Αχ μουρλοσκοτωμένο, με έλεγε η μάνα μου γι’ αυτά που πίστευα, για το ανυπότακτο που ζούσα. Για τα σημάδια που είχαν χαραχτεί στο κορμί μου, ένα τόσο δα ήμουνα. Είχαν χαραχθεί πάνω μου οι ιστορίες και ο πόνος τους, από εκεί που έρχονταν οι ξεριζωμένοι.
Που να ’ξερα αυτά που άκουγα; και η μάνα μου να με περιμένει χάνοντας τον ύπνο της…
Δεν θα αλλάξεις τον κόσμο. Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Δεν καταλάβαινα…