Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά


Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

«Το ελληνικό κράτος γεννήθηκε μιαρό, με κηδεμόνες. Το πλάκωσαν τα χρωστούμενα τα χρωστούμενα από το 1824 και 1825. Ο Καποδίστριας που ήθελε να αποτινάξει τη κηδεμονία δολοφονήθηκε….»



Ήμουν στις τελευταίες σελίδες του συγκλονιστικού, καθηλωτικού βιβλίου του συγγραφέα Γιάννη Σιώτου «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, όταν μάθαμε για το πολύνεκρο ναυάγιο στην Πύλο . Η ιστορία επαναλαμβάνεται και θα συνεχίσει όσο η ανθρωπιά ολοένα φθίνει. Όπως γράφει ο συγγραφέας, είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε με υλικά που προέκυψαν μετά από την έρευνα σε εφημερίδες της περιόδου 1922-1925, τα αρχεία της Βουλής, τους φορείς που διατηρούν στατιστικά στοιχεία για την οικονομία , την υγεία και την εγκληματικότητα, τις μεταγενέστερες επιστημονικές έρευνες, τις δημοσιεύσεις σε έγκυρα επιστημονικά έντυπα του εξωτερικού και από την πλούσια ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία για την ιστορική περίοδο1912-1923.Αυτό το υλικό χρησιμοποίησε για να κατασκευάσει τις «αλήθειες» των κεντρικών ηρώων, που είναι πρόσωπα που επινοήθηκαν για τις ανάγκες του μυθιστορήματος.

Όσοι μεγαλώσαμε με αυτό τον γνήσιο μικρασιατικό και ποντιακό ελληνισμό, έχουμε ακούσει άπειρες ιστορίες για την υποδοχή που τους έκαναν οι Ελλαδίτες. «Τουρκόσποροι», «παστρικές», «ήρθαν να μας κλέψουν το βιος», «να μας χαλάσουν τις γυναίκες» και άλλα παρόμοια λόγια που μόνο τον εαυτό τους προσέβαλλαν. Ο Γιάννης Σιώτος δεν έμεινε μόνο σε τούτα τα λόγια για να μας παρουσιάσει όλη τη φρίκη, τον εμπαιγμό, την απανθρωπιά μας. Την εκμετάλλευση. Και όσοι ήρθαν το 22, ήταν Έλληνες, η μάνα πατρίδα ήταν το όνειρό τους. Πίστευαν πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να τους φερθεί ως κακιά μητριά, όπως αποδείχτηκε. Ένα ντοκουμέντο είναι ολόκληρο το βιβλίο, που τσουρουφλίζει τα χέρια όσων το διαβάσουν. Η αγωνία της υπόθεσης, ο λόγος που ρέει, οι δυνατοί χαρακτήρες που έχτισε, οι αλήθειες που λέγονται και σε στήνουν στον τοίχο, νιώθοντας ντροπή για τους προγόνους σου, οι 460 σελίδες διαβάζονται τόσο γρήγορα, με έναν βαθύ αναστεναγμό που βγαίνει από τα σπλάχνα σου κάθε τόσο αναγνώστη. Και αναρωτιέσαι δίκαια όταν διαβάζεις όλα τούτα: Αφού φερθήκαμε τόσο απάνθρωπα ως χώρα και άτομα, στους Έλληνες, πώς να μην φερθούμε ανάλογα στους ξένους, που έρχονται να μας κλέψουν τον ουρανό;

Το βιβλίο το αφιερώνει στη γιαγιά του, τη Φωτεινή Κατρανίδου, από την Προύσα. Δικαιολογημένα ακούμπησε την ψυχή του εκτός τις γνώσεις ο συγγραφέας, στο χαρτί. Δικαιολογημένα βγαίνει αυτό το παράπονο, αυτή η θλίψη για την πατρίδα που έγινε κακιά μητριά.

Είμαστε στον Αύγουστο του 1922,όταν οι πρώτοι πρόσφυγες φτάνουν στα ελληνικά λιμάνια. Τους επόμενους μήνες θα ακολουθήσουν ένα εκατομμύριο πεινασμένοι, απελπισμένοι και ρακένδυτοι Έλληνες και Αρμένιοι από την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη. Το μυθιστόρημα εστιάζει στη ζωή τους, στην Αθήνα και στον Πειραιά κυρίως, από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι τον Αύγουστο του 1923. Η εκμετάλλευση, η απόρριψη, η περιθωριοποίηση, η κερδοσκοπία και το εμπόριο ανθρώπων πρωταγωνιστούν στο ανείπωτο χάος αυτού χρόνου. Οι πρωταγωνιστές είναι έμπειροι ξένοι δημοσιογράφοι που καθημερινά εξοικειώνονται με εικόνες τρόμου και εξαθλίωσης και μπορούν να κρίνουν, να συγκρίνουν και να αποκαλύπτουν. Για μένα, ως αναγνώστρια με συγκίνησαν οι δυστυχισμένοι πρόσφυγες που είχαν να παλέψουν με τους εμπόρους λευκής σαρκός, των αγαθών που έγιναν απλησίαστα στο χρηματιστήριο της καθημερινότητας, με το ακάθαρτο νερό, την έλλειψη καθαριότητας, τις αρρώστιες, την περιφρόνηση, τα χαμηλά μεροκάματα, την ανεργία των ντόπιων. Μέχρι τις 25 Αυγούστου 1923 περισσότεροι από ένα εκατομμύριο απελπισμένοι, πεινασμένοι, κουρελιασμένοι και πανικόβλητοι Έλληνες και Αρμένιοι από την Ανατολική Θράκη, την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη, έφτασαν στην Ελλάδα. Με όσα γνωρίζει ο καθείς για την ανταλλαγή λιρών για να φτάσουν μέχρι την Ελλάδα. Με όσα γνωρίζει από το παιχνίδι που παίχτηκε από τις ξένες δυνάμεις, που δεν τους ήθελαν στα καράβια τους, που τους πετούσαν στη θάλασσα όσους δεν είχαν να πληρώσουν. «Οι κακόμοιροι πιστεύουν ότι αν φτάσουν στην Ελλάδα γλίτωσαν. Πού να’ ξεραν τι τους περιμένει». Κανείς δεν αφήνει το σπίτι τους αν δεν υπάρχει κίνδυνος της ζωής του. Ο Ιγνάσιο Παπ, ένας από τους ξένους δημοσιογράφους που βιώνει όλη τη φρίκη, καταγράφει στο ημερολόγιό του καθημερινά όλα τα συμβάντα του ενός χρόνου, αποκαλύπτει ανήκουστα πράγματα για τη διαβίωση των προσφύγων. Ενώ ο Μαρκ Πρυσώ, ξένος δημοσιογράφος κι αυτός, καταγράφει στο σημειωματάριο του άλλα συγκλονιστικά στοιχεία και κατάθεση ψυχής για τη φρίκη που βιώνει. Ο αναγνώστης σοκάρεται από την απελπισία, τις καθημερινές αυτοκτονίες, την τρέλα, την εγκατάλειψη των βρεφών στις πόρτες των πλουσιόσπιτων, αλλά και το υπηρετικό προσωπικό που αναγκάστηκε να δουλέψει σε αυτά τα σπίτια. Οι Σμυρνιές και όλες οι Μικρασσιάτισες, από αρχόντισσες με έναν αξεπέραστο πολιτισμό, με κτήματα αλλά και παιδεία, που οι ντόπιοι στερούνταν, γίνανε δουλικά για ένα πιάτο φαί και ένα κρεβάτι στο πλυσταριό. Η τότε καλή κοινωνία έγινε εχθρική. Έβγαλε τη μάσκα της. Όπως τη βγάζει πάντα. Βλέπουμε απλούς νοικοκυραίους να γίνονται μαυραγορίτες, νταήδες, αδίστακτοι εγκληματίες. Όλες οι ξένες δυνάμεις έγιναν ξαφνικά προστάτες της χώρας μας, μαζί πάντα με τους ντόπιους συνεργούς, που μέσα σε μια νύχτα γινόντουσαν εκατομμυριούχοι. «Το κυνήγι των μαγισσών ξεκίνησε. Ζούμε σε μια χώρα που σ’ ένα λεπτό μετατρέπει τον ήρωα σε προδότη. Άνθρωποι που αρνούνται τις ευθύνες και λατρεύουν το χρήμα».

Οι εικόνες αλλάζουν συνεχώς στο ημερολόγιο του δημοσιογράφου Ιγνάσιου Παπ. Από τις θεατρικές παραστάσεις και τις κυρίες της καλής κοινωνίας που ψωνίζουν ακριβά υφάσματα στην Εμού, μεταφερόμαστε εκεί που η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι μηδαμινή. Εκεί που το σαπούνι δίνεται με τα γραμμάρια, όπως και το νερό, εκεί που οι πρόσφυγες πεθαίνουν στους δρόμους. Από τα καλαίσθητα δημόσια κτίρια, στις σκηνές. Οι πληροφορίες από τις εφτά εφημερίδες της εποχής, διαφορετικές ως τον πολιτικό προσανατολισμό η κάθε μια, είναι ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τον κάθε αναγνώστη.

«Σκέφτηκα πόσο διαφορετικά θα ήταν αν πριν αναλάβει καθήκοντα κάθε πολιτικός, κάθε στρατιωτικός, κάθε γραφειοκράτης, υποχρεωνόταν να θητεύσει για ένα χρόνο δίπλα στη φρίκη». Αυτή η σκέψη σίγουρα έχει περάσει από όλους μας. Για κάθε φορά που ζούμε τη φρίκη κι όχι μόνο στη συγκεκριμένη περίοδο. Ο συγγραφέας μας προβληματίζει συνεχώς, γράφει αλήθειες όσο να μην θέλουμε να τις παραδεχτούμε αλλά τις βλέπουμε μπροστά μας. Όπως: «το ελληνικό κράτος γεννήθηκε μιαρό, με κηδεμόνες. Το πλάκωσαν τα χρωστούμενα τα χρωστούμενα από το 1824 και 1825. Ο Καποδίστριας που ήθελε να αποτινάξει τη κηδεμονία δολοφονήθηκε….» Δεν τελειώνουν οι κηδεμόνες σε τούτη τη χώρα.

Ο Παπαδάκης, ο Πήτερ, η Ελένη, ο Μαρκ, η Ιζαμπέλ, ο Ιγνάσιο, η Μυρτώ, ο Ο’ Ρήλυ, η Φωτεινή, ο Παύλος, Μάρω και ο Ιάσων προσπαθούν να δώσουν φως και ελπίδα, να καταγράψουν και να βοηθήσουν τους κατατρεγμένους. Θα γνωρίσετε και μιαρά πρόσωπα, που μπορεί να είναι μυθοπλαστικά αλλά όχι άγνωστα ως χαρακτήρες εκείνη την εποχή, που προκαλούν απέχθεια.

Είναι τελικά η πατρίδα, κακιά μητριά; Ή εμείς οι Έλληνες νομίζουμε πως είναι κτήμα μας και δεν δικαιούται κανείς να μας τη μολύνει; Αυτό το ερώτημα ερχόταν ως γροθιά στο στομάχι συνεχώς κατά την ανάγνωση. Σημείωσα πολλά να σχολιάσω μα περνά τόσα μηνύματα το βιβλίο, που ήταν αδύνατον σε μια κριτική να σχολιάσω τα πάντα. Συγχαρητήρια στις εκδόσεις Καστανιώτη γι ακόμη μια φορά για την επιλογή και επιμέλεια της έκδοσης, Συγχαρητήρια στον συγγραφέα Γιάννη Σιώτο για την ενδελεχή έρευνα. Εκτός από το λογοτεχνικό ταξίδι, μόνο για τον πλούτο των γνώσεων που θα κερδίσει ο αναγνώστης, το προτείνω ανεπιφύλακτα. Καλοτάξιδο να είναι. Ένα βιβλίο σαν αυτό, πιστεύω πως ο σπόρος που πέφτει γόνιμος στη σκέψη, μπορεί να αλλάξει συνειδήσεις. Όσο κι αν η λογοτεχνία δεν το έχει «χρέος», ο συγγραφέας βάζει το λιθαράκι του και το καταφέρνει.

«Βλέπω την κατάρρευση. Γιατί δεν ειδοποιείς τον κόσμο να φύγει»; Είχε ρωτήσει τον Στεργιάδη ο Γιώργος Παπανδρέου, ένας νεαρός πολιτικός από την μητροπολιτική Ελλάδα….»

«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»