Σέβη Τηλιακού - «Βασιλικούλα μ', ρίζα μ'»

vasillik

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Ζώντας δίπλα σε Πόντιους που ήρθαν απ’ ευθείας από τον Πόντο αλλά και μ’ αυτούς που ήρθαν από τη Ρωσία, ακούγοντας τα δεινά τους και καταλαβαίνοντας τη ντοπιολαλιά τους, αυτό το μυθιστόρημα της Σέβης Τηλιακού ήταν η σφραγίδα θαρρώ,περισσότερης εκτίμησης και σεβασμού στο πρόσωπο τους. Ίσως γι’ αυτό τη συμπάθησα περισσότερο,από τότε που τη γνώρισα πριν εφτά χρόνια στη παρουσίαση του πρώτου μυθιστορήματος μου. Είχε εκδώσει το δικό της «Τα όνειρα τα πλέκεις με το βελονάκι», και βρεθήκαμε κάτω από την ίδια εκδοτική στέγη, στο Έναστρον. Ξαναβρεθήκαμε στη «Πνοή», πάλι κάτω από την ίδια ομπρέλα. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι μου έλεγε μέσα μου πώς κάτι δυνατό μας συνδέει. Και ήρθε η απόδειξη.Το νέο της βιβλίο «Βασιλικούλα μ’ ρίζα μ’».

Η μητέρα της συγγραφέως γεννήθηκε στη Τραπεζούντα, όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου. «Θα’ ταν δεν θα ’ταν πέντε χρονών όταν η οικογένειά της έφυγε από το Βατούμ κάτω από τον φόβο των ταραχών που προοιωνίζονταν τα χειρότερα για τους χριστιανούς του Πόντου.»

Όσο τα διάβαζα, θυμόμουν τον εαυτό μου να πίνω τσάι από το σαμοβάρι, που ήρθε προίκα από τη Ρωσία, τις κρύες νύχτες του χειμώνα και να ακούω ιστορίες. Όλες με αρχοντιά, πλούτη, απέραντες εκτάσεις με καλλιέργειες και μόρφωση. Θέατρα, όπερες, πιάνο, ξένες γλώσσες. Όλες αυτές τις ιστορίες τις αντάμωσα στις σελίδες του. Η συγγραφέας τις αποτύπωσε στο χαρτί, βάζοντας τη ψυχή της. Με πολύ πόνο. Το εισπράττεις διαβάζοντάς το.Πρώτα-πρώτα σε κερδίζει η ποντιακή ντοπιολαλιά που τη χρησιμοποιεί πολύ άνετα μέσα στις σελίδες του, με ερμηνεία στο κάτω μέρος, ώστε να μη δυσκολέψει. Φαίνεται ότι τη γνωρίζει. Για όσους μεγαλώσαμε μ’ αυτή τη γλώσσα, το μυθιστόρημα φεύγει ως γάργαρο νερό. Δεν τη μιλώ αλλά την καταλαβαίνω. Ένα μυθιστόρημα με ιστορικές αναφορές,που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, με όμορφες εικόνες και ποιητικές προτάσεις, που ξεπηδούν και μας καθηλώνουν.

Το βιβλίο ξεκινά από τη Τραπεζούντα του 1933, με τον Ενγκίν Μπεκίρ Ουσάκ τον ανώτερο διοικητικό αξιωματούχο της Τραπεζούντας της κυβέρνησης του Κεμάλ Ατατούρκ, που πήρε τα πλούτη των Ρωμιών, των αφορεσμένων, και τους έστειλε στον αγύριστο. Για να μας ταξιδέψει αμέσως μετά, πίσω στον χρόνο, στη Τραπεζούντα του 1882 περιγράφοντας τον τόπο, από τις χιονισμένες βουνοκορφές του Καυκάσου στις αετοράχες του Παρχάρ, φτάνοντας στη Μαύρη Θάλασσα. Ένα ταξίδι από την Αγία Πετρούπολη, την πατρίδα της ηρωίδας Όλινκα, στην Οδησσό, την Τραπεζούντα και το Βατούμ.

Χαρακτήρες ζωντανοί, δυναμικοί, με ήθος, περηφάνια και αξιοπρέπεια μας συστήνονται. Πόντιοι και Τούρκοι που μεγαλώνουν μαζί, δουλεύουν στα υποστατικά των Ελλήνων-Ποντίων και νιώθουν αδέλφια. «Τι φταίνε τάχα οι λαοί όταν οι Μεγάλοι τα μοιράζουν και φανατίζουν τους καψερούς;»Γνωρίζουμε την αρχοντική οικογένεια του Αιμίλιου Αλευρίδη και από την άλλη του Ομούτ και της Μπαντού,που στάθηκαν σαν πατέρας και μάνα στη μικρή Βασιλική. Την μάνα του, Βασιλική Αλευρίδη, τη δυναμική γιαγιά που οι εντολές της ήταν νόμος στο προσωπικό της έπαυλης. Έλληνες και Τούρκοι συνυπήρχαν με ομόνοια και αγάπη. Δυνατές προσωπικότητες που στο διάβα της ιστορίας δοκιμάστηκαν αλλά δεν έχασαν την περηφάνια και το πείσμα. Απ’ τον πατέρα του, τον Αιμίλιο Αλευρίδη, θεμελιωτή της «δυναστείας», είχε μάθει ο νεαρός τότε Σωκράτης να μην ξεχωρίζει χριστιανούς και μουσουλμάνους. «Γη ολωνών μας είναι τούτη η γη» συνήθιζε να του λέει. «Όλοι εδώ γεννηθήκαμε, εδώ θα πεθάνουμε κι εδώ θ’ αφήκουμε τα κοκαλάκια μας…». Αλλά ο γιος του Ομούτ και της Μπαντού, ο Ιλσχάν δεν μπορούσε να καταλάβει πώς «οι άνθρωποι δεν λογίζονται αδέλφια μόνο από γενιά, αίμα και Θεό», όπως του έλεγε ο πατέρας του.«Βύζαξες το ίδιο γάλα με την Βασιλική κι αυτό σας κάνει αδέλφια».

Πρωταγωνίστρια η μικρή Βασιλική Αλευρίδη, γόνος πλούσιας οικογένειας του τόπου, που πριν καλά-καλά ανοίξει τα μάτια της, έχει ήδη σημαδευτεί από μια βαριά ευθύνη που της καταλογίζεται αλλά δεν της αναλογεί.Η μητέρα της πεθαίνει στη γέννα, και ο πατέρας της τη θεωρεί υπεύθυνη, κάτι που τον οδηγεί στη φυγή. Η μακρόχρονη απουσία του πατέρα, η παραίτηση και η αδιαφορία του από το μεγάλωμά της, αντικαθιστώντας τον με τη γιαγιά Βασιλική,θα τη σημαδέψειστην παιδική της αλλά και στην εφηβική ηλικία της.

Ατίθαση, αντιδραστική,πολύ όμορφη, φτυστό αντίγραφο της μάνας της, και δυναμική, πολύ μπροστά απ’ την εποχή της, διαμόρφωσε με την έπαρση που γεννά η νιότη, τον χαρακτήρα της. Πάνω σ’ αυτό το χαρακτήρα έχτισε τα θέλω της, τις ερωτικές σχέσεις της, αλλά και τη σχέση με τους ανθρώπους που τη περιτριγύριζαν.

Παίρνει αποφάσεις για τη ζωή αλλά και για το μέλλον της εταιρείας, διαισθάνεται το 1915, τέσσερα χρόνια πριν από τη γενοκτονία του ποντιακού λαού, τη θανάσιμη απειλή που πλανάται λόγω των αναταράξεων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,των συνεχών διωγμών των χριστιανικών πληθυσμών και των κλυδωνισμών από τις πολεμικές συρράξεις στην Ευρώπη, και αποφάσισε να αναλάβει δράση.

Σε καθηλώνει ο δυναμισμός της, όπως τρέχει με το άλογο, όπως διαχειρίζεται τη περιουσία της οικογένειας, όπως μεγαλώνει τα δικά της παιδιά, όπως στέκεται δίπλα σ’ αυτούς που τη μεγάλωσαν. «Βασιλική με λένε…».Οι πληγές, το αίμα στην ψυχή της δεν την «έριξαν» στα σκοτάδια. Αντίθετα την ατσάλωσαν.

Ναι, σαν να έχω μπροστά μου τη γυναίκα την Πόντια, την αρχόντισσα, όπως το πολύ όμορφο εξώφυλλο που δημιούργησαν οι εκδόσεις Πνοή, και με καλεί να μου πει την ιστορία της. Που κουβάλησε ένα μεγάλο Πολιτισμό, σεντούκια από μνήμες και ήρθε στην διαλυμένη Ελλάδα για να της φερθούν ως Τουρκόσπορο. «Τι πας κι ανακατεύεσαι μ’ όλους αυτούς τους κουρελήδες Βασιλική μου! Έχουμε που έχουμε τα χάλια μας σαν χώρα, ήρθαν τώρα και οι τουρκόσποροι ν’ αρμέξουν ότι απόμεινε. Βουλιάξανε όλη την Ελλάδα.Τόπος δεν έμεινε απάτητος. Τι να σου κάνει και το κράτος».Με θύμωσε η ηρωίδα που ξεστόμισε αυτό το λόγο γιατί δυστυχώς αντιπροσωπεύει πάρα πολλούς συμπολίτες μας.

Με απορρόφησε, με καθήλωσε, με συγκίνησε και με δίδαξε. Γνωστοί τόποι, παράξενα συναισθήματα, πάθη, ήθη, πολιτισμός και ιστορία που δεν πρέπει να ξεχαστούν γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μήνυμα αδελφοσύνης, των δυο λαών μας δίνει η Σέβη Τηλιακού. Έτσι μεγάλωσαν και στη Μικρά Ασία και στον Πόντο. Μονιασμένοι. Οι εθνικιστές έτσι κι αλλιώς πάντα υπήρχαν και υπάρχουν και δεν πρέπει να τους δώσουμε χώρο να αναπνεύσουν.

Τι άλλο να πω γι’ αυτό το βιβλίο; Σας προκαλώ να το διαβάσετε. Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο Σέβη Τηλιακού κι ας γίνει αφορμή να ξύσουμε τις μνήμες, και να σταματήσουν επιτέλους όλοι αυτοί να πιπιλίζουν σαν καραμέλα τη λέξη «Τουρκόσπορος».

«Βασιλικούλα μ', ρίζα μ'. Έχεις βασιλικές ρίζες. Κοίτα, θυμήσου, μάθε, φύλαξε στην καρδιά σου φυλαχτό την ταυτότητά σου, το παρελθόν σου. Για να έχεις καλό μέλλον...»

«Ο Θεός δεν τους θέλει τους σκοτωμούς, γιατί τους θέλουν οι ανθρώποι;»