Την Ιφιγένεια Τέκου την παρακολουθώ αναγνωστικά από το 2014, από το πρώτο της βιβλίο. Από τότε η γραφή της συνεχώς εξελίσσεται όπως και η θεματογραφία της, που μας ταξιδεύει πάντα νοερά σε χώρες και θρύλους, δίνοντας κάθε φορά το κοινωνικό της στίγμα μέσα από τους καλογραμμένους ψυχογραφικούς τους χαρακτήρες.
Στο νέο της βιβλίο, «Ο άντρας με τις κούκλες», από τις εκδόσεις Ψυχογιός, ομολογώ πως το πάντρεμα ιστορίας, θρύλου, κοινωνικού στιγματισμού και αστυνομικού, με άφησε ακόμη μια φορά έκπληκτη. Την αναζήτησα να μιλήσει η ίδια στους αναγνώστες της, πάνω σε ερωτήματα που μου γεννήθηκαν διαβάζοντας το.
Ιφιγένεια Τέκου, ένα ακόμη βιβλίο που ταξίδεψε τους αναγνώστες σου, όπως εσύ καλά γνωρίζεις. Κάτω Ιταλία και Ιαπωνία σμίγουν σ’ αυτό το βιβλίο. Ποια ήταν η αρχή της έμπνευσής σου;
Ένα σημαντικό μέρος της έμπνευσής μου προήλθε από τις γιαπωνέζικες κούκλες κοκέσι, τις ξύλινες και πολύχρωμες αυτές κούκλες χωρίς άκρα που θεωρούνταν οι φύλακες των ψυχών των παιδιών, δεδομένου ότι στην Ιαπωνία κατά την περίοδο Έντο (1603-1868) πολλές γυναίκες κατέφευγαν στη βρεφοκτονία ή την άμβλωση λόγω μεγάλης φτώχειας και λιμού. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Ιάπωνες πίστευαν πως η παιδική ψυχή έμπαινε στην κούκλα, αφήνοντας πια το σώμα ελεύθερο για να εισέλθει η ενήλικη ψυχή και θεωρούσαν ότι το τελετουργικό κάψιμο της ξύλινης φιγούρας ελευθέρωνε τη νεαρή ψυχή, ώστε να επιστρέψει πίσω στα βουνά, στον αρχικό τόπο κατοικίας της. Σκέφτηκα λοιπόν να ενσωματώσω με κάποιο τρόπο τη γνώση αυτή μέσα στο βιβλίο μου δημιουργώντας ένα μυστηριώδες και ενδιαφέρον συνονθύλευμα θρύλου και μυθιστορίας.
Η ιστορία ξεκινά μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ταλάνισε όλη την Ευρώπη και άφησε έντονα τα σημάδια του. Το νέο σου βιβλίο μας ταξιδεύει στην Κάτω Ιταλία. Γιατί λοιπόν Κάτω Ιταλία, αφού και η χώρα μας είχε πολλές παρόμοιες ιστορίες και πολλούς μαρτυρικούς τόπους;
Ο λόγος που επέλεξα την Κάτω Ιταλία για να τοποθετήσω στην ιστορία μου, μια ιστορία που θα μπορούσε πράγματι να διαδραματιστεί σε πολλά άλλα μέρη αφού δωσίλογοι και προδότες υπήρχαν διαχρονικά και σε κάθε πόλεμο ήταν επειδή με μαγνήτισε η αύρα που αποπνέουν τα Ελληνόφωνα χωριά του Σαλέντο, οι στέρνες, οι εκκλησίες τους στις οποίες σημαντική θέση έχουν τα αγάλματα και όχι οι αγιογραφίες, η βαθιά συγκινητική τους γλώσσα, τα γκρεκάνικα, το πάθος των κατοίκων τους και, συνολικά, το γοητευτικό μυστήριο που αιωρείται στην ατμόσφαιρα.
Κατά τη συγγραφή, αφέθηκες στους χαρακτήρες σου να σε οδηγήσουν αυτοί μέχρι το τέλος της ιστορίας, που ομολογώ ότι ήταν όλοι τους υπέροχοι ή τους κρατούσες τα χαλινάρια να μην παρεκτραπούν;
Ποτέ και σε κανένα βιβλίο μου δεν έχω καταφέρει να κρατήσω τα χαλινάρια στους ήρωές μου. Πάντα τους αφήνω να με καθοδηγούν εκείνοι ως το τέλος της ιστορίας και απολαμβάνω μαζί τους τις εξελίξεις.
Ο άντρας με τις κούκλες εκδικείται τους προδότες και τους δοσίλογους που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Πιστεύεις πως δεν τελειώσαμε ακόμη λογοτεχνικά με το κεφάλαιο πόλεμος;
Φυσικά και δεν τελειώσαμε ακόμα λογοτεχνικά με το κεφάλαιο «πόλεμος» που δείχνει να είναι ανεξάντλητο. Σχεδόν σε κάθε βιβλίο εποχής ή ιστορικό, θα δούμε να αναφέρεται τουλάχιστον ένας πόλεμος, καμιά φορά και περισσότεροι, και ο κόσμος δεν το βαριέται γιατί οι δημιουργοί φροντίζουν να αποκαλύπτουν μια διαφορετική και όσο γίνεται άγνωστη όψη των ιστορικών γεγονότων.
Πόση αλήθεια και πόση μυθοπλασία υπάρχει στο μυθιστόρημα εκτός των ιστορικών γεγονότων;
Όλα τα βιβλία που έχω γράψει, έντεκα στον αριθμό, είναι αποκλειστικά προϊόντα της οργιώδους φαντασίας μου, όλα εκτός από «Το καλό μπλε σερβίτσιο» που περιέχει αναφορές στην ιστορία των προγόνων μου όταν έφυγαν το 1922 από τη Σμύρνη. Το να βασίζομαι σε αληθινή ιστορία με υπαρκτά πρόσωπα δε με ελκύει μιας και με περιορίζει συγγραφικά αφού δεν μπορώ να γράψω ό,τι θέλω.
Δικαιούται ο καθένας να παίρνει τον νόμο στα χέρια του, όταν βλέπει πως δεν τιμωρείται ο θύτης από το επίσημο κράτος;
Κατά τη γνώμη μου κανείς δε δικαιούται να παίρνει τον νόμο στα χέρια του γιατί τότε θα πάψουμε είμαστε μια πολιτισμένη και ευνομούμενη πολιτεία και θα μετατραπούμε σε μια άγρια ζούγκλα. Από την άλλη μπορώ να καταλάβω την οργή κάποιου που δε βρίσκει το δίκιο του και με αυτό κατά μου νομίζω ότι η καλύτερη λύση, μολονότι ουτοπική, θα ήταν να είχαμε ένα έντιμο και ανεξάρτητο σύστημα Δικαιοσύνης ώστε να μην παρατηρούμε φαινόμενα ατιμωρησίας όπου οι νόμοι και η τιμωρία λειτουργούν διαφορετικά για τους πλούσιους και ισχυρούς και διαφορετικά για τους υπόλοιπους.
Στη σελίδα 104 αναρωτιέσαι: Αρνείται ο διψασμένος το ποτήρι με το νερό; Υπάρχουν και σήμερα διψασμένοι άνθρωποι;
Φυσικά και υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που διψάνε για αγάπη επειδή τους την αρνήθηκαν οι γονείς τους όταν ήταν ακόμα παιδιά.
Πιστεύεις πως όταν ο γονιός δείχνει αδυναμία σε ένα από τα παιδιά του, είναι φυσικό να έχουμε τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς ενός εκ των πρωταγωνιστών της ιστορίας σου;
Είναι διαφορετικό να αγαπάει ο γονιός όλα του τα παιδιά και απλώς να έχει λίγη παραπάνω αδυναμία στο ένα από αυτά και άλλο να φτάνει στο σημείο να μισεί κάποιο από τα παιδιά του, όπως συμβαίνει άλλωστε και στην ιστορία μου. Όταν έχουμε να κάνουμε φανερό μίσος που εκδηλώνεται με κάθε τρόπο, φυσικά και υπάρχουν ολέθριες συνέπειες στον παιδικό ψυχισμό.
Οριάννα και Αλεμίνα. Δυο γυναίκες πρωταγωνίστριες, μάνα και κόρη, που πέρασαν διά πυρός και σιδήρου. Η απόρριψη της πρώτης στην ψυχή της δεύτερης, φέρνει την ανατροπή. Ποιο μήνυμα θέλησες να περάσεις στους αναγνώστες σου;
Ο κεντρικός πυρήνας αυτού του βιβλίου και το σημείο που εστίασα ξεκάθαρα από την αρχή είναι οι συνέπειες που υπάρχουν στη ζωή ενός ανθρώπου ο οποίος μεγαλώνει μέσα σε ένα διαταραγμένο και ίσως εχθρικό περιβάλλον. Ένας άνθρωπος που δεν παίρνει αγάπη από τους γεννήτορές του, δύσκολα θα δώσει αγάπη στα δικά του παιδιά.
Ο Νικολό αν και πλούσιος, ζούσε απόλυτα την εσωτερική μοναξιά. Απάντηση σε όσους νομίζουν πως το χρήμα φέρνει ευτυχία. Στην τωρινή πανδημία τη νιώσαμε στο απόλυτο. Μήπως τα απλά φέρνουν την ψυχική γαλήνη και έχουμε χάσει τον δρόμο μας;
Δεν είμαι σίγουρη ότι η πανδημία κατάφερε να μας διδάξει κάτι, ίσως μονάχα στην αρχή αλλά μετά, ό,τι μάθημα κι αν πήραμε, ξεχάστηκε, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με τους ανθρώπους για αυτό και η ιστορία επαναλαμβάνεται και θα επαναλαμβάνεται.
Σε όλο το μυθιστόρημα, κατά την ανάγνωση μού ερχόταν στον νου η παροιμία «αμαρτίες γονέων πληρώνουσι τέκνα».Ισχύει;
Υπό μία έννοια, ισχύει. Αν οι γονείς είναι ακατάλληλοι να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά τους και αδιαφορούν για το σωστό και με αγάπη μεγάλωμά τους, τότε το πιθανότερο είναι ότι η ενηλικίωση αυτών των παιδιών θα τα βρει με πολλών λογιών προβλήματα, κυρίως ψυχολογικά.
Στη σελίδα 414 γράφεις για κακοποίηση γυναικών. Τότε η γυναίκα ήταν αντικείμενο, κούκλα. Σήμερα που υποτίθεται είμαστε πιο μορφωμένες, έχουμε τα γνωστά αποτελέσματα. Το γιατί είναι συνηθισμένο ερώτημα και γνωρίζουμε την πηγή. Όμως μέχρι πότε θα το επιτρέπουμε;
Οι περισσότερες κοινωνικές μάστιγες όπως η γυναικεία κακοποίηση έχουν τις ρίζες τους στην παιδεία που παίρνει ο άνθρωπος όσο είναι παιδί τόσο από το σχολείο όσο και από την οικογένεια καθώς και από τις προκαταλήψεις που τυχόν κυριαρχούν σε κάποια σπίτια οι οποίες τροφοδοτούνται από τα στρεβλά πρότυπα που προωθούν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, η τηλεόραση, τα περιοδικά και ως ένα σημείο τα videogames. Πιστεύω ακράδαντα πως αν η Πολιτεία διαχρονικά επιθυμούσε στα αλήθεια να εξαλείψει τέτοια φαινόμενα, θα μπορούσε πολύ εύκολα να το είχε κάνει όμως οι πολίτες που είναι απαίδευτοι, ίσως και αγράμματοι, που δε σκέφτονται πέρα από αυτό που τους σερβίρουν τα μέσα παραπληροφόρησης και έχουν σπρωχθεί έμμεσα στη βία, αποτελούν τους ιδανικούς ψηφοφόρους για τους πολιτικούς.
Η εκδίκηση είναι ένα κρύο πιάτο. Πόσο δυνατοί είμαστε για να τη θάψουμε ή να την αφανίσουμε;
Είναι εξαιρετικά δύσκολο για έναν άνθρωπο να φανεί αρκετά δυνατός και να προσπεράσει τη θέλησή του για εκδίκηση όταν του κάνουν μεγάλο κακό, χρειάζεται να έχει μέσα του πολύ φως για να διώξει το σκοτάδι που θα αρχίσει να τον κυκλώνει. Θεωρώ ότι η αντίδραση κάποιου απέναντι σε ακραίες καταστάσεις εξαρτάται απόλυτα από τη φύση του και την προσωπικότητα που έχει αναπτύξει σε συνάρτηση με το περιβάλλον του.
Πιστεύεις πως οι συγγραφείς μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, χρησιμοποιώντας το ισχυρότερο όπλο, την πένα μας; Είσαι της γνώμης πως έστω κι ένας ν’ αλλάξει, διαβάζοντας ένα βιβλίο, θα είναι το κέρδος μας;
Πιστεύω γενικά ότι οι ιδέες που γεννάνε οι άνθρωποι, ειδικά όσοι απευθύνονται σε πιο ευρύ κοινό, έχουν το προνόμιο να μεταδίδονται γρήγορα κι αυτό τις κάνει είτε πολύτιμες και χρήσιμες είτε επικίνδυνες. Δε δίνω τόση σημασία στη βούληση του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει τις σκέψεις του με όποιον τρόπο θεωρεί εκείνος σωστό, δικαίωμά του είναι εξάλλου, όσο στην ενίσχυση της παιδείας ώστε να μπορεί ο κάθε αναγνώστης, να έχει τα εφόδια, να φιλτράρει αυτές τις σκέψεις/ιδέες.
Ποια είναι η γνώμη σου για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους;
Θεωρώ ότι όποιο μέσο, έντυπο ή ηλεκτρονικό, αναλαμβάνει να προβάλλει με εντιμότητα τους δημιουργούς και το έργο τους προάγει τον πολιτισμό και μακάρι τέτοιες προσπάθειες να ενισχύονταν και από το Κράτος.
Ευχαριστώ Ιφιγένεια Τέκου για τη συνέντευξη και σου εύχομαι να είναι καλοτάξιδο.
Ευχαριστώ θερμά κι εγώ για τις ερωτήσεις και τις ευχές σας!