Η Σοφία Δημοπούλου επανέρχεται μετά το «Πως υφαίνεται ο χρόνος» στα συγγραφικά δρώμενα με το νέο της βιβλίο «Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω» από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ο τόπος που εξελίσσεται είναι το χωριό Ρουμλουκιού, του Ρωμιότοπου της Ημαθίας, η Αλεξάνδρεια και τα Γιαννιτσά, η Αμερική και η Κέρκυρα. Οι πρώτοι, αν και κοντινοί, στον τόπο που μεγάλωσα, δε γνώριζα την ιστορία τους. Μπορώ να πω πως ήταν το κίνητρο της επιλογής του βιβλίου. Ένα κοινωνικό βιβλίο, ενδιαφέρον που σε τραβά να το τελειώσεις γρήγορα.
Κυρία Δημοπούλου ευχαριστώ για τον χρόνο σας. «Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω», πώς εμπνευστήκατε τον τίτλο αυτού του βιβλίου;
Το όνομα της ηρωίδας το επέλεξα από ένα παραδοσιακό τραγούδι του Ρουμλουκιού, «Της Λισσάβως», καθώς ήταν το τραγούδι αυτό η αφορμή να την εμπνευστώ. Ο Νάσιος και η Λισσάβω είναι δυο παιδιά που μεγαλώνουν στο Ρουμλούκι, τον Ρωμιότοπο της Ημαθίας. Καθώς τα γεγονότα της Ιστορίας, αλλά και της προσωπικής ιστορίας της Λισσάβως είναι καταιγιστικά, το κορίτσι μεταναστεύει στην Αμερική όπου αλλάζει το όνομά της σε Λίζα. Όταν μετά από χρόνια ο Νάσιος θα ξανασμίξει μαζί της, θα διαπιστώσει πως ο χρόνος και οι καταστάσεις την έχουν αλλάξει. Εκείνος όμως αναπολεί τη Λισσάβω των παιδικών του χρόνων, τότε που όλα φάνταζαν ιδανικά, παρ’ όλες τις μεγάλες δυσκολίες της ζωή τους. Αυτή την αναπόληση εκφράζει και η φράση του τίτλου.
Αν και νότια στην καταγωγή, εμπνευστήκατε ένα μυθιστόρημα από έναν τόπο, που πολλοί δε γνωρίζουν, μαθαίνοντας μας άγνωστα ιστορικά στοιχεία. Ιδιαίτερα λογοτεχνικά, απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον, δεν τον έχουν αγγίξει άλλοι συγγραφείς. Ποια ήταν η αφορμή που μας ταξιδεύετε νοερά σ’ αυτόν και πόση έρευνα χρειάστηκε για να τον πλαισιώσετε με τη μυθοπλασία;
Η ΔυτικήΜακεδονία είναι ένας τόπος με τον οποίο έχω πολλούς συναισθηματικούς δεσμούς και μου ασκεί μια μυστηριακή γοητεία. Έχω ταξιδέψει σε πολλά μέρη της, αγαπώ τη μουσική και τους χορούς της, τους ανθρώπους και τα τοπία της. Ο πατέρας των παιδιών μου είναι από τα μέρη αυτά κι έτσι είχα ένα λόγο παραπάνω να την αγαπήσω. Ήθελα να γράψω μια ιστορία γι’ αυτόν τον τόπο, για μια εποχή που δεν έχει μαζί της πολύ ασχοληθεί η λογοτεχνία. Είναι η εποχή λίγο μετά τον Μακεδονικό Αγώνα, όταν συμβαίνει και η μετάβαση από την Τουρκοκρατία στην ελεύθερη Ελλάδα. Πρώτη έγραψε η Πηνελόπη Δέλτα για την περιοχή αυτή, Στα μυστικά του βάλτου, και το βιβλίο αυτό των παιδικών μου χρόνων, έβαλε τον πρώτο σπόρο υποβάλλοντάς μου τα μυστηριακά τοπία και την ιστορία τους. Η έρευνα που απαιτήθηκε ήταν μεγάλη, καθώς δεν είχα βιώματα αλλά ούτε και γνώση. Πολλά έπρεπε να διερευνηθούν. Πρώτα απ' όλα η Ιστορία με τα επί μέρους γεγονότα της που αφορούσαν στον τόπο, έπειτα η γεωγραφία της περιοχής, τα πολιτιστικά και πολιτισμικά στοιχεία, η ντοπιολαλιά, η λαογραφία, με όλα έπρεπε να ασχοληθώ προκειμένου να σχηματίσω ένα αληθοφανές πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες. Η έρευνα αυτή κράτησε πάνω από ένα χρόνο πριν αρχίσει η συγγραφή του βιβλίου.
Ο αναγνώστης διαβάζοντας το, μαθαίνει πολλά λαογραφικά στοιχεία, χορούς, μουσική, γλωσσικούς ιδιωματισμούς κ.α. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν για σας, να γίνουν κτήμα σας και να τα αποδώσετε τόσο όμορφα μέσα από τους ολοζώντανους ήρωές σας;
Χρειάστηκε πολλή δουλειά και μελέτη, πράγματι, όταν όμως άρχισα να γράφω με παρέσυρε η ίδια η ιστορία στη δίνη της κι έτσι έγραφα «από μέσα», σχεδόν ζούσα μαζί με τους ήρωες την καθημερινότητά τους. Ξέρετε, γράφω σχεδόν κινηματογραφικά, δίνοντας μεγάλη σημασία στις εικόνες που σχηματίζει ο αναγνώστης διαβάζοντας. Φωτίζω τις γωνίες όπως θα έκανε ένας σκηνοθέτης, μ’ αρέσει κι εμένα ως αναγνώστης να έχω αντίληψη του τόπου και του χρόνου ενός βιβλίου. Είναι ο τρόπος που γράφω αυτός, σαν να σκηνοθετώ.
Σε κάθε κεφάλαιο χρησιμοποιείτε ποιήματα από μεγάλους Έλληνες και ξένους ποιητές. Υπήρχε κάποια σκοπιμότητα;
Ο βασικός λόγος είναι πως θεωρώ πως κάθε μορφή τέχνης επικοινωνεί με τις άλλες. Τα ποιήματα που μπαίνουν στην αρχή κάθε κεφαλαίου δεν επιλέχτηκαν τυχαία, αλλά γιατί «προλέγουν» το τι θα επακολουθήσει, θέλοντας μ' αυτό να πω πως η οικονομία της ποίησης μπορεί να αποδώσει συνοπτικά το νόημα του κάθε κεφαλαίου. Όλοι οι ποιητές τα έχουν πει όλα, με άλλο τρόπο από αυτόν που εγώ έχω επιλέξει μέσα από τη μυθοπλασία μου. Οι μορφές της Τέχνης είναι συγκοινωνούντα δοχεία, δανείζουν η μια στην άλλη ιδέες. Εξάλλου κι η ηρωίδα μου προέκυψε όπως σας είπα, μέσα από ένα τραγούδι.
Μας ταξιδεύετε πίσω στο 1911, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας όπου υπήρχε η φτώχεια στον βαλτότοπο του Ρωμιότοπου της Ημαθίας. Και μαζί με τη φτώχεια, έρχεται η αμάθεια, οι προκαταλήψεις, η πατριαρχία και πολλά άλλα. Σήμερα, όχι φυσικά σε τέτοιο βαθμό, μήπως δεν έχουμε όλα αυτά που αναφέραμε; Πολλά έχουν γίνει αυτά τα δυο χρόνια πανδημίας που μας τα επιβεβαιώνουν.
Δυστυχώς, όλα αυτά υπάρχουν όσο υπάρχει άνθρωπος σε κοινωνικό περίγυρο. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο «χαμαιλέων» ή «λερναία ύδρα», ένα φαινόμενο που δεν εκλείπει ποτέ. Κι αυτό το αντιλαμβανόμαστε καθημερινά κι ας λέμε πως έχουμε προοδεύσει ως κοινωνία. Οι συνέπειες είναι καταστροφικές για την κοινωνία και για καθένα ξεχωριστά. Το μορφωτικό επίπεδο και ο βαθμός ψυχικής και πνευματικής καλλιέργειας αποτελούν δυο από τους βασικότατους παράγοντες, στους οποίους αξίζει να επενδύσουμε, μήπως κάποια στιγμή απαγκιστρωθούμε από την αμάθεια και τις προκαταλήψεις. Για τη φτώχεια τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Όσο υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες, πάντα θα κρέμεται ο φόβος της φτώχειας πάνω από τα κεφάλια μας. Χρειαζόμαστε πολλή δουλειά ως κοινωνία για να εξαλειφθούν όλα αυτά.
Τα πιστεύω, η δύναμη της ιδέας και του οράματος εκείνα τα χρόνια δεν είχαν σύνορα. Φυλακίστηκαν, κυνηγήθηκαν, πολέμησαν, άντεξαν. Σήμερα, αυτά τα ιδανικά, οι αξίες έχουν εκπέσει. Δε μαθαίνουμε τίποτε τελικά από την ιστορία και τα παθήματά μας;
Είμαι από εκείνους που πιστεύουν πως η Ιστορία κάνει κύκλους. Στο χέρι μας είναι να αξιοποιήσουμε επιτέλους τα διδάγματα από το παρελθόν. Επιπλέον, πρέπει να αντλήσουμε δύναμη από το γεγονός πως κάποια στιγμή ο κύκλος κλείνει και πως εμείς έχουμε και το χρέος και τη δύναμη να τον κλείσουμε.
Πηγαίνοντας οι ήρωες μας στην Αμερική, στην Αστόρια, θα βιώσουν την αλληλεγγύη από τους συμπατριώτες τους. Ο αναγνώστης βλέπει το δέσιμο που έχουν οι εκεί μετανάστες. Πρέπει να ξενιτευτούμε οι Έλληνες για να προκόψουμε και ν’ αγαπηθούμε;
Φαίνεται, πράγματι, πως οι Έλληνες της διασποράς έχουν μεγαλύτερη αγάπη για την πατρίδα και τους συμπατριώτες τους. Κι αυτό πιστεύω έχει να κάνει με την αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας που τους δίνει ένα τέτοιο δέσιμο. Νομίζω πως οι ξενιτεμένοι Έλληνες προσπαθούν να διασώσουν την ελληνικότητά τους κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος, η ένωσή τους και η διατήρηση ηθών και εθίμων. Όχι, δε θεωρώ πως υπάρχουν δύο ποιότητες Ελλήνων, απλά όλοι εμείς εδώ θεωρούμε δεδομένα όλα τα συστατικά της λεγόμενης «ελληνικής ζωής». Στις δύσκολες στιγμές όλοι συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο απέναντι στην πατρίδα και τους συμπατριώτες μας.
Ο έρωτας μέσα από την Ιστορία. Μπορούμε αλήθεια ν’ αγαπήσουμε την πατρίδα μας, αν μεταξύ μας δεν αγαπιόμαστε; Πιστεύετε πώς αυτά τα δυο είναι κρίκοι της αλυσίδας;
Η αγάπη προς την πατρίδα προσομοιάζει στην αγάπη προς τους γονείς μας, ενώ η αγάπη προς τους άλλους απαιτεί άλλες ποιότητες· απαιτεί αμοιβαιότητα, σεβασμό, αλληλεγγύη, δόσιμο, πράξεις καλοσύνης, γενναιοδωρίας και αυτοθυσίας. Υπό αυτή την οπτική, όπως ένα κακότροπο παιδί αγαπά τους γονείς διότι του προσφέρουν ασφάλεια και φροντίδα, έτσι και κάποιος αγαπά την πατρίδα του ενώ δεν είναι διατεθειμένος να δεθεί με τους άλλους με πράξεις αγάπης.
Πιστεύετε πως η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να αλλάξει τον άνθρωπο και να δημιουργήσει αυτό το κλικ μέσα μας που θ’ αλλάξει τη ροή της ιστορίας;
Η λογοτεχνία, ως μια από τις καλές τέχνες, επηρεάζει τους ανθρώπους να αναπτύξουν στοχαστικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα το άτομο να εξερευνά τον εαυτό του και να βρίσκει τον ρόλο που παίζει στο περιβάλλον του. Εκτός από το ότι μας βυθίζει στο όνειρο της ομορφιάς και της ευτυχίας, η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μας προειδοποιεί για κάθε μορφή καταπίεσης. Δεν είναι τυχαίο που όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα τη φοβούνται τόσο πολύ που στήνουν συστήματα λογοκρισίας και παρακολουθούν ανεξάρτητους συγγραφείς τόσο ύποπτα. Η λογοτεχνία δημιουργεί μια αδελφότητα μέσα στην ανθρώπινη ποικιλομορφία και επισκιάζει τα σύνορα που η άγνοια, οι ιδεολογίες, οι θρησκείες, οι γλώσσες και η αμάθεια δημιουργούν. Υπό αυτή την έννοια, η λογοτεχνία μπορεί να αφυπνίσει και η αφύπνιση είναι αυτή που μπορεί να αλλάξει τη ρότα της Ιστορίας.
Το ιστορικό μυθιστόρημα στις μέρες μας έχει μεγάλη άνθηση. Ο αναγνώστης αναζητά τέτοιου είδους βιβλία. Πιστεύετε πως η ανάγκη γεννάται από τα κενά των σχολικών μας χρόνων;
Η αλήθεια είναι πως η Ιστορία ως μάθημα δεν είναι ελκυστική για τους μαθητές, κυρίως λόγω του τρόπου που διδάσκεται στα σχολεία μας. Πρώτα απ’ όλα λείπουν από τις σελίδες των βιβλίων τα γεγονότα της πολύ σύγχρονης Ιστορίας που έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή μας, αλλά και ο τρόπος που διδάσκεται το μάθημα είναι στεγνός και άκαμπτος, ένα σύνολο από ξερά γεγονότα και ημερομηνίες. Λείπει ο άνθρωπος και το συναίσθημά του μέσα στην Ιστορία κι αυτό απομακρύνει από την ομορφιά της μελέτης της. Αυτό το κενό έρχονται να καλύψουν τα ιστορικά μυθιστορήματα, που «διδάσκουν» Ιστορία δίχως να είναι διδακτικά, εστιάζοντας στον άνθρωπο και τα δεινά του μέσα στα γεγονότα.
Σας ενδιαφέρει λογοτεχνικά και χρονικά, το παρόν, το παρόν ή το μέλλον; Πιστεύετε πώς αν δε γνωρίζουμε το παρελθόν του κάθε τόπου μας, μπορούμε να ανοίξουμε δρόμο για τη δημιουργία μιας άλλης ελεύθερης κοινωνίας;
Με ενδιαφέρει η ανθρώπινη ζωή μέσα στο παρελθόν, στο παρόν και το μέλλον. Εξάλλου η αλληλουχία των γεγονότων και των χρόνων κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα, μια περιπέτεια, ένα ταξίδι που οφείλουμε να το εκμεταλλευτούμε για να μάθουμε όσα περισσότερα μπορούμε. Πιστεύω πως στο παρελθόν υπάρχουν όλες οι απαντήσεις για το παρόν και το μέλλον μας, από τα λάθη μας πρέπει να διδαχτούμε, να αφήσουμε πίσω ό,τι μας σημάδεψε και να ακολουθήσουμε πορεία προς τα εμπρός, διορθώνοντας κάθε στιγμή τη θέση μας.
Γνωρίζοντας ότι στα δυο αυτά χρόνια ο Πολιτισμός κατέβασε ρολά (μουσεία, θέατρα, μουσικές σκηνές), το βιβλίο ήταν το μόνο που κινήθηκε, αν και δεν έγιναν βιβλιοπαρουσιάσεις, βοήθησε ο εγκλεισμός και η πανδημία γενικότερα, κατά τη γνώμη σας στην αύξηση του αναγνωστικού κοινού;
Νομίζω πως την περίοδο του εγκλεισμού το αναγνωστικό κοινό δεν αυξήθηκε, απλά το ήδη υπάρχον αναγνωστικό κοινό διάβασε περισσότερα βιβλία. Αν κάποιος δεν έχει εντάξει τη βιβλιοανάγνωση στις αγαπημένες του ασχολίες, δεν το έκανε ούτε στην περίοδο της καραντίνας. Πρέπει να έχει εκπαιδευτεί κανείς στη φιλαναγνωσία, δεν είναι κάτι που προκύπτει λόγω εγκλεισμού.
Ποια είναι η γνώμη σας για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους;
Είναι πολύ σημαντική η συμβολή του Bookia στην προβολή των συγγραφέων και των βιβλίων γενικότερα, σε μια εποχή που δεν υπάρχουν πολλά μέσα για να προωθηθεί η φιλαναγνωσία. Σε μια εποχή που τα ΜΜΕ έχουν σχεδόν γυρίσει την πλάτη στο βιβλίο -ούτε μια εκπομπή δεν υπάρχει πια στην τηλεόραση-, η συμβολή τέτοιων πρωτοβουλιών είναι τεράστια και το Bookia είναι άξιο συγχαρητηρίων.
Αν και η λογοτεχνία δεν είναι διδακτική και ο/η συγγραφέας καταθέτει τις απόψεις του, ποιο είναι το άρωμα, αυτό το δυνατό στοιχείο που θα μείνει στη μνήμη του αναγνώστη από το βιβλίο σας;
Θα ήθελα, κλείνοντας ο αναγνώστης το βιβλίο, να έχει την αίσθηση πως διάβασε μια ιστορία που τον άγγιξε, που έκανε κάποιες χορδές της καρδιάς του να πάλλονται. Το συναίσθημα θέλω να μεταγγίσω, όχι τη γνώση.
Σας ευχαριστώ κυρία Δημοπούλου και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σας!
Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ από καρδιάς!