«Τι είναι για μένα η Ελλάδα; Να, σαν να τη βλέπω τώρα δα μπροστά μου... Μια γυναίκα λεβέντισσα, μια γυναίκα αρχόντισσα που στέκει περήφανη κι αγέρωχη. Με τη λευκή την πουκαμίσα της, τη χρυσοποίκιλτη φορεσιά της. Μπορώ, θαρρείς, ν’ αγγίξω το υφάδι της. Μία γυναίκα στριμωγμένη στη γωνιά, απ’ όλους σας κυκλωμένη. Μα πάνω της βαστάει λεπίδι, και το ’χει πιότερο να πεθάνει παρά να πέσει στα βρομερά σας χέρια!»
Μετά το βιβλίο τους «Αγώνες κυριών» που οι αγαπημένοι συγγραφείς Λία Ζώτου και Θοδωρής Καραγεωργίου μας γνώρισαν τη Μυρτώ Θεοτοκά, τη Κρητική αρχοντοπούλα που πάλεψε για τα δικαιώματα των γυναικών με το μήνυμα σε όλους μας, «Όσο συνεχίζεις να αγωνίζεσαι, η ελπίδα παραμένει ζωντανή», έρχονται με ένα ακόμη ιστορικό μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Ψυχογιός να μας γυρίσουν πίσω με τη μηχανή του χρόνου, στο 1818 για την ακρίβεια, και μας τοποθετούν μέσα στον αγώνα μιας χούφτας ραγιάδων απέναντι των Οθωμανών.
Γνωρίσαμε τον Ανδρέα Παππά, ένα έμπορο από την Οδησσό που ήρθε στην Ελλάδα παίρνοντας πριν όρκο βαρύ μπροστά στους Φιλικούς. Να διαδώσει παντού το όραμα του Ρήγα Φεραίου και της Φιλικής Εταιρείας. Δίνοντας όλη τη περιουσία του στον αγώνα. Η πρώτη του επαφή ήταν στη Χίο όπου γνώρισε καπεταναίους και εμπόρους. Γνώρισε την Αμαλία και τον Φώτο, τα παιδιά του πλούσιου εμπόρου από τη Χίο. Τον αμούστακο Φώτο, που έφυγε από το σπίτι γιατί δεν άντεχε να μείνει σκλαβωμένος, που πήγε στα καράβια του Μιαούλη και του Κανάρη, μαζί με τους πυρπολητές που μύριζαν τη μπαρούτη. Ώσπου να γίνει καπετάνιος και να θαλασσοδέρνεται στο Αιγαίο. Που πήγε στο Μεσολόγγι κι όπου αλλού τον κάλεσε το καθήκον για τη λευτεριά. Παντρεύτηκε την Αμαλία, τη νεαρή Χιώτισσα, την αδελφή του Φώτου, που δίνει τη δική της μάχη, έχοντας για μοναδικό όπλο την πένα της, θυσιάζοντας τη προσωπική ζωή και ευτυχία για τον Αγώνα.
Μα η ζωή τους έχει πολλές ανατροπές. Γνωρίσαμε τον Λούκας Ένγκερ, τον Ελβετό τυπογράφο που άφησε πίσω τη ζωή του για να λάβει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση. Φλογισμένος με τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων, ήρθε να μεταδώσει όλα τα μηνύματα στους σκλαβωμένους Έλληνες. Γνωρίζουμε τη μουσουλμάνα Αισέ που μαζί με τη Χριστιανή Δροσή βοηθιούνται από τον Σουλιώτη Κίτσο να δραπετεύσουν από το χαρέμι του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Ενδιαφέρουσα η ιστορία τους. Όλες οι γυναίκες ζουν μέσα στο σίδερο και το ατσάλι. Γυναίκες αληθινές ή πλασμένες από το συγγραφέα που δεν χύθηκε μελάνι για χάρη τους. Γυναίκες που πάλεψαν, έχασαν άντρες και παιδιά για τον Αγώνα. Έζησαν τραγικές στιγμές μα και ευχάριστες στη πορεία της ζωής τους την ώρα που η Ελλάδα φλεγόταν, μάτωνε, και πάλευε να αποτινάξει τον ζυγό της σκλαβιάς από πάνω της.
Έχουν το πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση που εκτυλίσσεται στις σελίδες του βιβλίου. Γνωρίζουμε τον Νικολέττο, μια πολύ συμπαθητική φυσιογνωμία που γίνεται η σκιά των αφεντικών του, Χιωτών, που μπορεί να δώσει και τη ζωή του ακόμη για εκείνους μα και για την επαναστατημένη Ελλάδα. Το μυθιστόρημα έχει πολλά ιστορικά στοιχεία σε κάθε κεφάλαιο. Τα κεφάλαια είναι μικρά με εναλλαγές των ηρώων και το καθιστά πιο ζωντανό.
Οι εικόνες τόπων μα και η ψυχολογική κατάσταση των ηρώων βάζουν τον αναγνώστη πιο βαθιά συμμέτοχο στην ιστορία. Τον βάζει να συμπάσχει μαζί τους, του ανεβάζει την αδρεναλίνη όταν χρειάζεται, τον θυμώνει και τον ηρεμεί όταν ο έρωτας πλημμυρίζει τις καρδιές τους. Η αγωνία και ο θυμός σε κατακλύζει από τα ηρωικά πρόσωπα που έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία και η ιστορία τα έχουν ηρωοποιήσει αντί να τα ρίξει στη λήθη.
Όταν κλείσεις το βιβλίο των 381 σελίδων, δεν καταλαβαίνεις πόσο γρήγορα κυλούν οι ιστορίες αφού σε συνεπαίρνουν τα γεγονότα. Κλείνεις τα μάτια σου και ρουφάς το απόσταγμα, το άρωμα, τη μνήμη του για να το κάνεις κτήμα σου. Για να μη ξεχάσεις. Γιατί άλλα σου έμαθαν στο σχολειό. «Η Ιστορία είναι εκεί, πάντοτε παρούσα, να καθορίζει τα βήματα όλων, να τους οδηγεί, άλλοτε σωστά και άλλοτε λανθασμένα, να τους χαρίζει χαρές και πίκρες, να γράφει τις σελίδες της ζωής τους πότε με την απελπισία και πότε με τον έρωτα, πότε με τον θάνατο και πότε με την ελευθερία» όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Δεν θέλω να προχωρήσω στην υπόθεση μήπως κατά λάθος τη προδώσω. Πάντα θέλω να στέκομαι στα ιστορικά γεγονότα. Αυτά που ίσως δεν ξέρουμε ή τα προσπεράσαμε ασχολίαστα. Πόσες φορές δεν έχουμε πει «Με το 1821 θα ασχολούμαστε; Πάμε μπροστά». Μα αν δεν τα γνωρίζουμε τα πιο παλιά πώς θα σώσουμε ότι προλάβουμε; “Και ποτέ, μα ποτέ μην πάψεις να καρτεράς τη στιγμή που θα ελευθερωθείς» Και τότε και τώρα ο λαός αναρωτιέται «Ως πότε θα ζούμε με το κεφάλι κατεβασμένο;, να περνάνε καβάλα στ’ άλογο κι εμείς να σκύβουμε τα κεφάλια; Να είναι αφέντες μέσα στον ίδιο μας τον τόπο…».
Όπως στη σελίδα 175 που γράφουν για το δάνειο. Τότε και τώρα. Μόνο τότε ήταν αγράμματος ο λαός και δεν ήξερε. Σήμερα είναι γραμματιζούμενος μα δεν άλλαξε τίποτε. Πάλι τις Μεγάλες Δυνάμεις παρακαλούμε: “800.000 λίρες, λέει, πήδηξε από τη χαρά του ο Μαυροκορδάτος. Κι από τις οχτακόσιες χιλιάδες λίρες δάνειο, που θα τους έδιναν οι Μεγάλες δυνάμεις βγάλε τόκους κι άλλα έξοδα που μήτε τριακόσιες δεν θα έπαιρναν στα χέρια τους. Κι αυτές ένας Θεός ξέρει πότες. Αλλά το χειρότερο, έβαλαν αμανάτι οι δικοί μας όλα τα χτήματα του τόπου! Ακόμη δεν λευτερωθήκαμε από τον ένα τύραννο κι είμαστε υπόδουλοι σε άλλον. «Αυτές είναι βδέλλες και ψάχνουν αίμα να ρουφήξουν, το αίμα το δικό μας» είπε ο Κίτσος κουνώντας το κεφάλι του. Αυτοί, ο λαός, τη λευτεριά ποθούσε και νόμιζαν ότι όλοι αυτό ήθελαν.
Παρακαλούσαν οι προύχοντες τις μεγάλες δυνάμεις, έκαναν μετάνοιες και έπεφταν στα γόνατα για να το υπογράψουν μέχρι που υπέγραψαν οι Εγγλέζοι. Με το αζημίωτο φυσικά. Στις πλάτες του λαού τα παιχνίδια δεν είχαν τέλος. «Δεν θα έπρεπε να βοηθάει ο ένας τον άλλο καπετάνιο; Τι έχουν να χωρίσουν; Όλοι για τη πατρίδα δεν πολεμάμε; Εξουσία λέγεται, αγόρι μου. Αυτή η σκύλας γέννα κάνει και τους πιο αντρειωμένους μερικές φορές να αψηφούν το λόγο τους».
Χωρισμένοι ήταν πάντα οι Έλληνες. Οι ραγιάδες πήγαιναν άλλοι με τους Άγγλους και τους Γάλλους κι άλλοι με τους Ρώσους. Η διχόνοια, οι ευθύνες που ο ένας έριχνε στον άλλο στην Εθνοσυνέλευση, οι κατηγόριες έπεφταν ως τσεκούρι, γράφουν στη σελίδα 260. Όλοι ήθελαν τη πίτα στην εξουσία έχοντας το λαό να παραπαίει. Ο Καποδίστριας που ήρθε να σώσει την Ελλάδα, να τη βάλει σε μια σειρά και να την ορθοποδήσει ξανά, δολοφονήθηκε από το Μαυρομιχάλη και τα τσιράκια του με τις ευλογίες των Γάλλων και Άγγλων αφεντικών τους. Τους εμπόδιζε στο έργο τους. Αυτός που είχε πει ότι δεν παίρνει ούτε ένα οβολό από τα ταμεία του κράτους αφού ο λαός πεινούσε, αυτός που έφερε τη πατάτα, πολεμήθηκε.
«Έρχονται ώρες στη ζωή του ανθρώπου που το καθήκον μπαίνει πάνω από τον εαυτό του, πάνω από ότι αγάπησε, πάνω απ’ όλα. Ώρες που χαράζεται η μοίρα του η ίδια, οι ώρες που γράφεται η Ιστορία» γράφει μέσα στο βιβλίο. Και τα λόγια αυτά έβγαιναν από τους άδολους αγωνιστές που θυσίασαν τα νιάτα και τη φαμίλια τους. Όχι για να ακούσουν ευχαριστώ αργότερα αλλά να είναι ελεύθεροι. Να μπορούν να κουμαντάρουν αυτοί τη χώρα τους και να μη πουλήσουν αέρα, γη, ήλιο, αξιοπρέπεια στους ξένους «συμμάχους». Να μην εξαρτιούνται από κανένα, την αξιοπρέπεια ήθελαν να τη κρατήσουν γι αυτούς. Αυτούς τους αγωνιστές τούς έδωσαν λίγα μέτρα γης για να ζήσουν μα όσοι δεν τους έκαναν τα χατίρια τους, πλήρωναν φόρο.
Η Λία Ζώτου και ο Θοδωρής Καραγεωργίουκατάφεραν ακόμη μια φορά με τη πένα τους να μας μπολιάσουν με μηνύματα αφύπνισης. Να «χτίσουν» ήρωες που θα αγαπήσουμε. Ίσως να μας ανεβάσουν λίγο το πεσμένο ηθικό. Για μένα, η Ελλάδα ήταν η Αμαλία κι αυτό ένιωθα σε όλη την ανάγνωση.
Ναι πιστεύω και θέλω να διαβάσω κι άλλα τέτοια αξιόλογα βιβλία από τους δυο αγαπημένους συγγραφείς. Μου αρέσει που μέσα από το μύθο και την ιστορία «επιδιώκουν» να αφυπνιστούμε και να προβληματιστούμε. Πιστεύω ότι θα σας αρέσει. Όχι μόνο ως λογοτεχνικό βιβλίο αλλά και ως «μάθημα» ιστορίας χωρίς να θέλουν οι συγγραφείς να παίξουν αυτό το ρόλο. Άλλωστε ο ρόλος του συγγραφέα είναι να σε οδηγήσουν στο ταξίδι τους και να σε «τσιγκλήσουν» να πας παρακάτω. Ας αναρωτηθούμε αφού διαβάσουμε το βιβλίο «Εγώ θα ήμουν ανάμεσα τους; Θα θυσίαζα σήμερα τη ζωή μου για την Ελλάδα;» Κατάφεραν να μας δώσουν τη φλόγα που είχαν οι ηρωίδες; Το κατάφεραν; Θα κλείσω με δυο φράσεις που αξίζει να θυμόμαστε.
«Ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται, η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται»
- Β. Ουγκώ
«Και λευτερωθήκαμε από τους Τούρκους, και σκλαβωθήκαμε εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης»
- Μακρυγιάννης
Καλοτάξιδο να είναι!