Σε όσους αναγνώστες αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα , πιστεύω ότι το βιβλίο της Ελευθερίας Χατζοπούλου θα τους αγγίξει και θα τους συγκινήσει. Δεν είναι λίγες οι φορές που στη διάρκεια της ανάγνωσης φορτίστηκα συναισθηματικά. Γιατί; Ξετυλίγει την ιστορία μιας άγνωστης λογοτεχνικά Θράκης, επηρεασμένη από τις αφηγήσεις των γιαγιάδων της και των άλλων μεγαλύτερων γυναικών της πατρίδας της και τις έβαλε έντεχνα στο στόμα των ηρωίδων της. Η Σουμέλα η Πόντια, και η Βερονίκη η Αρμένισσα, κουβάλησαν το προσωπικό τους δράμα και το φορτίο της γενοκτονίας των συμπατριωτών τους στις αποσκευές τους.
Η Γιασεμή, η Θρακιώτισσα, από την άλλη, έφτασε στη Σαλονίκη έχοντας στα σπλάχνα της τον καρπό του βιασμού της από έναν Τούρκο. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος αφήνουν καινούργια οδυνηρά σημάδια στη ζωή της Γιασεμής, ξυπνούν όμως και τις τύψεις της για μυστικά που ποτέ δεν ξεστόμισε. Θα αφήσει τη ζωή να κινήσει τα νήματα ερήμην της ή θα καταφέρει να την αλλάξει; Τι θα συμβεί όταν, έπειτα από χρόνια, αποφασίσει να βγάλει από τα ντουλάπια της ψυχής της σκελετούς και τους δαίμονες; Ένα ταξίδι γεμάτο τραύματα και μυστικά, αγάπες, έρωτες και απουσίες, συναντήσεις που καθορίζονται από την Ιστορία και τη μοίρα. Ένα μυθιστόρημα όπου τα γεγονότα και οι καταστάσεις ανατρέπουν τις ζωές των ηρώων, δημιουργούν όμως ευκαιρίες και διεξόδους για να βγουν από τη δίνη όπου τους έριξαν. Αυτά γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Για μένα είναι αιματοβαμμένο ποδαρικό που συνεχίζεται για πολλά χρόνια.
Είναι το πρώτο της βιβλίο μα φαίνεται ξεκάθαρα ότι γράφτηκε από καρδιάς. Περιέχει μέσα του όλα τα βαθιά της συναισθήματα, ιστορικά στοιχεία που αναφέρονται στη βαθιά ιστορία αιώνων της άγνωστης Θράκης μα και η σοφία των γιαγιάδων που η κάθε μια είναι ένα ηχηρό μήνυμα για τους νεότερους. Μας ταρακουνά, μας προβληματίζει, μας συγκινεί. Ένα λογοτεχνικό έργο 535 σελίδων που η Ιστορία της Θράκης και του ξεριζωμού της έρχεται για να σου πει ότι η ιστορική μνήμη είναι το πιο ισχυρό όπλο για το μέλλον. Να προχωρήσουμε μπροστά πατώντας σε γερές βάσεις κρατώντας την αξιοπρέπεια μας ψηλά! Δυο φορές ξεριζωμός για το λαό της Θράκης.
Δυο φορές τους έδιωξαν από την αγαπημένη τους Αντριανού, την Αδριανούπολη, που οι συνθήκες των μεγάλων δεν λογάριασαν τις ανθρώπινες ψυχές. Εδώ η συγγραφέας αγκαλιάζει τους λαούς και δίνει το μήνυμα ότι δεν φταίνε οι λαοί για τα λάθη των μεγάλων. Γράφει στη σελίδα 21 «Δεν φταίει ο Τούρκος Κωνσταντή μ’, οι μεγάλοι φταίν’ αυτοί που βάνουν κάτω χαρτιά και χάρτες και χωρίζουν τον κόσμο καταπώς ορέγονται. Μόν που ο κόσμος δεν είναι χάρτες Κωνσταντή μ’, ο κόσμος είναι ανθρώποι, ψυχές, σπίτια, χωριά, μπαξέδες..Πώς τραβάτε μια γραμμή μπρε και διατάζετε από δω οι Τούρκοι και από δω οι Έλληνες. Και οι ανθρώποι, τι είναι οι ανθρώποι, γραμμές και βούλες στα τεφτέρια σας;» Μας πάει νοερά μέχρι τα Αμελέ ταμπουρού, τα στρατόπεδα εργασίας όπου άφησαν πολλοί τα κορμιά τους. Με κοφτερές λέξεις μας περιγράφει τους άγριους τόπους ώστε να μεταφερθούμε νοερά. «Σε μια ξένη γη εκεί όπου φυτρώνουν βράχια, κοτρόνια κι αγκάθια, εκεί που το καλοκαίρι σε ψένει ο ήλιος και το χειμώνα σε θερίζει ο αγέρας και η παγωνιά». Μας μιλά για τη συνθήκη των Σερβών, για τον Βενιζέλο που δεν τον άφησαν οι παλιοελλαδίτες να δράσει όπως ήξερε και τους έφεραν τον βασιλιά για να τους κατσικωθεί στο σβέρκο. Τον θρόνο ήθελε και δεν τον ένοιαζε η Θράκη. Και μετά στη σελίδα 97 μας λέει για τη προσφυγιά. Δεν είναι φυσικά η πρώτη συγγραφέας που μιλά για τη προσφυγιά μα μου άρεσε πώς το έγραψε. «Τα είδαν δα και τα χαΐρια των συμμάχων τόσα χρόνια. Τη μια τους πέταγαν από δω, την άλλη τους έριχναν από κει, καταπώς φυσούσε ο άνεμος, καταπώς τους υπαγόρευαν τα συμφέροντα τους. Καρφί δεν τους καιγόταν για τους Θρακιώτες. Μια μπάλα τους κατάντησαν.
Μια μπάλα που πότε της έδιναν μια κλοτσιά και την έστελναν στη μια πλευρά του Έβρου και πότε στην άλλη. Για να παίξουν αυτοί τα παιχνίδια τους, κοντά δέκα χρόνια τώρα , οι Θρακιώτες βρίσκονταν στους πέντε δρόμους.» Βλέπουμε το φευγιό των ανδρών στο πόλεμο ,αλλά και τις γυναίκες Θρακιώτισσες, τις καθημερινές ηρωίδες, που ούτε γι αυτές χύθηκε αρκετό μελάνι, την ιστορία τη γράφουν οι άντρες, που παρά το πόνο τους, σφίγγουν τη γροθιά και λένε πώς «Με τα κλάματα και τα λιβάνια ο τέντζερης δεν γεμίζει». Η ζωή συνεχίζεται. Δεν μπορείς να προχωρήσεις με μοιρολόγια τη ζωή μα μόνο με αγώνα. Το ελάχιστο που μπορεί να κάνει η καθεμιά για τη πατρίδα και τη λευτεριά της. «Μα ο άνθρωπος είναι θεριό όσο είναι ζωντανός παλεύει, αγωνίζεται και επιβιώνει.» Μέσα στο πόνο και τα βάσανα που τράβηξε ο λαός μας από πολλά στόματα βγήκε η φράση «Μα πού είναι ο Θεός;» Από το στόμα της Γιασεμής, της Σουμέλας και της γιαγιάς Ασημίνας βγήκαν πικρά λόγια μα μιλούσε το παράπονο. Δεν τις κατέκρινα. Όταν η απογοήτευση σε πλημμυρίζει και προχωράς στο άγνωστο σου φαίνεται «πώς ο Θεός έχει ένα καλό μάτι κι ένα καλό αυτί. Αλλιώς γω δεν μπορώ να εξηγήσω πως δεν βλέπει και δεν ακούει την δυστυχία μας, την αδικία και τα παρακάλια μας.» Ενώ από το στόμα και τη ψυχή της Σουμέλας , στη σελ 148 διαβάζουμε «Γολγοθά αδιάβατο. Και ο σταυρός μας χίλιες φορές βαρύτερος από αυτόν του Χριστού. Χίλιες φορές μας σταύρωσαν και ακόμη μας σταυρώνουν» Εκείνος σταυρώθηκε μια φορά για μας κι εμείς χρόνια ολόκληρα για Κείνον, για τον Πόντο, για τα ιερά και τα όσια μας» Τέτοιες ώρες θέλεις το Θεό δικό σου, να νοιάζεται μόνο για σένα, να σε κρατήσει το χέρι. Μπορεί να είναι εγωιστικό μα τέτοια παθήματα έχουν τραβήξει στην ιστορία πολλοί λαοί σαν τον Ελληνικό; Ενώ στη σελίδα 440 μιλά αποφασιστικά « Άσε τον Θεό έξω από την κουβέντα μας μπάρμπα όπως έμεινε κι εκείνος έξω από τις ζωές μας χρόνια τώρα.»
Συνεχίζει η πορεία αυτού του λαού πού, από πουθενά δεν έχει βοήθεια και δέχεται απανωτά χτυπήματα στη ψυχή και το κορμί του. Ποτίζεται με αίμα. Τελείωνε ο ένας πόλεμος, μέχρι να ορθοποδήσουμε ερχόταν ο άλλος. Πολλές προσφυγιές και διχόνοιες, Εμφύλιοι, δικτατορίες, εξορίες. Γράφει στη σελίδα 143 «Άρπαξαν τις ζωές μας. Γιατί; Γιατί αρνηθήκαμε να ξεχάσουμε την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας και κυρίως τη πίστη μας. Ανθρώπους δίχως μνήμη ήθελαν να μας κάνουν αλλά τέτοιοι είναι μόνο οι νεκροί, όχι όμως οι δικοί μας νεκροί, αυτοί έχουν μνήμη. Οφείλουμε να κρατήσουμε ζωντανή στη μνήμη μας τη δική τους. Εμείς και η Ιστορία….». Εκτός όμως τα ιστορικά στοιχεία που οι πηγές αναφέρονται στην ενδεικτική βιβλιογραφία υπάρχουν και φιλοσοφημένες αλήθειες που ακούγονται από τη γιαγιά Ασημίνα και Σεβαστή που πολύ θα ήθελα να τις έχω δίπλα μου να τις ακούω. Το βιβλίο περιγράφει πολύ όμορφα τη καθημερινή ζωή των κατοίκων, μας θυμίζει ότι κάποτε Κρέας ετρώγαμ’ του Χριστού που σφάζαμε το γουρούν’, ότι Ο έρωτας είναι πάνω από όλα και όλους, ότι η αγάπη εξαγνίζει τα πάντα, λευτερώνει αλλά μας δείχνει με εικόνες που σε οργίζουν τη θέση της γυναίκας εκείνα τα χρόνια. Τον εξευτελισμό της, την αμορφωσιά που τη καταδίκασαν να ζει στο σκοτάδι. Συν το ξύλο που έτρωγε από τον άντρα-αφέντη. Σελ.268 «Τα θηλυκά δάσκαλε είναι για σπίτ’ και για παιδιά. Δεν είναι για γράμματα» Κι απαντά ο δάσκαλος «Οι λαοί που μεριμνούν για τη μόρφωση των παιδιών τους, μεριμνούν για ένα καλύτερο αύριο, για μια καλύτερη ζωή. Μόνο αν αλλάξουμε μυαλά θα πάμε την ζωή μας μπροστά, θα την κάνουμε καλύτερη» Μα ποιος τον άκουγε τον δάσκαλο. Αφού και οι άντρες πήγαιναν να τους διαβάσει γράμμα. Κι αυτοί αγράμματοι ήταν. Τους κορόιδευε ο έμπορος με τα καπνά μα που τότε χρόνος για σχολειά. Η γη ήθελε χέρια.
Και ήρθε η Μακρόνησος, οι δηλώσεις μετανοίας, οι φοβέρες, ο αποκλεισμός από τις δουλειές λόγω πολιτικού φρονήματος. Οι «εθνικόφρονες» πατριώτες και οι αριστεροί, οι προδότες, οι κατσαπλιάδες καλύτερα. Αλλά οι αριστεροί ήταν και οι προδομένοι, που δεν τα είχαν καλά με τον εαυτό τους, που κλώτσησαν αγώνες χρόνων για χάρη της οικογένειας, όπως ο Θοδωρής. Κανείς στο χωριό δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Ότι υπήρχαν ιδανικά, αξίες και αξιοπρέπεια κι αυτά ήταν πιο ισχυρά από το φαγητό και τη καλοπέραση. Όλα αυτά η συγγραφέας τα φέρνει στο φως μπήγοντας τη πέννα βαθιά στη πληγή. Γιατί η αλήθεια πονά. Και δεν πρέπει να τη προσπερνούμε. Πώς θα διορθωθούμε ως λαός; Γράφει στη σελ. 398 «Πόσες συμφορές ακόμη θα έβρισκαν αυτό το τόπο; Πόσα χτυπήματα μπορούσε να αντέξει αυτό το χωριό; Πόσο καιρό θα σκότωναν ακόμη τα’ αδέλφια τα αδέλφια τους, τους συγχωριανούς τους…;
Όσο για τους ήρωες και τις ηρωίδες ο καθένας μου έδωσε κάτι ξεχωριστό από το χαρακτήρα του. Αγάπησα τις γυναίκες για τη τόλμη τους, τις συμπόνεσα με όσα τράβηξαν. Με τους ήρωες θύμωσα αλλά κι αυτοί ήταν θύματα της άγνοιας, της αμορφωσιάς, της διχόνοιας και ότι άλλο ακολουθείται. Δεν θέλω να προδώσω άλλα μυστικά. Δυστυχώς η προσφυγιά δεν τελειώνει. Η παγκόσμια σκακιέρα καλά κρατεί. Και σήμερα, ο ελληνικός λαός, και περισσότερο οι πρόσφυγες, αντί να θυμώνουν με τους Μεγάλους που δημιουργούν τον πόλεμο, θυμώνουν με τον λαό αυτό που θέλει να γλιτώσει. Θαρρείς, θέλουν να φύγουν από τη πατρίδα τους. Έχουν ξεχάσει τη δική τους προσφυγιά. Πολύ σωστά λοιπόν εκδίδουν οι εκδόσεις Ψυχογιός τέτοια ιστορικά μυθιστορήματα μέχρι να μάθουμε από τα λάθη μας. Γράφει στη σελίδα 459 «Τόλμα Γιασεμή, τόλμα να αναζητήσεις ότι έχασες …Στους τολμηρούς χαρίζεται η ζωή , τους άλλους τους άτολμους τους προσπερνά, τους αφήνει πίσω»
Το συστήνω ανεπιφύλακτα! Καλοτάξιδο να είναι!