Κώστας Κουτρουμπάκης - Ο Μαραγκός και άλλα διηγήματα

maragkos

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Και ταπεινός σα μαραγκός , στην άκρη των ωρών…. Γιάννης Ρίτσος (Τρακτέρ)

Μ’ αυτό το στίχο του Γιάννη Ρίτσου ξεκινά το εκδοτικό ταξίδι του. Ένα μικρό λογοτεχνικό διαμαντάκι θα το χαρακτήριζα. Και γι αυτό το βαθμολογώ με 5 αστέρια. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει μέσα σε ένα βιβλίο πλούσια πλοκή, να είναι τεκμηριωμένο, να είναι γρήγορο και να σε συναρπάζει. Μπορεί όμως να σε ταξιδεύει με το πλούτο που κρύβει μέσα του. Την ηρεμία που προσφέρει….

Οι περισσότεροι αναγνώστες έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε βιβλία πάνω από 300 σελίδες. Νομίζουμε ότι όσο πιο χοντρό είναι το βιβλίο αξίζει τα χρήματα που δίνουμε ή ότι έχει περισσότερη δράση, συγκίνηση και πλοκή αφού οι ήρωες είναι πολλοί. Χωρίς να παίρνουμε υπόψη μας ότι μπορεί να κάνει «κοιλιά» αν ο συγγραφέας δεν είναι έμπειρος. Χωρίς φυσικά να έχω πρόθεση να τα απορρίψω. Αυτές τις μέρες έπιασα στα χέρια μου το πρώτο βιβλίο του Κώστα Κουτρουμπάκη «Ο Μαραγκός και άλλα διηγήματα» από τις Εκδόσεις Ενύπνιο. Σκέφτηκα ότι τις 59 σελίδες του θα τις διαβάσω σε μια ώρα. Λάθεψα. Το διάβασα πάνω από τρεις φορές. Το απόλαυσα. Ο πλούτος των λέξεων, τα μικρά σε έκταση διηγήματα, η μουσικότητα που υπάρχει σε κάθε φράση και όλη η ουσία βρισκόταν σ’ αυτές τις σελίδες. Λέξεις άγνωστες αντάμωσα. Ως κιθαριστής, ο ίδιος ξέρει να λειαίνει τις λέξεις, να τις γεμίζει αρώματα και να τις κάνει βελούδινες ώστε να απαλύνουν τη καρδιά. Επεξεργάζεται με μεγάλη λεπτομέρεια και υπομονή κάθε λέξη. Με παραξένεψε αλήθεια ο τίτλος, μα διαβάζοντας το, διαπίστωσα ότι ξέρει να χειρίζεται σωστά όλα τα σύνεργα του μαραγκού, στην ώρα τους και να φέρει ένα κομψοτέχνημα. Όπως ο μαραγκός λοιπόν χρησιμοποιεί τα εργαλεία του, έτσι και ο Κουτρουμπάκης αγγίζει τις λέξεις και τις κάνει έργο τέχνης. Στη προκειμένη, στα μάτια του αναγνώστη ένα άριστο βιβλίο. Είναι και φιλόλογος αλλά και αρθρογράφος που η δεύτερη του ιδιότητα δικαιολογεί την οικονομία των λέξεων. Ξέρει να ζυγίζει το κάθε τι που θα φέρει τη τέρψη από τη μια αλλά και τη μη μακρηγορία από την άλλη. Μας μαθαίνει πώς ένα βιβλίο πρέπει να μας δίνει την ουσία του πράγματος. Ελπίζω ότι θα συνεχίσει έτσι και στις επόμενες εκδοτικές του απόπειρες.

Κάθε φράση του είναι διανθισμένη με εικόνες ώστε ο αναγνώστης σκύβει με τη δέουσα προσοχή και τις «ρουφά». Σε οδηγεί να ζήσεις στη νήσο Αμμουλιανή, τη γη πατρώα , που κείται πάμμικρη, ίδιο κοχλίδι, μες στη παλάμη του Σιγγιτικού. Να ακούσεις τις ιδιόμελες φωνές, που έρχονται ως σειρήνες των παιδικών του χρόνων, να αφουγκραστείς την ταλάντωση των έξι χορδών αντιφέγγισε πάνω στο καπάκι της κι έγινε του έπιπλου το φάτνωμα ηχείο, βρεφικός ενισχυτής. Να χαθείς στα μάτια της τα καρσί και να αγγίξεις τα ακροδάχτυλα που έκλωθε μες στα δικά του. Να ανηφορίσεις και να μυρίσεις το γιασεμί το ασύδοτο. Να ακούσεις τη λέξη αγαπολατρεύω και να τη κάνεις κτήμα σου. Να δεις το βλέμμα ως νεκροστάσιο ή στραφταλιστό σε κάποια άλλη σελίδα.

Γλωσσοπλάστη θα τον χαρακτήριζα και θα με δικαιολογήσετε μόλις το διαβάσετε. Μέσα σε μια-δυο σελίδες κάθε διηγήματος μας διηγείται ένα όνειρο ή μια ανάμνηση από το παρελθόν. Σίγουρα δεν μπορείς να τα διαβάσεις επιφανειακά ή να το αφήσεις στο ράφι της βιβλιοθήκης σου έτσι απλά. Θα ανατρέξεις ξανά στις σελίδες του για να θυμηθείς ή να αναφέρεις κάποια λέξη σε ένα φίλο σου για να τον πείσεις να το διαβάσει κι εκείνος. Παράγει λέξεις όπως παράγει τις μουσικές. Οι λέξεις γίνονται νότες και η ανάσα σου γίνεται πιο μελωδική. Διαβάζοντας το, διακρίνεις την αφαίρεση στο λόγο του κρατώντας το ζουμί της έννοιας. Πετά τα περιττά και κρατά την αξία της σκέψης, της μνήμης, του ονείρου που κρατά λίγα λεπτά.

Δεκαέξι στον αριθμό είναι τα όνειρα του που μετουσιώθηκαν σε διηγήματα. Μας μιλά για τη μνήμη, που άλλοτε τη χάνεις και άλλοτε πρέπει να τη διατηρήσεις γιατί πρέπει να πάρεις το μήνυμα της, για τα συναισθήματα που δίνονται απλόχερα φορτισμένα μέσα από τις 59 σελίδες του , για τις αισθήσεις που όλες είναι σε εγρήγορση. Ακόμη η νοερή ή πραγματική συνομιλία με συγγενικά πρόσωπα που έχουν το καθένα ξεχωριστά το ρόλο τους σε τούτο το ταξίδι .

Από όλα τα διηγήματα μου άρεσαν οι «Πλεξούδες» και το «Έμπεδο» χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τα άλλα. Αντίθετα. Αυτά τα δυο διηγήματα είναι το κλικ που βλέπει ο κάθε αναγνώστης ως ξεχωριστό. Στο «Έμπεδο» αρχίζει με το πρώτο άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. «Οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι με ίσα δικαιώματα». Αναρωτήθηκα διαβάζοντας το. Πόσο ελεύθεροι ήταν και είναι οι άνθρωποι από τότε γράφτηκε αυτό το άρθρο στο διάβα της Ιστορίας; Πόσο απέχουν αλήθεια τα άρθρα από τη πραγματικότητα;

Τι να πρωτογράψεις για ένα τόσο μικρό βιβλίο. Μόνο τις λεκτικές πινελιές του ήθελα να αναφέρω και μερικές προτάσεις ακόμη που μου άρεσαν πάρα πολύ όπως τις παρακάτω:

«Πλεξούδες οι ζωές μας, η μια μες στην άλλη, η δική μου η δική του ίσως κι ολονών στενά Χώρας νησιωτικής χρώματα κι αρώματα αξεδιάλυτα».

«Μύριες εικόνες μουρμούρισε η μνήμη»

«Άφεγγα ήτανε-το ρολόι αλάλητο, οι δείχτες μόνο σπίθιζαν ώρες»

Καλοτάξιδο το βιβλίο σου Κώστα Κουτρουμπάκη….. Κι αν είναι πιο μεγάλο το επόμενο βιβλίο σου, γνωρίζω ότι οι λέξεις και οι μουσικές θα το πλημμυρίζουν χάρη της μαεστρίας που κρύβεις μέσα σου.