Ρέα Γαλανάκη, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη για το «Εμμανουήλ και Αικατερίνη»

rea galanaki emmanouil ekaterini

Tη Ρέα Γαλανάκη τη γνώρισα, την άκουσα στο 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας, που είχε γίνει στον Πύργο της Τήνου, στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας το 2018, που μίλησε για το βιβλίο της «Δυο γυναίκες δυο θεές». Την παρακολουθώ συγγραφικά πολλά χρόνια γιατί έχω ξεχωρίσει τη γραφή της. Τελικά, τι είναι ο «Εμμανουήλ και η Αικατερίνη»; Παραμύθι που δεν είναι παραμύθι, μυθιστόρημα ή αυτοβιογραφία; Ποια ήταν η εσωτερική της ανάγκη να γράψει την ιστορία των γονιών της;

Ρέα Γαλανάκη ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Παραμύθι που δεν είναι παραμύθι, μυθιστόρημα ή αυτοβιογραφία; Πού μπορεί να βρει ο αναγνώστης τη μυθιστορία σ’ αυτό το βιωματικό βιβλίο;

Όπως γνωρίζετε, υπάρχουν δύο είδη μυθιστορήματος που ονομάζονται «μυθιστορηματική βιογραφία» το ένα, «μυθιστορηματική αυτοβιογραφία» το άλλο. Τις τελευταίες μάλιστα δεκαετίες έχουν μεγάλη ανάπτυξη διεθνώς, και είναι ιδιαίτερα αγαπητά επειδή φέρνουν πιο κοντά στον αναγνώστη τον αυτοβιογραφούμενο. Τι σημαίνουν όμως; Μα ότι τα ντοκουμέντα, οι φωτογραφίες, οι επιστολές που έχουν διασωθεί από μια ζωή, συνδυάζονται με πολλά μυθικά βιωματικά στοιχεία (σαν τα παραμύθια). Μα προπάντων ότι τα παραπάνω υφαίνονται όλα μαζί στον μεγάλο αργαλειό της λογοτεχνίας, με τους τρόπους που από κατείχε από πάντα η τέχνη της γραφής. Αυτό που θα πιάσει στα χέρια του ο αναγνώστης θα είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο.

Ποια ήταν η εσωτερική σας ανάγκη να γράψετε την ιστορία των γονιών σας και έμμεσα τη δική σας;

Η ανάγκη να ξαναδώ, στην ηλικία  που βρίσκομαι, και το δίκιο των άλλων, που το είχα αμφισβητήσει. Είναι υπέροχη απ’ αυτή τη σκοπιά η ηλικία της ωριμότητας, των απολογισμών, της αποδοχής ακόμη και των λαθών μας με νηφαλιότητα. Αν δεν έγραφα το Εμμανουήλ και Αικατερίνη, τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια τώρα, δε θα το έγραφα ποτέ. Γι’ αυτό εστίασα την ανασκαφή μου στο ερώτημα, πόσο βαθιά γνωρίζουμε τους γονείς μας; Τι διαμόρφωσε τη δική τους ζωή και τον χαρακτήρα πριν παντρευτούν, πριν τους γνωρίσουμε εμείς όπως τους γνωρίσαμε, σαν παιδιά τους; Τι αποτύπωμα άφησαν πάνω τους οι δικοί τους πρόγονοι;

Σφοδρές συγκρούσεις αλλά αργότερα συμφιλιώσεις με τους γονείς σας. Πόσο επηρέασαν οι «γνωστοί-άγνωστοι» γονείς σας την πορεία σας;

Με επηρέασαν πάρα πολύ. Και όταν συγκρουστήκαμε, πράξη ίσως απαραίτητη για τον απογαλακτισμό μου, και αργότερα που συμφιλιωθήκαμε. Η καλύτερη όμως στιγμή είναι για μένα τώρα, που έχω ολοκληρώσει το βιβλίο. Επειδή πιστεύω πως θα τους ευχαριστούσε ο τρόπος που ανέπλασα μερικά από όσα έγιναν, όχι «όλα» μα ένα μονάχα μέρος τους, και προσοχή, με σεβασμό, με επιείκεια και με χάρη.

Οι μνήμες, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες αλλά και οι αφηγήσεις θείας και μητέρας ήταν η μόνη δεξαμενή πληροφοριών απ’ όπου αντλήσατε το υλικό για να γραφεί το βιβλίο σας και να το μοιραστείτε με τους αναγνώστες;

Κοντά στις μνήμες, τις αφηγήσεις αντρών και γυναικών στο σπίτι μας, στις φωτογραφίες και στα γραπτά ντοκουμέντα, πρόσθεσα την πολύ μεγάλη έρευνα που έκανα προσωπικά ως συγγραφέας. Διότι ερεύνησα τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα που έζησαν από κοντά, ανακάλυψα πολλά στοιχεία για κάποιες εμβληματικές μορφές όπως ο Γάλλος καθηγητής του πατέρα μου στο Μπορντό προπολεμικά ή ο θείος του αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος, που ουσιαστικά τον είχε αναθρέψει. Επίσης, φαντάστηκα, ονειρεύτηκα, αφέθηκα σε πολλά. Ας μου επιτραπεί να πω ότι είναι ένα βιβλίο-πυξίδα για να μπορεί ο αναγνώστης να βρει, ή να ξαναβρεί μάλλον τους «γνωστούς-άγνωστους» δικούς του γονείς, όσο και τον εαυτό του μέσα από τον δικό τους σκληρό και τρυφερό καθρέφτη. Αυτό τουλάχιστον εύχομαι.

Οι γονείς σας ήταν προοδευτικοί άνθρωποι αλλά μόνο στην πολιτική ζωή τους. Ο πατέρας σας, όπως γράφετε, ήταν συντηρητικός στην ανατροφή σας. Η στάση του σας οδήγησε στην αριστερά;

Στην Αριστερά με οδήγησε, εκείνη τη μακρινή εποχή, ένας μεγάλος νεανικός έρωτας, που ο πατέρας μου δεν τον αποδεχόταν. Η αυστηρότητα, η βιαιότητα της αντίδρασής του δε με έκαμψε, αντίθετα με έκανε να επαναστατήσω. Ωστόσο, ήταν αρκετά συνηθισμένο, στην αστική Κρήτη τουλάχιστον, οι γονείς να «είναι επιστήμονες» και ταυτόχρονα αυστηροί μέχρι παραλογισμού προς τις ανυπάκουες κόρες.

Όπως οι δικοί σας γονείς δε σας μιλούσαν για τους αγώνες τους, έτσι έπραξαν και πολλοί άλλοι. Γιατί κρατούσαν το στόμα τους κλειστό; Δεν έχουν ευθύνη για το ότι συνέβη σήμερα αφού η ιστορία δε διδάσκεται στα σχολεία;

Δε νομίζω πως «οι παλιοί» δε μιλούσαν για τον ίδιο λόγο όλοι τους. Άλλες εποχές μετά τον Εμφύλιο, η σιωπή έσωζε πολλούς από πολλά, άφηνε και τα παιδιά σε μια παραδεισένια άγνοια για να μη μιλήσουν παραέξω, για να μην ξεσηκωθούνε πρόωρα. Όμως δε φταίνε εκείνοι για τη σημερινή μας κατάσταση, κύλησε όχι πολύ νερό στ’ αυλάκι μα ο Νιαγάρας στο αναμεταξύ διάστημα. Κι επιτέλους, δεν φταίνε για τα πάντα οι γονείς και οι παλαιότεροι, ο καθένας μας έχει την προσωπική του ευθύνη να μάθει, να μορφωθεί, να γίνει άξιος πολίτης. Επιπλέον η Ιστορία διδάσκεται μεν στα σχολεία, και πολύ σωστά - ακόμη κι αν ο τρόπος πρέπει να βελτιωθεί, όμως ουσιαστικά δεν διδάσκει όσους δεν θέλουν να διδαχθούν. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Λογοτεχνία. Από ’κει και πέρα η συζήτηση είναι μεγάλη.

Γράφετε κάπου ότι η συγγραφή του βιβλίου ήταν κι ένα μάθημα αυτογνωσίας, ο καθρέφτης μας. Τελικά μπορούμε, ο καθένας ξεχωριστά, ν’ αλλάξει την κοινωνία και τις αποστειρωμένες νοοτροπίες της; Ν’ αγγίξει τις ανθρώπινες ψυχές;

Θα έλεγα ότι είναι ένα μάθημα αυτογνωσίας, ένας τρομερός καθρέφτης, όχι μόνο η συγγραφή αλλά και η ανάγνωση ενός καλού βιβλίου. Αλλάζουν όμως μόνο άτομα, ψυχές, δυστυχώς όχι κοινωνίες ολόκληρες, και οι λόγοι είναι πολλοί, περίπλοκοι, και όχι τούτης της στιγμής.

Από όλα αυτά που έζησαν οι γονείς σας μέχρι σήμερα που απειλούμαστε από ένα παγκόσμιο πόλεμο, πιστεύετε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται;

Η Ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται, υπάρχουν όμως πολλές ομοιότητες και αναλογίες σημερινών με άλλες προηγούμενες καταστάσεις. Σήμερα αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η απειλή πυρηνικού ολέθρου, «όπλου» που δεν υπήρχε στον ΒΠΠ. Τα υπόλοιπα όπλα βίας και καταστροφής λίγο-πολύ υπήρχαν, αλλά πού μυαλό, ιδίως από τους θρασείς αναθεωρητές της Ιστορίας. Προφανώς τα πράγματα είναι εξαιρετικά πιο σύνθετα απ’ ότι τα παρουσιάζω εδώ, και το ξέρω. Ελπίζω, όπως όλοι, να μη ζήσουμε τον ΓΠΠ, αν και ανησυχώ βαθιά όχι μόνο γι’  αυτό αλλά και για την Ευρώπη,  για τις συνέπειες του παγκόσμιου λιμού, για πολλά άλλα.

Δεν θα μπορούσε να λείπει από το μυθιστόρημα σας το Ολοκαύτωμα της Βιάννου όπου ακόμη αιωρείται το επίμαχο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων από τους Γερμανούς. Πιστεύετε πώς κάποτε θα βρεθεί λύση μετά από τόσα χρόνια ή τα κάλυψαν τόσο όμορφα τα αλισβερίσια που έγιναν από τότε κυβερνήσεις; Θα δικαιωθεί ο αγώνας;

Το Ολοκαύτωμα της επαρχίας Βιάννου, τόπου καταγωγής της μητέρας μου, το αισθάνομαι σχεδόν σαν να το έζησα - ενώ τότε δεν είχα ακόμη γεννηθεί -λόγω των αφηγήσεων αλλά και της τεκμηριωτικής ιστορικής έρευνας που έχω κάνει όταν έγραφα κάποια βιβλία μου. Δεν είμαι, φυσικά, αισιόδοξη, ότι θα δοθούν επιτέλους οι πολεμικές αποζημιώσεις, παρά τις πολλές και μακρόχρονες προσπάθειες.

Μέσα στο βιβλίο ο αναγνώστης θα θυμηθεί προηγούμενα βιβλία σας όπως ο «Αιώνας των Λαβυρίνθων», «Ελένη ή κανένας» και «Ισμαήλ Φαρούκ Πασάς». Είναι μια ενθύμηση προς τους αναγνώστες των παλαιότερων βιβλίων σας επειδή γράφετε σε αραιά χρονικά διαστήματα ή επιδιώκετε να ζωντανεύετε τους ήρωες σας;

Στο Εμμανουήλ και Αικατερίνη, τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια υπάρχουν αναφορές σε μερικά από τα προηγούμενα  έργα μου, αλλά μόνο εφ’ όσον εκείνα είχαν μια οργανική σχέση, μικρή ή μεγάλη, με το περιεχόμενο του τελευταίου μου βιβλίου. Δείχνω κατά κάποιο τρόπο πώς το ένα μπορεί να συνδέεται με το άλλο με περίεργα νήματα, πώς από μια ζωή και από συγκεκριμένες αφηγήσεις μπορεί κάποτε να γεννηθεί ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα. Με άλλα λόγια, να  πω ότι η ζωή γεννά σε μεγάλο βαθμό τη λογοτεχνία. Απολύτως τίποτε περισσότερο.

Η μητέρα σας Αικατερίνη, μια γυναίκα δραστήρια, μορφωμένη, με σπουδές στην Ευρώπη, σπάνια προσωπικότητα για εκείνη την εποχή. Η αντίστασή της ήταν μόνο προς τις σπουδές ή συνέβαλε και στην ανατροφή σας; Ποιος είχε την ευθύνη, ο κύρης ή η μητέρα σας;

Και οι δυο είχαν την ευθύνη, αλλά γενικώς οι γυναίκες υποτάσσονταν εκείνα τα χρόνια, ακόμη και με τους ισχύοντες νόμους, στη βούληση και τις αποφάσεις των συζύγων τους. Δεν είχαν σχεδόν την παραμικρή προσωπική ανεξαρτησία, πράγμα  αδιανόητο για τους σημερινούς νέους, κι ωστόσο πολύ κοντινό μας. Ευτυχώς η γενική κατάσταση έχει αλλάξει προς το καλύτερο, παρά την αδιανόητη ντροπή των γυναικοκτονιών – που φυσικά ήταν άφθονες και τότε, αλλά δεν τους έδιναν και τόσο μεγάλη σημασία.

Τα ήθη και έθιμα της Κρήτης σε σχέση με τη θέση της γυναίκας, πόσο επέδρασαν στον χαρακτήρα σας;

Το ότι δεν επέστρεψα να ζήσω στην Κρήτη, συγκεκριμένα στο Ηράκλειο, κάτι νομίζω λέει. Και δεν αναφέρομαι στα «ήθη και έθιμα» που αφορούν μόνο τις γυναίκες, αλλά και σε πολλά, και σημαντικότατα, άλλα. Δύσκολες, κλειστές ακόμη σε μεγάλο βαθμό κοινωνίες, πλην όμως με λαμπρά παραδείγματα ανθρώπων, θεσμών και δραστηριοτήτων. Μου αρέσει να αναφέρω στα βιβλία μου και τις δυο πλευρές της Κρήτης.

Ευχαριστώ κυρία Γαλανάκη για τη συνέντευξη και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδο!

 Δημοσιεύθηκε στο Bookia