Εύα Μαθιουδάκη – Μέρες Κηφισιάς - Εκδόσεις Καστανιώτη

mereskifisias

«Κάθε τόπος έχει παρελθόν, το ίδιο και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι φτιάχνουν τους τόπους και την ιστορία τους.»

Πήρα στα χέρια μου το τέταρτο βιβλίο της συγγραφέως Εύας Μαθιουδάκη, το δεύτερο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Δεν έχω ξαναδιαβάσει δικό της βιβλίο και πραγματικά λυπάμαι γι’ αυτό. Η γραφή της με ταξίδεψε, σκάλισε μνήμες που πιστεύω πως τις έχουμε ανάγκη. Χωρίς αυτές δεν μπορούμε να αγωνιστούμε για ένα ομορφότερο μέλλον. Και θα το διαπιστώσετε διαβάζοντας το και γνωρίζοντας έναν-έναν τους ήρωες της. Γεμάτες χρώματα και αρώματα οι σελίδες του βιβλίου αλλά και βαθιά ανθρωποκεντρικό. Η καθημερινότητα τους περνά από το φίλτρο της πέννας της συγγραφέως αφού εμβαθύνει στην ψυχή τους και τους καθιστά πολύ αγαπητούς και φιλικούς στα μάτια των αναγνωστών.

Στις «Μέρες Κηφισιάς», η συγγραφέας μέσα από τη μυθοπλασία της, μας γνωρίζει μια περιοχή της Αθήνας, των βόρειων προαστίων, την Κηφισιά, που πιθανόν οι περισσότεροι σημερινοί θαμώνες που συχνάζουν στα εμπορικά της κέντρα αλλά και που διασκεδάζουν στα νυχτερινά της κέντρα, δεν γνωρίζουν την παλιά τους εικόνα. Πού, δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή της περιοχής στη δεκαετία του ’50 και του ’60. Μετά από έναν εμφύλιο που μαράζωσε την επαρχία, νησιωτική και ηπειρωτική, και συγκεντρώνοντας τον ταλαιπωρημένο λαό της στην Αττική, όπου το εργατικό δυναμικό ήταν πλέον ανάγκη, η επιβίωση ήταν το πρωταρχικό τους καθήκον. Μαζί λοιπόν με τους εσωτερικούς μετανάστες συμβίωναν και οι πρόσφυγες Στην τότε Κηφισιά, Ερυθραία και Εκάλη, που δεν θυμίζει τίποτε στο σήμερα, διαβάζουμε πως υπήρχαν μεγάλες καλλιεργημένες εκτάσεις, οι οποίες τροφοδοτούσαν την Αθήνα με γεωργικά προϊόντα, αλλά και λουλούδια. Μαθαίνουμε πολλά για την Κηφισά, όπως την έλεγαν οι ντόπιοι, που ήταν πλούσια σε νερά. Διαβάζοντας το, μας δίνεται το ερέθισμα να μάθουμε κι άλλες ιστορίες για τους τόπους που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα αλλά και για τον δικό μας, από τους μεγαλύτερους ανθρώπους.

Οι ήρωες μας έζησαν στην κόψη του ξυραφιού. Ακροβάτησαν μεταξύ του παλιού συντηρητικού κόσμου και του νέου, στον οποίο οι γυναίκες άρχισαν να κατακτούν τα δικαιώματα τους. Να ασχολούνται και να ενημερώνονται για τα κοινά, τα πολιτικά αλλά και δικαιώματα στην εργασία. Ποιο θα κυριαρχούσε; Κανείς δεν ήξερε εκείνη την εποχή.

Σ’ αυτόν τον χώρο η συγγραφέας επέλεξε να στήσει το σκηνικό της, τους ήρωες της. Μας γνώρισε τους μεγαλοαστούς γιατρούς, τους ευκατάστατους με τις βίλες τους και τους υπέροχους κήπους και τους υπηρέτες τους πρόσφυγες, τους βιοπαλαιστές που μοχθούσαν για το μεροκάματο Άλλα ήθη, άλλες αξίες.

Αγάπησα την πρωταγωνίστρια της, την Ισμήνη Βλάμου, την κόρη του πρόσφυγα κηπουρού, του Παναγή, που κουβαλούσε μέσα του την πραότητα και τη λαϊκή σοφία των Μικρασιατών. Που μύριζε χώμα και κουβαλούσε στο DNA του, το μεράκι, το χαμόγελο και τη γενναιοδωρία της ψυχής του, τόσο για τους ανθρώπους που συμβίωνε αλλά και για τη γη που ανέσταινε. Την Ισμήνη, την κόρη της Ουρανίας από την Αμοργό, η οποία επίσης εργαζόταν μαζί με τον άντρα της για την οικογένεια Σωτηριάδη, μένοντας σε ένα σπίτι στον κήπο της βίλας. Την Ισμήνη που μεγάλωσε με τις αξίες και τα ιδανικά των γονιών της, της εργατιάς και προσφυγιάς, ένα κράμα δηλαδή ταπεινότητας και περηφάνιας, αλλά και έκανε παρέα με τα παιδιά της οικογένειας Σωτηριάδη.

Η συγγραφέας μας γνωρίζει ακόμη τον Λευτέρη, τον δάσκαλο και ποιητή, τον ευαίσθητο ερωτευμένο που κερδίζει την καρδιά της Ισμήνης, που όμως ο μισθός του αλλά και οι μεταθέσεις του σε απομακρυσμένα νησιά και χωριά, είναι ανασταλτικός παράγοντας για την ευτυχία της πρωταγωνίστριας και δεν μπορεί να μπει στη ζωή της. Αντίθετα ο γιατρός ο Ζήσιμος, είναι αυτός που με τον γάμο μαζί του θα καταξιωθεί κοινωνικά.

Η τραγική βιοτική κατάσταση των ανθρώπων των νησιών όπως διακρίνεται στις αναπάντητες μια επιστολή του Λευτέρη από τη Λήμνο, τα πολιτικά γεγονότα της εποχής, η αμφίεση των γυναικών εκείνων των χρόνων, συμπληρώνουν το χρονικό και το κοινωνικό πλαίσιο του μυθιστορήματος.

Το επτασφράγιστο όμως μυστικό που κρύβεται στο μυθιστόρημα που θα κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δεν θα σας το αποκαλύψω. Το μυθιστόρημα θα σας ξυπνήσει τη νοσταλγία, ίσως την επιθυμία να ζούσατε σε εκείνη την εποχή, θα μυρίσετε έντονα το άρωμα της γης και του έρωτα, όπως προδιαθέτει το πολύ όμορφο εξώφυλλο, αλλά δεν θα σας αφήσει τελείως ήρεμους το τέλος του. Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο σας κυρία Μαθιουδάκη!