Γιάννης Φιλιππίδης, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη για το «Χτύπα το φίδι στο κεφάλι»

giannis filippidis

Είναι η πρώτη φορά που μιλώ με τον Γιάννη Φιλιππίδη για λογαριασμό του Bookia. Το νέο του βιβλίο «Χτύπα το φίδι στο κεφάλι» από την Άνεμος Εκδοτική, όπου είναι υπεύθυνος εκδόσεων, χτύπησε το καμπανάκι για ερωτήματα. Μου μίλησε εφ' όλης της ύλης, ως συγγραφέας και ως συνεκδότης. Μου άρεσε και τον αναζήτησα να μου απαντήσει στα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν, όση ώρα το απολάμβανα.

Γιάννη Φιλιππίδη ευχαριστώ για τη συνέντευξη που μου παραχωρείτε, γνωρίζοντας πως ο χρόνος σας είναι αφόρητα πιεσμένος. Γιατί ακόμη ένα βιβλίο για το Δίστομο στην ελληνική λογοτεχνία; Πιστεύετε πως αυτό το κεφάλαιο δεν έχει κλείσει;

O χρόνος είναι πραγματικά πιεστικός για πολλούς από μας, αλλά είναι τιμή και χαρά μου, να μιλήσουμε για ένα βιβλίο μέσα από την πλατφόρμα του αγαπημένου μας Bookia και για τέτοιες όμορφες συνευρέσεις, αξίζει να βάζεις στην άκρη, οτιδήποτε άλλο. Τώρα σ’ ό,τι αφορά στο ξεκίνημα του βιβλίου που γίνεται από το Δίστομο, θα πω απλά, ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει, αλλά αξίζει να μεταλαμπαδεύεται συνεχώς στις νεότερες γενιές. Οι παλιοί δεν ξεχνούν, οι νεότεροι όμως στέκονται με μεγαλύτερη απόσταση απέναντι στο παρελθόν και πρέπει να κρατούν ζωντανό ό,τι αντιλαμβανόμαστε σαν συλλογική ιστορική και εθνική μας μνήμη.

Το «Χτύπα το φίδι στο κεφάλι», ένας πρωτότυπος τίτλος. Να υποθέσουμε πως το φίδι είναι ο ναζισμός και ο φασισμός ή όλα όσα θα βρει μέσα σ’ αυτό ο αναγνώστης;

Ενέχει έναν πολύπλοκο για μένα συμβολισμό. Ξεκινάει ένα βιβλίο με μια σκηνή ολοκαυτώματος κατά την οποία σκοτώνεται καθετί ζωντανό. Θα περισσέψουν αναμφίβολα λίγοι. Ανάμεσά τους ένα κορίτσι, η Αντιγόνη, θα περάσει πολλά από τη ζωή που της έχω ορίσει στα νεανικά της χρόνια. Γιατί, εκτός από τη λαίλαπα των ίδιων των ναζιστικών επιχειρήσεων, θα βιώσει και ανθρώπινες συμπεριφορές τρίτων, τόσο ζωώδεις, που ’μαι γω ο ίδιος που της δίνω ένα τέτοιο πρόσταγμα. Δε θα μ’ ακούσει και δεν πρέπει να μ’ ακούει. Γιατί μόνο έτσι θα κυλήσει το κουβάρι του μύθου.

Στη σελίδα 177 γράφετε: «Οι αναμνήσεις είναι η ζωή μου». Πιστεύετε πως ο Νεοέλληνας θέλει να γνωρίζει το τι έγινε τότε ή δεν τον απασχολεί έχοντας τόσα προβλήματα στην καθημερινότητα του; Το Δίστομο, ο Βιάννος, το Κομμένο της Άρτας και πάμπολλοι τόποι που μαρτύρησαν, του λένε κάτι ή θέλει να τραβήξει μπροστά έχοντας την ταμπέλα του Ευρωπαίου πολίτη;

Δε θα τον κάνουν λιγότερο Ευρωπαίο πολίτη και το να θυμάται επιπλέον ό,τι αναφέρεται στην ιστορία του τόπου του, που δεν είναι στ' αλήθεια ακόμα τόσο μακρινή, είναι αναγκαίο για την προσωπική και την εθνική του ταυτότητα. Τα καθημερινά του προβλήματα μπορεί συχνά να τον αποσυντονίζουν αλλά να που κάθε τόσο, μια ομιλία, ένα ντοκιμαντέρ ή ένα βιβλίο, θα του θυμίσουν ή ακόμα σημαντικότερα, θα του διδάξουν από την αρχή, γεγονότα και εποχές, που μπορεί να διδάχτηκε στερεότυπα μέσα από τα σχολικά του διαβάσματα, αλλά τώρα και πάντα πιστεύω, πως θα του δίνουν τη δυνατότητα στη σκέψη και το θυμικό του, να βλέπει τη μεγάλη εικόνα, που τραβάει τουλάχιστον τόσο παλιά. Και πιστεύω πως η ιστορία του εικοστού αιώνα μας, είναι ακόμα πολύ κοντινή για σκέψεις και συμπεράσματα.

Οικονομικοί μετανάστες τότε και σήμερα! Ξεχάσαμε τόσο γρήγορα τι τράβηξαν οι πρώτοι Έλληνες που έφυγαν για καλύτερη ζωή στην Αμερική, τη Γερμανία, τα ανθρακωρυχεία της Ευρώπης και φερόμαστε πολλές φορές άσχημα στους μετανάστες που έρχονται στην πατρίδα μας;

Σα λαός, φοβάμαι ότι κατά το ένα μέρος του το ’χουμε πια ολότελα ξεχάσει, γιατί έτσι συμφέρει. Συμφέρει να μη μοιράζεσαι τη φτώχεια και την ένδεια του σημερινού μετανάστη. Στην Αμερική ωστόσο, όπου ήταν και το κύριο αντικείμενο της έρευνάς μου, προκειμένου να κατανοήσω την νοοτροπία κυρίως των Αγγλοσαξόνων αποίκων που ’τανε κυρίαρχη, χρειάστηκε να μάθω, πως αμφέβαλλαν ακόμα και για τη φυλή μας, τόσο, που το 1910 έστειλαν ανθρωπολόγο στη χώρα μας να διαπιστώσει αν πράγματι ανήκουμε στη λευκή φυλή. Οι Έλληνες, όπως και πολλές άλλες εθνότητες μεταναστών, πέρασαν από τις πιο ταπεινές και ταπεινωτικές δουλειές, συχνά χωρίς να προλαβαίνουν να απολαμβάνουν έστω και ένα απόβραδο στην επιστροφή τους για το σπίτι τους. Έφτασα μέχρι μια έκρηξη ορυχείου, δυο δεκαετίες πριν την αλλαγή του εικοστού αιώνα, όπου για πρώτη φορά οι Έλληνες και όχι μόνο αυτοί, διδάχτηκαν τον άγνωστο ως τότε συνδικαλισμό, αλλά θα πέρναγαν δεκαετίες ακόμα, ώσπου οι ομοεθνείς μας, να ανέβουν σκαλοπάτια στην κοινωνική ιεραρχία της εποχής εκείνης.

Θα γίνουμε ποτέ ειλικρινείς απέναντι στην ιστορία; Θα διδαχτούμε από αυτήν; 

Το ελπίζω, παρά την παράδοση, που μιλάει για κοντή μνήμη. Αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος γι’ αυτό. Εδώ χρειάζεται η συμβολή όλων μας στη μετάβαση από γενιά σε γενιά.

Η Λένη, ο Σπύρος, ο Αλέκος ήτανε ήρωες που πλήρωσαν το αντίτιμο της Θείας Δίκης. Πιστεύετε σ’ αυτήν;

Αναμφίβολα πιστεύω, ναι. Γενικότερα πιστεύω σε μια συμπαντική ισορροπία, που βοηθάει να γίνουν γνωστότερα τα κακώς πεπραγμένα και αναδεικνύει περισσότερο φως, περισσότερη δικαιοσύνη. Και αλίμονο, αν δεν πιστεύουμε κάπου.

Εφ' όσον οι νικητές γράφουν την ιστορία διαμορφώνοντας συνειδήσεις στην κοινωνία, οι νικημένοι σε όλα τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρονται στο μυθιστόρημα μόνο με την αυτοδικία πιστεύετε πως θα μπορούσαν να δικαιωθούν;

Την Αντίσταση στον άξονα και την Κατοχή, στον εμφύλιο που ακολούθησε, είχαμε πόλεμο. Αλλ' αυτό, δε σταμάτησε όταν ένα σκληρό κρατικό καθεστώς εγκαθιδρύθηκε στη χώρα. Συνεχίστηκε βουβά. Οι νικημένοι αναγκάστηκαν να εξοριστούν, να υποφέρουν, ανθρώπινες ζωές χάθηκαν και περιουσίες, οικογένειες διαλύονταν. Σ' ένα τέτοιο ιστορικό φόντο, είναι φυσικό η αυτοδικία να 'ναι για τους χαμένους, η μόνη λύση, αναζητώντας λύτρωση απ’ όσα υπέμεναν.

Έχω παρατηρήσει και σε άλλα βιβλία των εκδόσεων σας που έχετε επεξηγήσεις για γνωστά ιστορικά γεγονότα που ένας αναγνώστης οφείλει να γνωρίζει. Μήπως άθελα δίνετε «μασημένη τροφή» στον αναγνώστη και δεν τον ωθείτε να ψάξει μόνος του τις πληροφορίες;

Η συμβολή των ιστορικών κυρίως υποσημειώσεων, είναι ως οφείλει, να επεξηγεί άμεσα στον αναγνώστη, βοηθώντας τον να καταλάβει περισσότερα. Αν έλειπαν θα προκαλούσαν ασφυκτικά ερωτηματικά σ’ ένα βιβλίο, όπως και το δικό μου. Δεν είναι μασημένη τροφή. Ο αναγνώστης οφείλει, διαβάζοντας τα ελάχιστα για το Δίστομο, να αναζητήσει πληροφορίες στο διαδίκτυο, τα πάντα. Φωτογραφίες, αφηγήσεις, λεπτομέρειες, που θα ήταν αδύνατο να του δώσει μια υποσημείωση. Κι είναι θαρρώ χρέος μας να δίνουμε περισσότερα ώστε οι αναγνώστες να διεγείρουν το θυμικό τους και να ψάξουν για τα πολλά περισσότερα, ζούμε άλλωστε στον κόσμο της πληροφορίας.

Σπουδάσατε υποκριτική στη θεατρική Σχολή του Βασίλη Ρίτσου. Πόσο σας βοήθησε στη συγγραφή των βιβλίων; Πιστεύετε πως η μια Τέχνη αγκαλιάζεται, συμπληρώνει την άλλη; 

Αναμφίβολα ναι. Εγώ σπούδασα υποκριτική, που με βοήθησε πολύ στο να μπαίνω στα ρούχα των ηρώων μου, να βυθίζομαι με τρόπο απλό και διαφανή στα συναισθήματα και τις πράξεις τους. Και αυτό, φανταστείτε, γίνεται πάντοτε με τη συνοδεία μουσικών υποκρούσεων, που διαλέγω με προσοχή και τ’ ακούω επαναλαμβανόμενα την ώρα που γράφω, γιατί διατηρούν την ίδια δραματική ένταση, που χρειάζομαι ώσπου να ολοκληρώσω μια σκηνή ή ένα κεφάλαιο. Αλλά και το σινεμά ή τα εικαστικά μ’ επηρεάζουν και έρχονται στιγμές που λειτουργώ ως πομποδέκτης. Απορροφώ νοήματα, αυτά περνάνε μέσα από προσωπικά μου φίλτρα και ξαναδίνονται ως κάτι άλλο στους αναγνώστες των δικών μου βιβλίων.

Μαζί με τον κύριο Νικόλα Τελλίδη αποφασίσατε να ιδρύσετε την Άνεμος Εκδοτική. Όλα τα βιβλία σας πια, συνεχίζουν να είναι στις εκδόσεις σας, ακόμα και τα δύο πρώτα που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις της Άγκυρας. Πόσο δύσκολο είναι να γράφετε τα βιβλία σας ενώ ταυτόχρονα κάνετε τόσα άλλα πράγματα που απαιτούν οι εκδόσεις; Αρκεί ένα εικοσιτετράωρο για όλες τις υποχρεώσεις; 

Αλίμονο, αλλά ένα εικοσιτετράωρο δεν αρκεί για όλα αυτά. Αλλά θέληση να υπάρχει. Κάποιες στιγμές πηγαίνουν τα συγγραφικά μου καθήκοντα λίγο πιο πίσω, το να επιμελείσαι και να κατευθύνεις νέες εκδόσεις είναι πράγματι κάτι δαιδαλώδες και πολύπλοκο. Κάθε βιβλίο για να εκδοθεί χρειάζεται μόχθο, ανταμοιβή ηθική, συμμετέχοντας ως υπεύθυνος εκδόσεων, κάθε φορά που εκδίδεται ένας καινούργιος τίτλος, για τον οποίο δουλέψαμε μαζί με τον ή τη συγγραφέα ακολουθώντας το δικό του όνειρο, που έγινε κοινό με το δικό μας. Έτσι, η ανταμοιβή για τον κόπο είναι γενναία. Γιατί ως συνδετικός κρίκος όλων, έχω να παρουσιάσω παλιούς και νέους συγγραφείς και ποιητές σε ολοκαίνουργια βιβλία που αξίζουν τη διαδικασία της έκδοσής τους. Και αυτό είναι κάτι που με γεμίζει με ξεχωριστή λαχτάρα και χαρά, κάθε φορά και σε κάθε βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις μας.

Πόσο εύκολο είναι σήμερα να αυτοσυστήνεται ένας νέος συγγραφέας ως λογοτέχνης; Η αλήθεια είναι πως οι συγγραφείς έχουμε γίνει περισσότεροι από αναγνώστες. Γιατί αυτός ο καημός των Ελλήνων να δουν το βιβλίο τους στη βιτρίνα;

Επειδή λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι ιδιαίτερα εφικτό στην εποχή μας για κάποιον που έχει κάποιο χειρόγραφο, να βρει να το εκδώσει, όχι βέβαια με το αζημίωτο. Αλλά πέρα απ’ αυτό, φοβάμαι πως έχουμε μπερδέψει τους όρους και σ’ αυτό φταίνε και αρκετοί εκδοτικοί οίκοι, που βαφτίζουν την πεζογραφία ως λογοτεχνία και συχνά, μόνο τέτοια δεν είναι. Όλοι είμαστε πεζογράφοι και ποιητές. Το ποιοι από μας ξεχωρίζουν ή θα ξεχωρίσουν στο μέλλον, θα το πει μονάχα το αναγνωστικό κοινό.

Τι πιστεύετε για το σήμερα και το αύριο της ελληνικής λογοτεχνίας; 

Εκδίδονται και ταυτόχρονα χάνονται, διαμάντια. Χάνονται χειρόγραφα αξιόλογα στον περιπετειώδη κόσμο των εκδόσεων, συχνότατα από ελλιπή ενημέρωση των δημιουργών τους. Αλλά κι όσοι νέοι/ες εκδίδονται θα πρέπει να παλέψουν σ’ έναν εκδοτικό κόσμο που χάριν του κέρδους, εκδίδει τα πάντα. 

Ενώ υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι συγγραφείς με κλασικά, βραβευμένα βιβλία, χάνονται μπροστά σε όλα αυτά που διαφημίζονται κατά κόρον στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πιστεύετε ότι έτσι βοηθούν τον αναγνώστη ή τον αποπροσανατολίζουν; 

Δυστυχώς, οι μεγαλύτεροι εκδοτικοί οίκοι, έχουν συχνότερα το μαχαίρι και το πεπόνι στα χέρια τους. Έχοντας στο παρελθόν ακμάσει οι παλιότεροι, συνεχίζουν μια μυθολογία τάχα επιτυχιών, που στην πραγματικότητα είναι τιμολόγιο διαφήμισης, ακόμα και αυτό συμβαίνει μέσα στα ίδια τα βιβλιοπωλεία που επιδεικνύουν βιβλία σε ειδικές προβολές ή μεγαλύτερες ποσότητες. Οι μικρότεροι εκδοτικοί οίκοι ωστόσο, παίρνουμε τη γλυκιά μας εκδίκηση, όταν ένα βιβλίο μας ξεχωρίσει και κάνει επιτυχία. Και αυτό είναι συχνό φαινόμενο στην εποχή μας. Σ’ αυτό βοηθάει κατά την κρίση μου, παρά αποπροσανατολίζει η ενημέρωση για βιβλία, που εκδίδονται κατά κύριο λόγο από μικρότερους εκδοτικούς οίκους, που αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο, δε θα μπορούσαν καν να φανούν.

Ποια είναι τα όπλα που πρέπει να έχει ένας συγγραφέας ώστε να τελειώσει επιτυχημένα το βιβλίο του; Πειθαρχία, οργάνωση, έμπνευση, γνώσεις, πλούσιο λεξιλόγιο ή όλα μαζί; 

Δίχως αμφιβολία, όλα τα παραπάνω και επιπλέον θα προσθέσω και το μεράκι, αφού χωρίς αυτό, οι δυσκολίες μπορεί να φαίνονται βουνό.

Πόσο δύσκολο είναι να πείτε σε ένα συγγραφέα το όχι όταν έρχεται προς έγκριση, όταν είναι ανορθόγραφο αλλά έχει μια καταπληκτική ιδέα σύλληψης;

Αν το μελλοντικό πιθανώς αυτό βιβλίο έχει καλή δομή και επαρκές συντακτικό, τότε έρχεται ο ρόλος του επιμελητή ή της επιμελήτριας, να το χτενίσει από τα λάθη ή τα συντακτικά του σφάλματα. Κι αυτό μπορεί να αναδειχθεί σαν διαμάντι, που ήταν κατά τη δημιουργία του, γεμάτο από σκόνη. Έτσι επιλέγουμε με προσοχή στον Άνεμο κάθε βιβλίο χωριστά. Και αν χρειάζεται αναθεώρηση, τη δίνουμε μαζί με την κριτική του βιβλίου του.

Η τελειομανία που διακρίνεται αισθητά στα βιβλία που εκδίδετε, είναι προτέρημα ή μειονέκτημα για σας αλλά και για τις εκδόσεις σας; 

Σύνθημά μας είναι «τα βιβλία, έτσι όπως τα ονειρευτήκαμε». Και αυτό ακριβώς κάνουμε. Και βέβαια αυτό έχει κόστος, χάνεις τίτλους, από τους λεγόμενους πιο εμπορικούς, αλλά κερδίζεις σφραγίδα ποιότητας για τον εκδοτικό σου οίκο. Φτωχότεροι μπορούμε να ζήσουμε. Χειρότεροι επαγγελματίες, φοβάμαι πως όχι.

Ποια είναι η γνώμη σας για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων αλλά και των εκδοτών;

Θεωρώ το Bookia, τη μεγαλύτερη ηλεκτρονική Πύλη για το βιβλίο στην Ελλάδα. Το σημαντικότερο είναι πως η ομάδα του, άνθρωποι που θεωρώ πρωταγωνιστές στον κόσμο του βιβλίου και συγγενείς μας, τρέχουν για πολλά περισσότερα, χωρίς να φοβούνται την κούραση. Διαδικτυακές ή φυσικές συνευρέσεις, όπως και αναλυτική πληροφορία, κριτική κ.λπ. βρίσκουν τη θέση τους στην ατελείωτη πλατφόρμα του και βοηθούν στη σωστότερη επιλογή βιβλίων. 

Αν συγκρίνουμε τα τέσσερα μυθιστορήματα σας που εκδόθηκαν μέσα στο 2011, που δεν είχαμε κορονοϊό, τι μπορούν να περιμένουν οι αναγνώστες, τώρα τα δυο χρόνια σχεδόν του εγκλεισμού; Ήταν δημιουργικά χρόνια για εσάς προσωπικά; 

Προσωπικά για μένα όσο και για την Άνεμος εκδοτική, η γενέθλιά μας χρονιά ήτανε μια άκρως πετυχημένη χρονιά. Σ' ό,τι αφορά σε μένα, ήτανε ένα μεγάλο στοίχημα που όφειλα να κερδίσω. Τόλμησα κι έζησα το όνειρο τού να εκδίδονται δύο μου βιβλία μαζί, (μιλάω για το μυθιστόρημα «Κρατάς μυστικό;» και μια σειρά διηγημάτων με τίτλο «Μα το ψάρι είναι φρούτο») και χάιδεψα με νέο εξώφυλλο τα δύο πρώτα μου βιβλία που επανεκδόθηκαν από τον Άνεμο. Τον ίδιο Δεκέμβρη κυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο μου με ανεξάρτητα πεζά, το «ζωή με λες» που ξέφευγε από τη μυθοπλασία και είχε σαν κεντρικό άξονα την ίδια τη ζωή και όσα θα μπορούσαμε να ανατάξουμε εκείνη τη δύσκολη εποχή. Στα χρόνια της κρίσης που μεσολάβησαν ακολούθησαν κι άλλα βιβλία. Τώρα στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας θα απαντήσω πως για μένα προσωπικά ήταν άκρως δημιουργικά. Μέσα στον φόβο μιας πανδημίας που είχε άγνωστα χαρακτηριστικά, κατάφερα να ολοκληρώσω ένα μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει να γράφετε από τον Σεπτέμβρη του 19 και αμέσως μετά τον χειμώνα του 21, έπειτα από μία περιπέτεια υγείας που αντιμετώπισα, αφοσιώθηκα και έδωσα ένα ακόμα κομμάτι από την ψυχή μου με το μυθιστόρημα «Χτύπα το φίδι στο κεφάλι». Ναι, θα μπορούσα να πω ότι ήταν δύο πολύ δημιουργικά χρόνια. 

Σας ευχαριστώ κύριε Φιλιππίδη για την κουβέντα μας και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σας. Ας γίνει η αφορμή μέσα από τη μυθοπλασία να υπάρξει προβληματισμός στους αναγνώστες.

Εγώ σας ευχαριστώ για την τόσο ενδιαφέρουσα συνέντευξη.

Δημοσιεύθηκε στο Bookia