Αντώνης Συριανός-«Καστρωμένες»

kastromenes

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Όταν ακούω πως εκδίδεται ένα βιβλίο από Τηνιακό συγγραφέα ή αφιερωμένο στο αγαπημένο μου νησί, την Τήνο το αγοράζω χωρίς να ψάξω το βιογραφικό του συγγραφέα ή να μάθω τι διαπραγματεύεται. «Οι Καστρωμένες» είναι το πρώτο βιβλίο του Αντώνη Συριανού, από τις εκδόσεις Νεφέλη, που διαβάζοντας το, ένιωσα πως είναι γεμάτο μουσική. Και πώς να μη νιώσεις τη μουσικότητα των λέξεων όταν ο συγγραφέας κατάγεται από το νησί του Πολιτισμού, την Τήνο, όπου οι Ενετοί εκτός του ήταν κατακτητές, άφησαν ευτυχώς γερά τα χνάρια τους; Ο συγγραφέας σπούδασε μουσική στο Ωδείο του Παρισιού και στη Σχολή της Σκάλας του Μιλάνου και μαθήτευσε κοντά σε σπουδαίες λυρικές τραγουδίστριες, όπως η Τζίνα Τσίνια και η Eλβίνα Ραμέλα. Την καριέρα του ξεκίνησε το 2000 ως σολίστας στο θέατρο Σάντο Φιντέλε του Μιλάνου.

Έκτοτε, πολυάριθμες είναι οι εμφανίσεις του σε θέατρα της Αμερικής και της Ευρώπης (Ισπανία, Πορτογαλία, Μεγάλη Βρετανία, Βέλγιο, Γαλλία). Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει όπερες, μιούζικαλ, ορατόρια, άριες από τα έργα όλων των μεγάλων μουσουργών (Βέρντι, Πουτσίνι, Τζιορντάνο, Μπιζέ, Tσαϊκόφσκι). Έχει ασχοληθεί με τη μελέτη της ελληνικής, ναπολιτάνικης, τουρκικής και ισπανικής μουσικής, ενώ τελευταία ερευνά την ανατολίτικη μουσική στις χώρες της Μεσογείου σε συνεργασία και με σολίστες της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Γιατί όμως ένας μουσικός ασχολήθηκε με τη συγγραφή; Τι παραπάνω είχε να προσφέρει στον Πολιτισμό, της Τήνου περισσότερο, μ’ αυτό του το βιβλίο, αφού έτσι κι αλλιώς οι Τηνιακοί πρέπει να είναι περήφανοι για το τέκνο τους; Μα να κάνει γνωστή την άγνωστη Τήνο για τους περισσότερους. Να μάθουν πως η Τήνος κρύβει πολλούς θησαυρούς ακόμη ανεξερεύνητους. Για την ιστορία, η Τήνος ήταν η τελευταία κτήση των Βενετών στην Ελλάδα. Έπεσε στα χέρια των Τούρκων πολύ αργά, το 1715. Η μέχρι τότε πρωτεύουσά της, ήταν το Εξώμβουργο, κρυμμένο στα βουνά. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι κάτοικοί της μετακόμισαν και έχτισαν τη Χώρα. Στη συνοικία της Απάνω Βρύσης κατοίκησαν οι πλούσιοι και αριστοκράτες, οι Βενετοθρεμμένοι, μορφωμένοι, «πολιτισμένοι», ενώ στη συνοικία της Κάτω Βρύσης, οι φτωχοί, ξυπόλητοι, ζητιανόγυφτοι, χωριάτες, αμόρφωτοι. Μεταξύ των δυο κόσμων υπήρχε ένα χάσμα μια αντιπάθεια και μια σιχασιά, παρά την αναγκαστική συνύπαρξη πολλές φορές, αφού το υπηρετικό προσωπικό, οι δούλες, οι παραγιοί, οι εργάτες, των Απανωβρυσιωτών, ήταν Κατωβρυσιώτες. Το κεντρικό σημείο στο βιβλίο, το κυρίαρχο, είναι το Κάστρο, όπου βρίσκεται το προγονικό σπίτι του συγγραφέα. Η Πάνω και η Κάτω Βρύση αν και έρχομαι κοντά τριάντα χρόνια, μου ήταν άγνωστες γειτονιές μέχρι που διάβασα το βιβλίο. Ο Αντώνης Συριανός αποτύπωσε στο χαρτί όλες τις ιστορίες που γνώριζε από μικρός, με την Τηνιακή διάλεκτο, θαρρείς πώς είχαν κωδικοποιηθεί στη μνήμη ή το υποσυνείδητο κι έψαχναν να βρουν διέξοδο τόσα χρόνια να βγουν στο φως. Και πώς ένας κοσμογυρισμένος μουσικός που έλειπε χρόνια στην Ιταλία και στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου δε ξέχασε λέξη από όσα άκουγε τόσα χρόνια; Τα αφηγήματα του είναι γεμάτα εικόνες, περιγραφές, μουσικές που η ανάγνωση τους, όσο προχωράς γίνεται πιο απολαυστική. Η Τηνιακή ντοπιολαλιά, η ξεχωριστή γραφή, οι ηρωίδες που είναι όλες αληθινές, μας οδηγούν μέσα στο Κάστρο της Τήνου, στα σπίτια των Καστρωμένων. Αφηγήματα ξεχωριστά, γραμμένα με την ψυχή του, που ο αναγνώστης νιώθει πως περπατά μαζί του στις γειτονιές του κάστρου. Θα βιώσει μέσα από την κλειδαρότρυπα και θα γελάσει με τις πάνω από εκατό γεροντοκόρες που ζούσαν μετά τον πόλεμο στην Απάνω Βρύση, μέχρι τα περβόλια της Βαρής και τα Σταμνάδικα. Ψηλομύτες, ξινές και άκληρες, πρώτες κουτσομπόλες που δεν άφηναν κανέναν ασχολίαστο. Γυναίκες που δεν χαλάλιζαν πουθενά την παρθενιά τους γιατί κανείς δεν ήταν άξιος να τις στεφανωθεί. Ζούσαν σε αρχοντόσπιτα αφού όλες τους ήταν πλούσιες με ρίζες από την Ιταλία και την Κωνσταντινούπολη, που μιλούσαν Τούρκικα, Τηνιακά διακοπτόμενα και Ιταλικά, που έκραζαν συνεχώς στις βεγγέρες τις γυναίκες της Κάτω Βρύσης που τις θεωρούσαν υποδεέστερες. Πρωταγωνίστρια, η «θεία Ανεστάσια», η θεία του αφηγητή, που γύρω της κινούνταν όλες οι γεροντοκόρες ως δορυφόροι. Θαρρείς πως όλα τα σπίτια του Κάστρου έπαιρναν τη φωνή της και ξυπνούσαν.

Γνώρισα μια άγνωστη Τήνο μέσα από τα αφηγήματα του και περιμένω τη στιγμή που θα επισκεφθώ να πατήσω τα χνάρια τους. Να σταθώ στα σοκάκια που γυρνούσαν, να μυρίσω τα φαγητά τους, να δω τα κεντήματα τους και ν’ ακούσω ξανά τις ιστορίες από το στόμα τους. Να γελάσω μ’ αυτές τις γυναίκες που έχουν μείνει στο χθες, αρνούμενες ν’ αποδεχτούν πως ο κόσμος αλλάζει. Στις 221 σελίδες του βιβλίου διαβάζουμε πολλές ιστορίες και χαλαρώνουμε, καλοκαίρι είναι άλλωστε, με τη Φεβρωνία, τη Στρατή τη Μπισούναινα που τη φωνάζανε και «Βαριοπούλα» και που το στόμα της το φοβόνταν «ακόμα και οι πέτρες οι σοβαντισμένες», τη Μαντάμ Ανζέλ και τα κορίτσια της, την Πηνελιώ που μιλούσε μόνο με παροιμίες, τις Κρασούδες που πάντα είχαν κρυμμένο ένα μπουκάλι κρασί, την υπηρέτρια Αρχοντία και τη «μαέστρα και αλαφροχέρα στις εκτρώσεις» Μαρσώ. Και πολλές άλλες που θα ξυπνήσουν και τις δικές σας μνήμες. Θα λυθείτε από τα γέλια με τις «μπουμπές», τις πομπές δηλαδή της μιας και αλληνής και την περιέργεια στο τι γίνεται πίσω από κάθε πόρτα. Διαβάζονται λόγια σατυρικά, αισχρά πειράγματα που έκαναν στις Κατωβρυσιώτισες. Παρά την αρχοντιά τους λοιπόν το στόμα τους πολλές φορές γινόταν οχετός τραγουδώντας γαμοτράγουδα, λογοπαίγνια και ασύδοτα καλαμπούρια. Μα, αυτές είναι γεροντοκόρες; θα σκεφτεί ο κάθε αναγνώστης. Γέλασα ιδιαίτερα στην περιγραφή του Τηνιακού καρναβαλιού, στο αφήγημα «Τα κουκουγέρατα» όπου οι γεροντοκόρες γίνονται αγνώριστες και μου θυμίζουν Αριστοφανικές μορφές. Μου άρεσαν τα ήθη και τα έθιμα του γάμου που όλες μαζί γλεντούσαν. Άλλα χρόνια, άλλα ήθη και έθιμα που θα νοσταλγήσουν οι παλιότεροι και θα μάθουν όσοι αγαπούν το νησί γι αυτό το ξεχωριστό που εμπνέει. Ακόμη διαβάζουμε ιστορίες για τη δύσκολη γεωργική και την κτηνοτροφική ζωή του νησιού, αλλά και για όλα τα καλούδια που βγάζει η Τηνιακή γη όπως κάππαρη, κρίταμο, αγριομαντιές, αβιόλες, αβρονιές και καρύδες μέσα στις λαγκαδιές και τις παραγκαριές, θαρρείς πως τα αρώματα τους χύνονται στις σελίδες του και μας μεθούν.

Εννοείται πως δε θα σας πω περισσότερα για να έχετε την περιέργεια να το διαβάσετε. Εννοείται ότι υπάρχει το γλωσσάρι γι αυτούς που δεν καταλαβαίνουν τις λέξεις. Λέξεις όπως τσάκνα, τσακνοτσούκαλα, κλέφτρες, μαζώχτρες, ξένα μπαλώματα, παρακαθίστρες, ξεβράκωτες, αγγειοχύστρες, ξομπλιάρες, φαρμακίτρες, θα σας προκαλέσουν πολύ γέλιο. Θα σας πρότεινα όμως να το συμβουλευτείτε στις πιο δύσκολες για να μη χάσετε τη μαγεία της ατμόσφαιρας των γυναικών του Κάστρου. Καλοτάξιδο Αντώνη Συριανέ το πρώτο σου βιβλίο και αναμένουμε τα επόμενα. Μας λείπουν τέτοια βιβλία την εποχή που ζούμε. Όπου η λαογραφία συναντά το φρέσκο και ταυτόχρονα γνωρίζουμε λέξεις που πολλοί ίσως έχουμε ξεχάσει ή δε χρησιμοποιούμε.

-Τα μάθατε; Τ’ς πιάσαν καβάλα, έλεγε η μία.

-Λες να τ’νε κάμαν τ’ν πράξ’; ρωτούσε η άλλη.

-Ε, δεν π’στεύω να φτάσαν δα και στ’ απροχώρητο! ακουγόταν απ’ την κουζίνα, που ’πλενε τα πιάτα, η Άννα. Λόγια μπρόλια. Εδώ, μάτια μ’, βγάζουν και το δεσπότ’ γκαστρωμένο.

-Ζαβές που ’μαστουν, μωρή Ανεστασία, εμείς! συμπλήρωνε η Μπαλαμάρκαινα. Τώρα, μάτια μ’, ούλες ελωλαθήκαν. Σαν τ’ς γάτες το κάνουν μες στ’ς δρόμ’, στα ορθά. Μοναχά εμείς εμείναμε να βαστούμε τα μπόσ’κα. Καλέ πού τα δ’κά μας τα χρόνια;