Σοφία Δημοπούλου - «Πώς υφαίνεται ο χρόνος»

xronosi

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Ένα ωραίο μυθιστόρημα φέρνει στα χέρια του αναγνώστη η Σοφία Δημοπούλου από τις εκδόσεις Ψυχογιός. «Πώς υφαίνεται ο χρόνος». Μια παλιά εποχή ξεπηδά από τις σελίδες του. Το παρελθόν εκτυλίσσεται από το 1894 μέχρι το 1897 και το παρόν από το 2015 ως το 2017. Πώς συνδέει η συγγραφέας το παρελθόν με το παρόν; Ποια είναι η θέση όλων των ηρώων σε αυτές τις εποχές και ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να μας δώσει μέσα στις 402 σελίδες της;

Το βιβλίο «Πώς υφαίνεται ο χρόνος» είναι ένα βιβλίο για τη γυναίκα και τον αγώνα της να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της μέσα στην Ιστορία. Μας μιλά για την αγάπη, για όλα όσα αξίζουν να κρατιούνται σταθερά στη ζωή. Για ιδανικά, αξιοπρέπεια, περηφάνια, δύναμη ψυχής. Να δούμε οι νεότερες τι τράβηξαν οι παλιότερες και πώς με τους αγώνες των πρώτων φτάσαμε στο σήμερα δείχνοντας τες ευγνωμοσύνη. Κι ας κουραζόμαστε περισσότερο έχοντας βάλει περισσότερα φορτία στη πλάτη μας. Τουλάχιστον σταθήκαμε στα πόδια μας και είμαστε ανεξάρτητες αν φυσικά το αναζητούμε και συνεχίζουμε να παλεύουμε γι’ αυτή.

Γράφει η συγγραφέας στο εισαγωγικό της σημείωμα : «Το παρελθόν επιστρέφει για να μας δείξει τα λάθη μας, να μας θυμίσει τα σωστά που έγιναν και που μας οδήγησαν να μας δώσει δύναμη και ελπίδα πως ότι ζούμε το έχουμε βιώσει και πάλι και ίσως και άλλες φορές να το βρούμε μπροστά μας»

Και είναι αλήθεια. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο βλέπουμε πώς η ιστορία επαναλαμβάνεται όταν δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Όπως στη σελίδα 139 που γράφει για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Τότε, επί Χαριλάου Τρικούπη «Α, ναι, έχουμε και ετούτον τον μπελά. Οι Ολυμπιακοί μας εξέλιπον! Δεν είμαι εναντίον, όχι, το αντίθετον μάλιστα, αλλά με τι χρήματα αδελφοί; Με τι χρήματα που τα ταμεία είναι άδεια; Πώς μας κατάντησαν έτσι, πώς;»

Ενώ στη σελίδα 331 μας διηγείται μια δυνατή νεροποντή που πλημμύρισε η Αθήνα και χάθηκαν ζωές. «Εμ, τον καιρό που κλείναν τα ποτάμια για να κάνουν πλατείες δεν σκέφτονταν τι θα συμβεί;» Ο αναγνώστης θα βρει κι άλλες παρόμοιες ιστορίες ή γεγονότα που αποδεικνύουν πώς δεν διορθώσαμε τα λάθη μας και τα ανταμώνουμε μπροστά μας . Αυτό είναι το κουσούρι μας ως λαός και δεν είναι εύκολο να λυθούν αν δεν είμαστε ενεργοί πολίτες.

Το μυθιστόρημα μας γνωρίζει την οικογένεια του Ιωάννη Αντωνόπουλου, πρωταγωνίστρια της ιστορίας, με πολύ αυστηρές ηθικές αρχές. Ένα πρότυπο της τότε κοινωνίας που δεν θα θέλαμε καθόλου να βιώσουμε. Τα κορίτσια να τρέμουν τους γονείς, περισσότερο τον πατέρα, να μην τολμούν να σηκώσουν τα μάτια πάνω του, να αποφασίζει ο πατέρας για το μέλλον των παιδιών για τον γάμο τους, ακόμη και για τα αγόρια. Ο πατέρας να προγραμματίζει γάμους περιουσιών χωρίς η γυναίκα να έχει λόγο, να μην επιτρέπει τα κορίτσια να θέλουν να σπουδάσουν και να τα απαγορεύουν. Το Αρσάκειο αρκούσε όπως πίστευαν για τα πλουσιοκόριτσα ενώ ο σκοπός της ζωής τους ήταν ένας γάμος και πολλά παιδιά. Ήταν ντροπή να δουλεύουν τα πλούσια κορίτσια ενώ η θηλυκή παρουσία ήταν απαγορευμένη στις συζητήσεις πατεράδων και γιων. Εννοείται ότι αν ο γιος αγαπούσε μια φτωχή κοπέλα κατώτερης τάξης όπως την Ανθή Γεραμάκη μπορεί και να την αφάνιζαν από προσώπου γης αν δεν την ενέκρινε ο πατέρας αφέντης.

Διαβάζουμε και ζούμε μαζί τους μια Αθήνα τελείως ξένη σε μας αλλά τόσο νοσταλγική. Μας γνωρίζει τον τροχιόδρομο, τον κωλοσούρτη, όπως τον έλεγαν που ένωνε την Αθήνα με το Φάληρο, μας μεταφέρει το κλίμα στο καφενείο του Ζαχαράτου όπου γινόταν οι μεγάλες πολιτικές αντιπαραθέσεις, για τα εμπορικά της Ερμού, για τις άπορες κορασίδες της βασίλισσας και άλλα πολλά. Από την άλλη ανταμώνουμε την οικογένεια Λασκαρίδη που είναι μια προοδευτική οικογένεια, που επιτρέπουν τη κόρη τους να γίνει ζωγράφος, βλέπουμε στα σαλόνια της την παρουσία της Παρρέν , της γυναίκας που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των γυναικών. Όμως ποια θα μπορούσε να την ακολουθήσει; Τα ήθη της εποχής έβαζαν δυνατούς φραγμούς. Μαθαίνουμε πώς τα κορίτσια που ήθελαν να σπουδάσουν πήγαιναν στον βασιλιά για να επιτρέψει την είσοδο τους στις σχολές . Κι αν αρνιόταν μπορεί να έφταναν στην αυτοκτονία. Αναφέρεται πραγματικό περιστατικό μέσα στο βιβλίο. Τραγικοί ήρωες, τραγικά περιστατικά ξεπηδούν από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Γνωρίζουμε τον καταραμένο ποιητή Περικλή Γιαννόπουλο, τον Εμμανουήλ Ροΐδη ενώ τα ονόματα του των Δεληγιάννη και Χαρίλαου Τρικούπη αναφέρονται συχνά για να δώσουν το στίγμα της εποχής.

«Πώς υφαίνεται ο χρόνος μάνα; Πώς προχωρά η ζωή στημόνι-υφάδι, πόντο με τον πόντο»

Και ερχόμαστε στο σήμερα όπου γνωρίζουμε την Νανά, την σύγχρονη Ελληνίδα γυναίκα που ζει διχασμένη ανάμεσα στην καριέρα και την «υποχρέωση» που της έχει επιβάλει η κοινωνία να είναι ικανή μάνα και σύντροφος. Που φοβάται τις επιλογές της, που υποχρεώνεται να υπηρετεί την εικόνα της, αγχωμένη παθαίνοντας κρίσεις πανικού. Στο πρόσωπο της καθρεφτιζόμαστε οι περισσότερες γυναίκες. Που αγωνιζόμαστε με νύχια και με δόντια να ξεπεράσουμε τα εμπόδια. Κι όταν τα καταφέρνουμε νιώθουμε πώς πετούμε στα σύννεφα. Η Νανά θα μπορούσε να είναι όμως και μια συγγραφέας που μέσα από ένα παλιό χειρόγραφο ανακαλύπτει την ιστορία της οικογένειας της. Ότι είναι απόγονος της Ανθής Γεραμάκη και προσπαθεί να λύσει το κουβάρι της ζωής της. Ψάχνει συνεχώς στοιχεία, προσπαθεί να διεισδύσει στη ψυχή της γιαγιάς της και να μεταμορφώνεται. Κι όσο ψάχνει τόσο περισσότερο πανικοβάλλεται. Μήπως υπάρχει κάποιο εμπόδιο ώστε να την αποτρέψει να χαρεί κι αυτή τη μητρότητα;

Στην αρχή κάθε κεφαλαίου ο αναγνώστης θα διαβάσει αποσπάσματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Καζαντζάκη, του Τρούμαν Καπότε, του Sammuel Beckett, του Βρεττάκου, του Μαλακάση από τα βιβλία τους που είναι συνδεδεμένα με το βιβλίο. Η γραφή, οι εικόνες, τα πρόσωπα θα σας «αναγκάσουν» να το τελειώσετε πολύ σύντομα. Κάποιους ήρωες της δεν θα θέλετε ποτέ να τους ανταμώσετε, άλλους θα τους συμπονέσετε, άλλους θα τους λυπηθείτε για την αδυναμία τους . Στο τέλος θα νιώσετε μέσα από τις σελίδες του πώς κάνατε το δικό σας υφαντό. Διαβάζοντας θα το υφάνετε και θα λυτρωθείτε. Ίσως να βρείτε την ελπίδα, να ονειρευτείτε ή να βρείτε τις δικές σας λύσεις που ίσως δεν μπήκατε στην διαδικασία μέχρι σήμερα.

«Ο χρόνος υφαίνεται με λάθη, με πάθη, με αγώνα, με διαψεύσεις, με οράματα, κάποτε με απελπισία, άλλοτε με ελπίδα και πίστη. Κάποιες φορές με αίμα και δάκρυα. Όλα μαζί υφαίνουν τον κρουστό ιστό της άχρονης ζωής μας».

Κάπως έτσι γράφονται τα βιβλία . Ένα παλιό χειρόγραφο που μπορεί να ξεκλειδώσει σεντούκια απόρθητα, να ανοίξει μια έρευνα που μπορεί να κρατήσει χρόνια. Και στο βιβλίο της, η Σοφία Δημοπούλου φαίνεται πώς ερεύνησε χρόνια για να γράψει τη λέξη ΤΕΛΟΣ. Δεν δίνω άλλες λεπτομέρειες για την υπόθεση της ιστορίας. Μιας μυθοπλασίας που δεν απέχει από τη πραγματικότητα. Προτίμησα να δώσω ψήγματα από τις σελίδες του. Για να σας προκαλέσω να ταξιδέψετε μόνοι σας σε μια άλλη εποχή. Καλοτάξιδο να είναι!