Γάλα μαγνησίας

Γάλα μαγνησίας

galamagnisias

Μόλις το έπιασα στα χέρια μου κοίταξα το εξώφυλλο που μου θύμισε μια Παιδούπολη τα χρόνια του εμφυλίου. Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο, διαπιστώνω  πώς το εκκλησιαστικό οικοτροφείο του Βόλου, είναι ο χώρος όπου διαδραματίζεται η ιστορία του βιβλίου. Σκέφτηκα πώς δεν «έπεσα» πολύ έξω. Διαβάζοντας, μου άρεσε η γραφή του, οι εικόνες του και δεν ήθελα να το αποχωριστώ.

Μας συστήνει μια παρέα εφήβων με όλες τις ανησυχίες, τους έρωτες, και τα όνειρα. Ανήκω στην ίδια γενιά με τον συγγραφέα ή τον αφηγητή, με τα ίδια μουσικά ακούσματα, τις ίδιες πολιτικές ανησυχίες και ήταν οι αναμνήσεις ένας βασικός λόγος να μου αρέσει περισσότερο. Με τη διαφορά ότι οι ήρωες ζουν σε ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο. Τα θέλω πνιγόταν και τα πρέπει ήταν μόνιμα στα στόματα των υπεύθυνων του οικοτροφείου. Όχι ότι διέφερε και πολύ η διαπαιδαγώγηση με τα παιδιά που ήμασταν έξω από αυτά. Και όλα αυτά είναι μνήμες με ανεξίτηλο μελάνι.

Μνήμες που τα σημερινά παιδιά ούτε καν μπορούν να φανταστούν. Δεν ξέρω αλήθεια πώς θα τα φαντάζονται όταν θα τα διαβάζουν όλα τούτα. Αλάνες για παιχνίδι, ντίσκο, διασκέδαση με την οικογένεια, φόβος προς τους γονείς και τους δασκάλους. Πρωτοφανή συμβάντα για τη γενιά τους όσο κι αν τα έχουν διηγηθεί οι γονείς τους. Ζήσαμε και τα υποχρεωτικά κατηχητικά, το τράβηγμα του αυτιού και πολλά άλλα αντιπαιδαγωγικά τερτίπια της εποχής. Δύσκολες εποχές εκείνα τα χρόνια μετά την δικτατορία που τα πράγματα δεν είχαν καθαρίσει.

Δημοκρατία υπήρχε αλλά δεν υπήρχε. Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, νέος εφιάλτης το σφυροδρέπανο και ο κομμουνισμός κι άλλα πολλά που χαρακτηρίζουν εκείνη τη σκοτεινή εποχή. Το bulling υπήρχε αλλά ποιος τολμούσε να μιλήσει. Δεν είχε εφευρεθεί ακόμη ο όρος αλλά τον νιώθαμε στο πετσί μας. Στο βιβλίο γνωρίζουμε  τον Βαγγελάκη, που γίνεται θύμα bulling. Ο λόγος, η θρησκεία. Από τους καθηγητές και τους μαθητές δεχόταν ασύστολα τη βία.

Ο μόνος που τον συμπαραστεκόταν ήταν ο πρωταγωνιστής που του έλεγε πώς «δεν θα το βάζουμε κάτω, πρέπει να είμαστε δυνατοί σε όλα». Τον συμπάθησα πολύ αυτόν τον ήρωα. Τον πλησίασε, τον στήριξε σε όλη τη πορεία του. Σε ένα χώρο της εκκλησίας όπου υποτίθεται ότι όλοι είναι  παιδιά του Θεού, οι άνθρωποι της, έβαζαν συνεχώς τον Βαγγέλη στο περιθώριο. Και του έριχναν ευθύνες και τιμωρίες γι αυτό ακριβώς το λόγο.

Πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό θα το αγαπήσουν πολλοί αναγνώστες που βίωσαν εκείνη την εποχή. Θα θυμηθούν και θα κάνουν την αυτοκριτική τους. Για τους νεότερους θα είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουν μια άλλη εποχή η οποία έχει χαθεί. Όμως κι αν ακόμη τους φανεί ξένα, κι αν ακόμη γελάσουν μ΄ αυτά που συνέβησαν στη προηγούμενη γενιά,  θα γοητευτούν από τη γλώσσα γραφής του συγγραφέα. Ο Κώστας Ακρίβος ξέρει να αποτυπώνει με μια νοσταλγική νότα όλα εκείνα τα γεγονότα. Ξέρει πώς να βγει από το σκοτάδι στο φως αλλά και να μας οδηγήσει κι εμάς μέσα από τις μνήμες, στο μονοπάτι της αυτογνωσίας και του προβληματισμού. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός του βιβλίου.  

«Όμως δεν ήμουν μόνο εγώ ο φταίχτης, ήταν κι αυτοί υπεύθυνοι. Θα μπορούσαν να με αγνοήσουν». Κάνοντας την ευθύνη πρωταγωνίστρια σε όλο το βιβλίο. Γιατί φοβόμαστε να παίρνουμε την ευθύνη; Πότε θα μάθουμε να παίρνουμε την ευθύνη που μας αναλογεί;

Καλοτάξιδο να είναι το «Γάλα Μαγνησίας» κι ας γίνουν οι μνήμες μας το μονοπάτι για την αυτοβελτίωση μας.

Δημοσιεύθηκε στο bookia