυτά που έγιναν. Ήθελαν να πει την ιστορία τους και μαζί την ιστορία όλης της προσφυγιάς.

“Όμως δυστυχώς, δεν είμαι ο Όμηρος, γιατί μόνον ο Όμηρος θα μπορούσε να περιγράψει αυτήν την Οδύσσεια του ξεριζωμού. Εγώ απλά είμαι μια απόγονός τους, που κουβαλάει στα κύτταρά της όλα τα πονεμένα βιώματά τους“, λέει η συγγραφέας.

Δεν ξέρω τι με “σπρώχνει” ως αναγνώστρια να επιλέγω μυθιστορήματα που αφορούν τη προσφυγιά, αληθινές  ιστορίες,  ξεριζωμούς  που μας  ταρακουνούν και μας θυμίζουν τα πολύ δύσκολα χρόνια αφού δεν έχω συγγένεια αλλά ούτε καταγωγή από τις χαμένες πατρίδες. Μα η προσφυγιά, η μετανάστευση και ο ξεριζωμός δεν αφορά μόνο τους ξεριζωμένους συμπολίτες μας.  Αφορά όλους μας. Και σήμερα όλο και περισσότερο βλέποντας αυτό το κύμα προσφυγιάς από τη Συρία να ζητά τη βοήθεια μας. Δυστυχώς οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι οι Σύριοι φιλοξένησαν Έλληνες που είχαν φτάσει κατατρεγμένοι στο Χαλέπι για βοήθεια, και δεν τους θέλουν στον τόπο τους. Γιατί δυστυχώς και τότε υποδέχτηκαν  τους δικούς μας Έλληνες που ήρθαν από τη Μικρασία και τον Πόντο με πολύ απέχθεια και προσβολή. Το μαρτυρούν οι προηγούμενες γενιές.

“ Αυτό που τις ένωσε ήταν το γάλα της ίδιας γυναίκας. Δεσμός άρρηκτος και ισχυρός όμοιος με αυτόν του αίματος. Αυτό που τις χώρισε, η καταστροφή της Σμύρνης.
Για την Κλειώ και τη Λυγερή όλα άλλαξαν στην ανέφελη ζωή τους μέσα σε μια μέρα. Άφησαν την πατρίδα τους πνιγμένη στο αίμα και στους λυγμούς ακολουθώντας τα καραβάνια των ξεριζωμένων. Έναν δρόμο δύσβατο και άγνωστο, χώρια η μία από την άλλη.
Η υπόσχεση μία απ' όταν ήταν μικρά κορίτσια, από τότε που έκλειναν τα μάτια και σιγοτραγουδούσαν κάτω από τη μουριά. Η Κλειώ, ως αγωνίστρια, δεν ήθελε να ξεχάσει. Η Λυγερή, πιο ευάλωτη, δεν μπορούσε να θυμηθεί. Η φρίκη που βίωσε δεν ήταν σύμμαχός της.
Η αναζήτηση ξεκινάει για την Κλειώ με μόνο οδηγό την πυξίδα της καρδιάς. Τι θα βρεθεί στον διάβα της δεν ξέρει, μα δεν το βάζει κάτω, με πείσμα συνεχίζει... Τον όρκο της θα τον κρατήσει ό,τι κι αν γίνει, όσο καιρό και αν χρειαστεί να περιμένει..”

Όσο διάβαζα το βιβλίο της, ένιωθα ότι η  γραφή της  γίνεται ένα φουσκωμένο ποτάμι που τα σέρνει όλα στο διάβα του. Και πώς να μην είναι αφού καθρεφτίζεται η  η ίδια η ζωή μέσα από τις σελίδες του βιβλίου; Από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία το κείμενο κυλά χωρίς σταματημό. Αφηγείται το παρελθόν χωρίς να δίνει πολλές λεπτομέρειες , φτάνει στο παρόν που θέλει να διηγηθεί  και σταματά το χρόνο. Δεν λείπουν οι περιγραφές των τόπων και των ανθρώπων. Οι εικόνες  ξεδιπλώνονται πλούσιες που  ξεσήκωναν τον νου και το ενδιαφέρον μου για τη συνέχεια της ιστορίας. Ένιωσα μια συναισθηματική φόρτιση που υπάρχει διάχυτη σε ολόκληρο το βιβλίο. Οι απώλειες, οι ταλαιπωρίες, αλλά και οι χαρές των ηρωίδων δεν μπορούν να αφήσουν ασυγκίνητο κανέναν. Όλοι  και όλες συμπάσχουν. Και στο τέλος, εκεί που έρχεται η αναγνώριση και οι υποσχέσεις εκπληρώνονται, όλοι ανακουφίζονται.

«Το “Λουλούδι της ψυχής μου” είναι μια ακόμα ιστορία ξεριζωμού και πόνου; Μια ιστορία για την καταστροφή της Μικρασίας;  Ναι, μα το καθένα είναι διαφορετικό. Διαβάζοντας κι άλλα παρόμοια βιβλία θα μας βοηθήσει να ανοίξουμε διάπλατα τα μάτια μας. Ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιο μπορεί να είναι το δικό μας μέλλον γιατί η ιστορία μας κάνει τα παιχνίδια της, επαναλαμβάνεται και πρέπει να παίρνουμε μαθήματα από αυτή. Ποιος μπορεί αλήθεια να αφηγηθεί καλύτερα την ιστορία από αυτούς που την έζησαν; Από τους απογόνους τους που μεταφέρθηκαν ως παραμύθια στα αυτιά τους; Ούτε εκείνοι που ήρθαν τότε χωρίς τα παιδιά τους, τους άντρες τους, χωρίς ένα περίσσιο ρούχο, ήξεραν ότι θα αφήσουν ένα ακμαιότατο πολιτισμό, τις περιουσίες τους για να έρθουν στους λασπωμένους δρόμους της πάμπτωχης Ελλάδας. Από αρχόντισσες έγιναν υπηρέτριες και εργάτριες και από τα αρχοντικά έμειναν σε τσίγκινα παραπήγματα. Εκτός όμως από τον πόνο και τη φρίκη που έζησαν οι ήρωες του βιβλίου θα δείτε στις σελίδες τους να προβάλλει η δύναμη της αγάπης, της ελπίδας, του θάρρους και της πίστης.Αυτή η δύναμη και το πείσμα, η εργατικότητα και η μόρφωση τους “ανέβασε” πάλι στο βάθρο της επιτυχίας.  Από τη καταχνιά ήρθε  το φως που το έχουμε απόλυτη ανάγκη. Μόνο αυτοί που δεν παλεύουν δεν τα καταφέρνουν, έτσι είναι ο άνθρωπος. Αντέχει αρκεί να ξέρει να παλεύει.

“Γεννήθηκα σ’ ένα τουρκόσπιτο της ανταλλαγής, στη Νέα Απολλωνία, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Από μάνα Πόντια και πατέρα Μικρασιάτη και είμαι
περήφανη γι’ αυτό».