Γεωργακοπούλου Ρούλα – Δέντρα, πολλά δέντρα

georgakopoulou dentra

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Διαβάζοντας  το πρώτο βιβλίο της Ρούλας Γεωργακοπούλου  από τις εκδόσεις Πόλις αντίκρισα μια ξεχωριστή γραφή  από όσα έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Μέσα σε 74 σελίδες η συγγραφέας κατάφερε  να κλείσει συναισθήματα και σκέψεις που θα μπορούσαν να γραφούν  άνετα σε πολύ περισσότερες ώστε να γίνει ένα «χορταστικό μυθιστόρημα» όπως οι περισσότεροι αναγνώστες έχουμε συνηθίσει. Το κατάφερε γιατί έχει τη  Τέχνη της  αφαίρεσης  λέξεων ώστε να δώσει αυτό το αποτέλεσμα. Σαν να αφαιρεί τα πολλαπλά πέπλα για να φτάσει στο απέριττο. Το αποτέλεσμα; Μια κατάδυση στα εσώτερα της ψυχής , ένα ανακάτεμα συναισθημάτων, δοσμένο με χιούμορ, αυτοσαρκασμό, τρυφερότητα και πόνο μιλώντας με  τη μητέρα της που δεν παίρνει  φυσικά απόκριση αφού έχει άνοια. Αρκετές φορές το διάβασα για να μπω στη σκέψη της.

Μια οικογένεια στην Καλαμάτα, αστική, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα∙ μάνα, πατέρας, τρία κορίτσια, τα δύο δίδυμα. Ο πατέρας γιατρός, η μάνα κόρη του ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου βιβλιοπωλείου και πρακτορείου εφημερίδων της πόλης. Καμάρι η ιδιότητα του γιατρού. Καημός των γονιών που μόνον η μία από τις τρεις κόρες, ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα. Μιλά για τις αδελφές της «η αδελφή μου που θα γίνει γιατρός ή που έγινε γιατρός» και «η άλλη που δεν έγινε ή που δεν θα γινόταν γιατρός». Για τη σχέση της με τους γονείς της, για το πώς έβλεπαν ή τη συμπεριφερόταν οι άλλοι που δεν κατάφερε να σπουδάσει αυτό που ήθελαν οι άλλοι.

Διαβάζοντας το, ξύπνησαν μέσα μου οι δικές μου μνήμες από την απώλεια της δικής μου μητέρας. Ξετύλιξα το δικό μου κουβάρι αναμνήσεων μόνο που η συγγραφέας κατάφερε να βάλει τα συναισθήματα πολύ πιο όμορφα στο χαρτί βλέποντας το πρόσωπο της να αναδιπλώνεται και να ζει περισσότερο χρόνο. Ανακαλύπτει τη μητέρα της μέσα από τις φωτογραφίες που τις ανακατεύει. Ανακαλύπτει τον εαυτό της μέσα από τη μητέρα της, βλέπει τη  μητέρα της να χαμογελά πιο όμορφα από τη Λάσκαρη, τη θυμάται που χόρευε πάντα πιο όμορφα από όλους, την ονειρεύεται, την αγαπά και ονειρεύεται μαζί της.

Η συγγραφέας «παίζει»  με τις λέξεις να ξορκίσει το κακό, δηλαδή τον θάνατο της μητέρας της; Θέλει να τακτοποιήσει λογαριασμούς; Θέλει να λυτρωθεί και μέσα από τον θάνατο της μητέρας της να ξαναγεννηθεί;  Ή το βιβλίο έδρασε ως ψυχοθεραπεία για να κλείσει το κεφάλαιο μάνα πιο απαλά και όχι βασανιστικά; Τα κατάφερε μέσα από αυτό το ποτάμι λέξεων που βγήκε ως λάβα από τη ψυχή της  να εκφράσει τα παράπονα ή την αγάπη της στο πρόσωπο της μητέρας της;  Ναι, τα κατάφερε άριστα. Μου άρεσε η γραφή της και τη ζήλεψα. Πολλές φορές πιστεύω ότι δεν χρειάζεται οι συγγραφείς να  δίνουν απλόχερα  τα συναισθήματα στους αναγνώστες αλλά να τους οδηγούν στο μονοπάτι που θα ανακαλύψουν μόνοι τους τον προβληματισμό.   Έχοντας τη πείρα από τη συγγραφή θεατρικών έργων αλλά και άρθρων μπόρεσε να κάνει την οικονομία που ήθελε. Θα μπορούσε άνετα  η συγγραφέας να «απλωθεί» αφού ο θάνατος της μητέρας είναι μια αφορμή να ξεσπάσει ή να δει τη ζωή σου ως ταινία. Κι όμως, κατάφερε να μη πέσει σε μια παγίδα.

Λένε ότι οι κόρες έχουμε περισσότερη αγάπη στους πατεράδες μας, υπάρχει αυτό το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ακλόνητο. Μα η συγγραφέας σαν να μας ρίχνει τον μύθο και να μας δένει με τη μητέρα. Δεν ξέρω αν είναι ανταγωνιστική η σχέση με τη μάνα ή οι κόρες βγάζουμε στην επιφάνεια καταπιεσμένα συναισθήματα. Αν αυτή η πρόταση που λέει η συγγραφέας «Θέλεις να γίνω η μαμά σου;» είναι κάτι πιο δυνατό που πρέπει όλες να σκεφτούμε;   Γιατί όσο υπάρχουν μάνες και κόρες θα υπάρχουν τα αιώνια ερωτήματα. Σίγουρα η κάθε αναγνώστρια θα βγάλει το δικό της συμπέρασμα από τη δική της οπτική. Ένα είναι το σίγουρο. Ότι σε όλες θα αρέσει. Έχει το κάτι ξεχωριστό που θα αγγίξει τη ψυχή της κάθε μιας .

Το βιβλίο «Δέντρα πολλά δέντρα» θέλει μια αφοσιωμένη και απαιτητική  ανάγνωση  για να το κατανοήσεις.  Σίγουρα θα το ξαναδιαβάσω. Καλοτάξιδο να είναι…..