Μαρία Τσακίρη, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου για το «Λούτσυ και Καμίλ»

maria tsakiri

Τη Μαρία Τσακίρη την παρακολουθώ από τα πρώτα της βιβλία «Ιφιγένεια» και «Θλιμμένος Σεπτέμβρης», που έχουν μείνει έντονα στη μνήμη μου. Η γραφή της και τα βαθιά κοινωνικά της μηνύματα συνεχίζουν και στο πρόσφατο τρίτο βιβλίο της να με κεντρίζουν. Γεννημένη στην Κατερίνη η Μαρία Τσακίρη αλλά που μένει στη Θεσσαλονίκη, μοιράζεται μεταξύ δημοσιογραφίας και συγγραφής και μας συστήνει τη Λούτσυ και τον Καμίλ. Επηρεάζει η μια δουλειά την άλλη; Είναι η πρώτη, πηγή έμπνευσης σε όφελος της δεύτερης; Θα μας τα πει η ίδια η συγγραφέας.

Μαρία Τσακίρη σας ευχαριστώ για τον διαθέσιμο χρόνο σας γι αυτή τη συνέντευξη. «Λούτσυ και Καμίλ». Αλήθεια η μυθοπλασία;

Είναι η πραγματική ιστορία μιας οικογένειας που γνωρίζω προσωπικά εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια. Μια ιστορία που με άγγιξε εξαρχής. Ο τίτλος και το εξώφυλλο του βιβλίου ίσως οδηγούν στη σκέψη πως πρόκειται για μια τρυφερή ιστορία αγάπης. Το μυθιστόρημά μου, ωστόσο, δεν είναι απλά μια ερωτική ιστορία. Είναι μια πιο βαθιά ματιά στην άγνωστη ζωή ενός λαού, της οποίας ίσως ποτέ δεν ενδιαφερθήκαμε ή δε θελήσαμε να μάθουμε λεπτομέρειες. Αυτές οι λεπτομέρειες και το ιστορικό πλαίσιο γύρω από τη ζωή των ηρώων μου, ήταν ο λόγος που αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο.

Αλβανία, μια χώρα αποκλεισμένη για σαράντα χρόνια, χωρίς δικαιώματα, μια χώρα με πολλά στερητικά α, που γράφετε και στον πρόλογο σας. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στη συγγραφή του;

Το πρώτο που έμαθα για τη Λούτσυ και τον Καμίλ ήταν πως ο έρωτάς τους έχει γίνει θρύλος στην Κορυτσά. Σ’ εκείνα τα χρόνια, κατά τα οποία βασίλευε το στερητικό «α» στη χώρα τους (αθεΐα, απολυταρχία, απομόνωση, απαγόρευση) εκείνοι ερωτεύτηκαν. Τι το περίεργο θα σκεφτεί κάποιος. Το ίδιο σας διαβεβαιώνω πως σκέφτηκα κι εγώ. Η πληροφορία πως εκείνος ήταν καθηγητής κι εκείνη μαθήτριά του σε μια κοινωνία που δεν «σήκωνε» τέτοιους έρωτες, ήταν αυτή που κέντρισε το ενδιαφέρον μου αρχικά. Το δεύτερο που έμαθα ήταν πως η κόρη τους κατάφερε να κερδίσει μια υποτροφία στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια και στη συνέχεια μια εξαιρετική υποτροφία σ’ ένα σπουδαίο πανεπιστήμιο της Αμερικής. Η υποτροφία αυτή άλλαξε τα πάντα στην οικογένεια από την Κορυτσά, αφού ένας διαφορετικός ορίζοντας ανοιγόταν μπρος τους. Κάπως έτσι ασχολήθηκα δημοσιογραφικά με την Ιωάννα. Το ρεπορτάζ μου κέντρισε το ενδιαφέρον σχεδόν όλων των ΜΜΕ κι έτσι η σχέση μου με την οικογένεια έγινε πιο στενή. Όταν άρχισα να ξετυλίγω το κουβάρι των πληροφοριών που αφορούσε ένα λαό που ζούσε τόσο κοντά μου και συγχρόνως τόσο μακριά μου αποφάσισα να συνεχίσω το ρεπορτάζ. Η οικογένεια μου εμπιστεύτηκε επίσημα έγγραφα, τα οποία μπήκα στη διαδικασία να μεταφράσω αλλά και τα ημερολόγια και τις σημειώσεις του Καμίλ από τα παιδικά του χρόνια. Τότε κατάλαβα πως έχω να διαχειριστώ μια, πραγματικά, συγκλονιστική ιστορία.

Η κουκουβάγια έρχεται ως συμβολικό πουλί στην ιστορία;

Η κουκουβάγια αυτή υπήρξε πράγματι στην αληθινή μου ιστορία ακριβώς όπως την περιγράφω κι έπαιξε το δικό της ρόλο στην ψυχολογία των ηρώων μου. Αν και αυτό που γνωρίζουμε είναι πως συμβολίζει τη σοφία και την έχουμε συνδέσει με τη Θεά Αθηνά, η κουκουβάγια στο «Λούτσυ και Καμίλ» συμβολίζει την κακοδαιμονία, επειδή έτσι την αντιμετώπιζε ο απλός λαός όταν την έβλεπε να κάθεται στα κεραμίδια των σπιτιών και να κρώζει απόκοσμα. Γρουσούζικο πουλί και προάγγελο του θανάτου τη θεώρησαν οι κάτοικοι του μικρού και φτωχού Μπιλίστ όπου ζούσε η οικογένεια του Καμίλ. Φοβήθηκαν πως κάτι κακό θα συμβεί και δυστυχώς οι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν με τον χειρότερο τρόπο.

Τι συμβολίζει η «Άννα Καρένινα» για σας; Πού οφείλεται η τόση επιμονή του Καμίλ γι’ αυτό το βιβλίο, που αδιαμφισβήτητα είναι υπέροχο;

Η Άννα Καρένινα είναι η γυναίκα που τολμά και ακροβατώντας μεταξύ του θέλω και του πρέπει, επιλέγει το θέλω. Μια οπτική για τη ζωή που δε διαφέρει καθόλου από τη δική μου. Το αριστούργημα του Λέοντα Τολστόι σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή του Καμίλ. Ξεκίνησε να το διαβάζει στο σπίτι του φίλου του Ούλμπερ λίγο πριν εκείνος συλληφθεί με ολόκληρη την οικογένειά του και πάρει το δρόμο για το πιο φρικτό κάτεργο της Αλβανίας. Ο ήρωάς μου συνέχισε την ανάγνωσή του στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων και έγινε το αγαπημένο του βιβλίο επειδή η Άννα Καρένινα πολέμησε για το δικαίωμά της στην προσωπική ελευθερία, έχοντας απέναντί της μια κοινωνία που την ήθελε φυλακισμένη ανάμεσα σε πρέπει και κανόνες. Αυτά τα πρέπει και κανόνες ο Καμίλ με τη στάση της ζωής του απέδειξε πως δε θα επιτρέψει να περιορίσουν την ελευθερία της σκέψης του. Όταν ερωτεύτηκε τη Λούτσυ κι ενώ είχε απέναντί του μια ολόκληρη κοινωνία, εκείνος πορεύτηκε διαβάζοντας Άννα Καρένινα, αφήνοντας στην άκρη τα πρέπει. Πρέπει να σας πω ότι το συγκεκριμένο βιβλίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Είναι γεμάτο από σημειώσεις, σκέψεις και συναισθήματα του Καμίλ. Αυτή η λιτή αλβανική έκδοση του βιβλίου του Τολστόι, ήταν ό, τι πιο συγκινητικό κράτησα στα χέρια μου από τον Καμίλ, τον οποίο δε γνώρισα δυστυχώς γι αυτό και αφιέρωσα το βιβλίο στη μνήμη του.

Πολύ λίγοι γνωρίζουν το τι έγινε στην Αλβανία. Τα πρώτα βιβλία που ήρθαν στην Ελλάδα ήταν των συγγραφέων Τηλέμαχου Κώτσια και του Σωτήρη Δημητρίου που άνοιξαν λογοτεχνικά τον δρόμο γνωριμίας με την άγνωστη χώρα. Από πού αντλήσατε τα ιστορικά στοιχεία γι’ αυτό το βιβλίο;

Ξεκινώντας την έρευνα είχα στη διάθεσή μου επίσημα έγγραφα της οικογένειας για τον τρόπο που εκτελέστηκε ο πατέρας του Καμίλ. Ήταν μια από τις πολλές απάνθρωπες ομαδικές εκτελέσεις του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Είχα επίσης όλα τα βιβλία και ημερολόγια του ήρωά μου, μέσα από τα οποία βρήκα πολλές και συγκλονιστικές λεπτομέρειες για το αναχρονιστικό καθεστώς που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η Λούτσυ μου εμπιστεύτηκε επίσης τα βιβλία του Ούλμπερ που κατέγραφε τη ζωή στα κάτεργα της Αλβανίας, όπου τα μοναδικά πλάσματα που είχαν γεμάτο στομάχι ήταν οι κοριοί. Αυτό που κλήθηκα να κάνω εγώ, ήταν να διασταυρώσω τα στοιχεία που έπρεπε να εντάξω στο βιβλίο μου, αναζητώντας πάντα και την άλλη πλευρά του νομίσματος, μέσα από δημοσιεύματα, μαρτυρίες και βιβλία.

Αυτόν τον φόβο που ζούσαν καθημερινά οι άνθρωποι της διανόησης στην Αλβανία, τον ζήσαμε κι εμείς στα εφτά χρόνια της χούντας στην Ελλάδα. Θάνατος στη διανόηση, θάνατος στη λογοτεχνία. Μαύρος και κόκκινος φασισμός δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Πώς νιώθατε όταν γράφατε αυτά τα κεφάλαια;

Το πρώτο συναίσθημα που ένιωσα ήταν ένα μούδιασμα ανάκατο, όμως, με έκπληξη και θλίψη. Με στεναχωρούσαν και με θύμωναν οι λεπτομέρειες που μάθαινα για την καθημερινότητα των ηρώων μου. Η απόλυτη φτώχια, η εξαθλίωση, οι διώξεις, οι εκτελέσεις, η φίμωση όλα αυτά που συνέβαιναν δίπλα μας όταν εμείς εδώ στην Ελλάδα ευημερούσαμε, με πείσμωσαν να συνεχίσω την έρευνά μου.

Σε μια χώρα που κυριαρχεί το γκρι πώς μπορεί ν’ ανθίσει ο έρωτας, η ελπίδα και το όνειρο;

Είναι δύσκολο να ζεις σε μία χώρα που ελέγχει την ανάσα σου. Πιστεύω πως η ελίδα και το όνειρο και σίγουρα ο έρωτας μπορούν να ανθίσουν μόνο αν καταφέρεις να κρατήσεις ελεύθερο το πνεύμα σου. Αυτό ακριβώς που εκπροσωπούν η Λούτσυ και ο Καμίλ στο βιβλίο μου. Κράτησαν ο ένας το χέρι του άλλου και τόλμησαν να ονειρευτούν μια ζωή μακριά από τη χώρα που τους κατάπινε. Τα κατάφεραν επειδή πίστεψαν πως ένας χρωματιστός κόσμος, που το καθεστώς τους απέκρυβε για χρόνια κρατώντας τους συρματοπλεγμένους, είναι εκεί έξω και τους περιμένει να υλοποιήσουν τα όνειρά τους.

«Η γραφομηχανή είναι το όπλο μου». Μπορείτε να φανταστείτε τον εαυτό σας χωρίς να γράφετε ελεύθερα;

Όχι. Φυσικά και όχι. Άλλωστε το ότι έχω επιλέξει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι στη συγγραφική μου πορεία το αποδεικνύει. Αν δε νιώθω ελεύθερη να γράφω αυτό που θέλω, με τον τρόπο που εγώ θέλω, δεν έχει νόημα να συνεχίσω να υπάρχω σ’ αυτό το χώρο. Ίσως κάποια από τα θέματα που καταπιάνομαι να μη θεωρούνται εμπορικά. Το ζητούμενο για μένα είναι να περνάω καλά όταν τα γράφω, να γίνομαι μέρος της ζωής των ηρώων μου και σίγουρα όλα αυτά να τα κάνω απόλυτα ελεύθερη. Σκεφτείτε τώρα πως αισθάνθηκε ο Ούλμπερ όταν καταδόθηκε από φίλο του πως έγραφε κρυφά ποιήματα ενώ απαγορευόταν.  Συνελήφθη, βασανίστηκε και αντιμετωπίστηκε ως κοινός εγκληματίας. Με την κατηγορία της διέγερσης και προπαγάνδας μέσω των ποιημάτων του κλείστηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων για οκτώ χρόνια. Τα ποιήματά του χαρακτηρίστηκαν επικίνδυνα για το λαό. Νωρίτερα είχε ζήσει για δυο δεκαετίες σε άλλο κάτεργο με την κατηγορία της αντικομουνιστικής ταραχής και προπαγάνδας. Αποφυλακίστηκε το 1990 σε ηλικία πενήντα ετών, με πολύ εύθραυστη υγεία. Ίσως βοηθήσει τη σκέψη σας η πληροφορία πως κανείς δεν είχε τότε νομική εκπροσώπηση. Ο λόγος; Είχε διαλυθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης και απαγορεύτηκε στους δικηγόρους να ασκούν το επάγγελμά τους!

Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος ο αναγνώστης διαβάζει προκαταλήψεις, δοξασίες, πρακτικές πχ για να πιάσει μια γυναίκα παιδί και πολλά άλλα που δεν μας είναι άγνωστα στην Ελλάδα. Πιστεύετε πώς έχουμε πολλά κοινά σημεία ως λαοί και γι αυτό συμβιώσαμε τόσα χρόνια παρά τα ρατσιστικά παραληρήματα κάποιων ομοεθνών;

Πράγματι έχουμε πολλά κοινά μ’ αυτό το λαό. Πρέπει να σας πω ότι έχουν ως εθνικό φαγητό τη φασολάδα και πως ο μπακλαβάς – που συνήθως παρασκευάζουν με εκατό χειροποίητα φύλλα - είναι το γλυκό που τους χαρακτηρίζει κι έχει συνδεθεί με όλες τις μεγάλες γιορτές τους. Ακόμη και η κουκουβάγια για την οποία μιλήσαμε πριν λίγο αντιμετωπίζεται στην ελληνική επαρχία όπως και στην αλβανική. Θεωρείται προάγγελος θανάτου και γρουσούζικο πουλί. Ένα άλλο κοινό μας στοιχείο είναι η μεγάλη αγάπη μας για την παραδοσιακή μουσική. Να σημειώσω, πως η μουσική πολυφωνική παράδοση της Αλβανίας έχει περιληφθεί στον κατάλογο των παγκόσμιων μουσικών αριστουργημάτων της UNESCO καταλαμβάνοντας την 43η θέση στη λίστα των πλέον διακεκριμένων μουσικών παραδόσεων των λαών του κόσμου.

Στη σελίδα 333 βλέπουμε τη συγκλονιστική σκηνή που ρίχνουν το άγαλμα του Χότζα. Ένας λαός που θανατωνόταν κάθε μέρα, που περίμενε στην ουρά για τα αναγκαία τρόφιμα, πώς άντεξε εβδομήντα ολόκληρα χρόνια; Δεν άργησε πάρα πολύ;

Κάποιοι πιστεύουν πως η στιγμή αυτή πράγματι άργησε πολύ. Κάποιοι άλλοι, εκείνοι που ανήκουν στη μερίδα των λίγων που δε διώχτηκαν ή ευεργετήθηκαν από το καθεστώς είναι αντίθετοι με την πτώση του αγάλματος του Χότζα και γενικά με την αλλαγή σελίδας στη χώρα. Βεβαίως, έχουν τους λόγους τους. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε, άλλωστε, πως επί κυριαρχίας του έγιναν σημαντικά πράγματα στη χώρα. Εξαλείφθηκε ο αναλφαβητισμός, καθιερώθηκε η υποχρεωτική δημοτική εκπαίδευση, η δωρεάν παιδεία, η διασφάλιση του κρατικού ανοικτού για όλους σχολείου, η ισότητα στην εκπαίδευση για αγόρια και κορίτσια, δεν υπήρχε ανεργία. Στα χρόνια του η Αλβανία εκβιομηχανίστηκε, δινόταν κίνητρα στους γονείς να αποκτούν πολλά παιδιά, κατασκευάστηκαν δρόμοι, βελτιώθηκαν οι συγκοινωνίες και η θέση της γυναίκας, που μέχρι τότε δεν είχε καμία αξία, βελτιώθηκε αρκετά στην κοινωνία.

Πότε γράφονται τα πιο δυνατά ποιήματα, τα πιο ωραία βιβλία για εσάς; Υμνώντας τα ηλιοβασιλέματα ή τον πόνο των λαών;

Δε χρειάζονται ειδυλλιακά ηλιοβασιλέματα ή περιγραφή του πόνου ενός λαού για να γραφτούν δυνατά ποιήματα και ωραία βιβλία. Χρειάζεται έμπνευση και θέληση. Πάντως σας διαβεβαιώνω πως μέχρι στιγμής δεν έχω εμπνευστεί από ένα πορτοκαλοκόκκινο ρομαντικό ηλιοβασίλεμα. Ίσως στο μέλλον.

Πιστεύετε πως αν οι λαοί ήταν ευτυχισμένοι θα ήταν γεμάτες οι σελίδες της ιστορίας; Θα υπήρχαν μετανάστες;

Αν υπήρχαν ευτυχισμένοι λαοί, οι σελίδες της ιστορίες θα ήταν άδειες από πολέμους, γενοκτονίες, διωγμούς, πείνα. Και αν συνέβαινε αυτό, τότε οι σελίδες της ιστορίας θα ήταν γεμάτες επιτεύγματα ανθρώπων για το καλό των ανθρώπων και όχι επιτεύγματα για την εξόντωσή τους. Ρωτάτε αν υπήρχαν μετανάστες. Υπάρχει, άραγε ένας άνθρωπος σ’ αυτόν το πλανήτη που θα ήθελε να εγκαταλείψει την πατρίδα του αν δεν ήταν αναγκασμένος να το κάνει για ένα καλύτερο αύριο, ή για να σώσει τα παιδιά του από τη φρίκη του πολέμου, ή για να ζήσει ελεύθερος, ή για να κοιμάται χορτάτος και όχι νηστικός;

«Καλύτερα να πεθάνεις όρθιος παρά να πεθάνεις σκυμμένος». Μια παροιμία που κράτησε την περηφάνια και το πείσμα πολλών λαών στον κόσμο για να χαρεί το όνειρο. Πείτε μας την άποψη σας.

Πόσο σπουδαία μηνύματα σε μία μόνο πρόταση! Πρόσφατα διάβαζα την ιστορία του Εμιλιάνο Ζαπάτα, τον πρωταγωνιστή της αγροτικής Μεξικανικής Επανάστασης στον οποίο ανήκει η φράση, που μαζί με το «γη κι ελευθερία», έμειναν στην ιστορία για να μας θυμίζουν πως κάποιοι έδωσαν τη ζωή τους πολεμώντας το άδικο, προστατεύοντας και εμπνέοντας τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους. Οι ήρωές μου είχαν ακριβώς την περηφάνια και το πείσμα για τα οποία κάνετε λόγο και χαίρομαι πολύ που ανέδειξα μέσα από την ιστορία που αφηγούμαι τη σπουδαία στάση που κράτησαν απέναντι σ’ ένα καθεστώς που τους ήθελε σκυμμένους και υποταγμένους για δεκαετίες.

Η Γιοάνα ακολούθησε το παράδειγμα του Οδυσσέα Τσατάι, που απασχόλησε για πολύ καιρό τα ΜΜΕ. Έφτασε πολύ ψηλά έχοντας πείσμα, αποδεικνύοντας πώς δεν διαφέρει από τα άλλα παιδιά. Αυτό το πείσμα υπάρχει σε όλα τα παιδιά των μεταναστών που τελικά τους κερδίζουν οι ξένες χώρες. Πόσο φθόνο μπορούν να έχουν μέσα τους οι άνθρωποι; Πιστεύετε πως αν δεν είχαμε αυτή τη ζήλια, θα ήταν διαφορετική η χώρα μας;

Ίσως δεν είναι ζήλια. Ή δεν είναι μόνο ζήλια. Πιστεύω πως υπήρχαν κι άλλα συναισθήματα όταν άρχισαν οι πρώτοι Αλβανοί να έρχονται στη χώρα μας. Ήταν ίσως και ο φόβος που συνοδεύτηκε από πολλά δυσάρεστα γεγονότα που πήραν διαστάσεις τη δεκαετία του ’90. Τόσο ο Οδυσσέας, όσο και η Ιωάννα, δίχασαν  τις τοπικές κοινωνίες που ζούσαν. Ας μη ξεχνάμε τις ατελείωτες ώρες που αφιέρωσαν τα ΜΜΕ προσπαθώντας να απαντήσουν στο ερώτημα αν ένας αριστούχος Αλβανός δικαιούται να κρατήσει την ελληνική σημαία στην παρέλαση. Η Γιοάνα που όταν βαφτίστηκε χριστιανή έγινε Ιωάννα ήταν ένα παιδί με μεγάλη προσήλωση σε ό, τι κάνει και είχε όντως μεγάλο πείσμα. Νομίζω πως αυτό το πείσμα και τα εφόδια που πήρε από τους δυο γονείς της ήταν τα μέσα που την έφθασαν στην κορυφή. Η ηρωίδα μου, σήμερα διαπρέπει στο Μανχάταν σε μία από τις κορυφαίες χρηματιστηριακές εταιρίες του κόσμου.

Υπάρχουν πολλές οικογένειες στη χώρα μας όπως η οικογένεια Αρώνη που συμπαραστάθηκε στον Καμίλ και τη Λούτσυ. Είναι το αισιόδοξο μήνυμα που θέλατε να δώσετε στο βιβλίο σας; Ότι δεν πρέπει να γενικεύουμε τα μέλη της κοινωνίας μας;

Η οικογένεια Αρώνη είναι μια εξαιρετική οικογένεια, την οποία είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά. Όπως γράφω και στο βιβλίο το σπίτι τους είναι «Ένα σπίτι στο οποίο ο ρατσισμός ήταν και παρέμεινε άγνωστη λέξη». Αγκάλιασαν τη Λούτσυ από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισαν και την έκαναν μέλος της οικογένειάς τους. Άλλωστε η Λούτσυ είχε την τύχη να ξεκινήσει να δουλεύει στην οικογένειά τους και να παραμείνει μέχρι τη συνταξιοδότησή της ένας δικός τους άνθρωπος. Και, ναι, είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα που προκύπτει από το βιβλίο μου. Ακόμη και σήμερα οι σχέσεις τους είναι στενές και το ενδιαφέρον για την εξέλιξη της Ιωάννας στο εξωτερικό είναι αμείωτο. Αδιαμφισβήτητα δεν πρέπει να γενικεύουμε τα μέλη της κοινωνίας μας.

Μέσα από το βιβλίο σας γνωρίζουμε Αλβανούς λογοτέχνες που αγνοούσαμε. Εκτός από τον Ισμαήλ Κανταρέ που έφυγε για τη δύση, όλοι αυτοί που αναφέρονται, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, πέθαναν γιατί μετέφρασαν ελληνικά αρχαία κείμενα. Μήπως αυτό το μυθιστόρημα είναι μια ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά μ’ αυτούς τους ανθρώπους που η Ελλάδα ήταν μέσα στη ψυχή τους;

Ο Ισμαήλ Κανταρέ είναι ο πιο διάσημος σύγχρονος Αλβανός λογοτέχνης, βιβλία του οποίου μεταφράστηκαν και στα ελληνικά. Είναι σημαντικό πως από το 1985, τα βιβλία του Αισχύλου είχαν εκδοθεί στα Αλβανικά. Αν κάποιος, πάντως, έχει τη διάθεση να σκαλίσει το κεφάλαιο «πολιτισμός» της Αλβανίας θα βρει πολλά ενδιαφέροντα να διαβάσει. Θα γνωρίσει τα αδέρφια Ναΐμ και Σάμι Φράσερι, τον Σεφ Σερέμπι, τον Γκασμέτ Καπλάνι αλλά και σπουδαίους ποιητές. Θα γνωρίσει ακόμη τον Γκιον Σλάκου που μετέφρασε τα έπη του Ομήρου στα Αλβανικά. Ένα σπουδαίο κεφάλαιο αποτελεί η ιχθυολόγος Σαμπιχά Κασιμάτι που αφιέρωσε τη ζωή της ερευνώντας την περιοχή της Πρέσπας, το Ιόνιο Πέλαγος και την Αδριατική. Εκτελέστηκε από το καθεστώς επειδή κατήγγειλε τη δίωξη των διανοουμένων.

Το PEN Greece είναι παράρτημα του PEN INTERNATIONAL που αγωνίζεται για την ελευθερία της έκφρασης. Πιστεύετε πώς αν υπήρχε αλληλεγγύη μεταξύ των συγγραφέων, θα είχαμε πετύχει κάποια ουσιαστικά βήματα;

Αυτό το αίσθημα ενότητας μεταξύ ανθρώπων με κοινούς στόχους που περικλείει η λέξη αλληλεγγύη είναι απαραίτητο και αναγκαίο σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Επομένως η ίδρυση ενός παραρτήματος του διεθνούς οργανισμού που δραστηριοποιείται στην προώθηση της λογοτεχνίας και της προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης, μόνο  θετικά μπορεί να σχολιαστεί. Έχω την αίσθηση, όμως, πως σαν οργανισμός δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός. Πιστεύω πως αν αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στους έλληνες δημιουργούς λειτουργήσει σωστά, ίσως τα όποια προβλήματα απασχολούν τους συγγραφείς αντιμετωπιστούν σε άλλη βάση. Αυτό που σίγουρα χρειάζεται τόνωση είναι η διάδοση της φιλαναγνωσίας, αφού μόνο το 8% των Ελλήνων διαβάζουμε.

Μέσα από τη δημοσιογραφία γνωρίσατε τον Καμίλ και τη Λούτσυ; Ποιο στοιχείο της ζωής τους σας συγκλόνισε τόσο πολύ ώστε να γίνουν οι ήρωες σας;

Έχω την αίσθηση πως πήρα την απόφαση να γράψω αυτή την αληθινή ιστορία, την ημέρα που η Λούτσυ μου μίλησε για την εκτέλεση του πατέρα του Καμίλ και κράτησα στα χέρια μου το επίσημο έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. «Ο Ραμαντάν Σουλεϊμάν Ζέρα, συνελήφθη 15 - 10 - 1945 κι αποφασίστηκε να καταδικαστεί σε θάνατο από το στρατιωτικό δικαστήριο στην Κορυτσά την 1 - 3 - 1946. Δεν υπάρχει νούμερο απόφασης. Εκτελέστηκε 20 - 3 - 1946, 7 το απόγευμα». Το έγγραφο έφτασε στα χέρια του Καμίλ τον Μάη του 1994. Σαράντα άνδρες εκτελέστηκαν εκείνο το απόγευμα και παραχώθηκαν σ’ ένα ομαδικό τάφο στο λόφο της πόλης.

Ποια είναι η γνώμη σας για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους;

Θεωρώ πως το Bookia κάνει σπουδαία δουλειά. Και γίνεται ακόμη πιο σπουδαία αυτή η προσπάθεια, επειδή μέσα από τις συνεντεύξεις και κριτικές των συνεργατών της προβάλλονται συγγραφείς που ίσως δεν έχουν τη δυνατότητα προβολής, που συνήθως ακολουθεί τους λεγόμενους «εμπορικούς» συγγραφείς. Έχουν γραφτεί και κάθε μέρα κυκλοφορούν σπουδαία βιβλία που αξίζει να προβληθούν. Συνεχίστε αυτό το σπουδαίο σας έργο. Οι Έλληνες συγγραφείς σας χρειάζονται.

Και τα τρία βιβλία σας έχουν πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό. Πιστεύετε ότι το απαιτούν οι εποχές που ζούμε;

Όταν καταπιάνεται κάποιος με τέτοιου είδους θέματα, θεωρώ πως το απαιτούν, καταρχάς, τα ίδια τα θέματα, προκειμένου να φαίνονται πιο ολοκληρωμένα στα μάτια του αναγνώστη. Νομίζω πως συμφωνούμε, ότι ο ρόλος της λογοτεχνίας τις εποχές που ζούμε, με τόσα θέματα να εντείνουν την αγωνία και την ανασφάλειά μας, είναι ιδιαίτερος και πιο ουσιαστικός. Τόσο οι οικονομικές όσο και οι κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές, δημιουργούν νέα δεδομένα και η λογοτεχνία είναι υποχρεωμένη να τις παρακολουθεί, φροντίζοντας να αναδεικνύει τα σωστά μηνύματα, ώστε να ευαισθητοποιούν ή να προβληματίζουν τον αναγνώστη τη σωστή στιγμή.

Πώς βίωσε δημιουργικά η Μαρία Τσακίρη τον εγκλεισμό;

Απομονωμένη, κάπου στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης ευτυχώς με θέα το Θερμαϊκό, ατενίζοντας πολλές φορές τις ακτές της πατρίδας μου της Πιερίας, που αναγκάστηκα να αποχωριστώ για ένα πολύ μεγάλο διάστημα. Το καλό αυτού του εγκλεισμού ήταν πως κύλισε δημιουργικά, παρέα με αληθινούς αλλά και επινοημένους ήρωες, που πάντα κρατούν καλή παρέα..

Ευχαριστώ θερμά για τις ερωτήσεις ουσίας της συνέντευξης.

Μακάρι να μην υπάρχουν ποτέ άλλοτε άνθρωποι που φυλακίζονται, εξορίζονται, θανατώνονται για τα πιστεύω τους. Να μην υπάρχουν τόσα α. Ευχαριστώ κυρία Τσακίρη για τον χρόνο σας και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το νέο σας βιβλίο.

 Δημοσιεύθηκε στο Bookia