Γεωργία Συλλαίου, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου -Σαμοθράκη

Την Γεωργία Συλλαίου την ήξερα από τα τραγούδια της αφού έχει συνεργαστεί με μεγάλους μουσικούς και έχουν εκδοθεί 12 προσωπικά cd της. Προσωπικά τη γνώρισα όταν ήρθε στην Κατερίνη, στην γκαλερί Μάτι με αφορμή τη φωτογραφική έκθεση αλλά και την παρουσίαση του φωτογραφικού λευκώματος του Ανδρέα Ζαχαράτου «Jazz Moments» (το πορτραίτο της υπάρχει μέσα στο λεύκωμα).

Αργότερα την άκουσα σε μια συναυλία της, στο θέατρο Μώ, πάλι στη Κατερίνη με τραγούδια από το διεθνή κινηματογράφο. Mόλις τώρα έκλεισα το δεύτερο βιβλίο της «Εκεί κάτω στον ουρανό» που εκδόθηκε τον Φεβρουάριο από τις Εκδόσεις Πόλις. Μου έδωσε πολλά ερεθίσματα για κουβέντα και επικοινώνησα μαζί της.

Γεωργία Συλλαίου, χαίρομαι που κουβεντιάζω μαζί σου για τη λογοτεχνία στο Bookia. Από πότε άρχισες τις πρώτες συγγραφικές σου απόπειρες;

Από τα εφηβικά μου χρόνια. Άργησα όμως να δημοσιεύσω κείμενα και πολύ περισσότερο κάτι ολοκληρωμένο, δηλαδή ένα βιβλίο.

Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να μπεις στο χώρο του βιβλίου εκδίδοντας το πρώτο σου βιβλίο, την συλλογή διηγημάτων «Το ακρωτήρι» από τις εκδόσεις Πανός;

Το υλικό σ’ αυτό το βιβλίο είναι κυρίως οι εκπομπές που έκανα στον 9,58, το πολιτιστικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος της εκπομπής ήταν «Χαρίστε μου το βαλς», δανεισμένος από το ομώνυμο βιβλίο της Ζέλντα Φιτζέραλντ. Κάθε εκπομπή ήταν και μια ιστορία, καθαρή μυθοπλασία, ενώ παρεμβάλλονταν μουσικές και τραγούδια που είχαν σχέση μ’ αυτήν.

Πώς προέκυψε ο τίτλος του νέου, δεύτερου βιβλίου σου «Εκεί κάτω στον ουρανό» και ποια ήταν η εσωτερική ανάγκη που σε οδήγησε στην συγγραφή του;

Ο τίτλος μπορεί να έχει πολλές ερμηνείες, όποιος διαβάσει το βιβλίο ας δώσει τη δική του. Όσο για την «εσωτερική ανάγκη», είναι νομίζω πάντα η ίδια για όλους όσους γράφουν. Έρχεται η στιγμή που πιστεύεις ότι το κείμενό σου έχει λόγο και αιτία να εκδοθεί, να διαβαστεί και από άλλους. Τότε στρώνεσαι και το παιδεύεις, στέκεσαι σε κάθε σελίδα και διαμορφώνεις εκ νέου τον λόγο σου, βρίσκεις τη δομή, το ξαναχτίζεις, και στο τέλος κάνεις το –ενδεχομένως και απονενοημένο- διάβημα και το στέλνεις για να εκδοθεί.

Η Αντιγόνη, η ηρωίδα σου εκπαιδεύτηκε να θυμάται όπως γράφεις στο οπισθόφυλλο. Να σκαλίζει τις μνήμες, γιατί απ’ ότι κατάλαβα διαβάζοντας το, ήταν αναγκαίο αυτό για να προχωρήσει παραπέρα. Πιστεύεις ότι οι μνήμες είναι το απαραίτητο σκαλοπάτι για να «χτίσει» κάποιος το μέλλον του;

Η μνήμη είναι απαραίτητη για να γνωρίσει και να αναγνωρίσει κάποιος τον εαυτό του. Ανακαλώντας τις μνήμες, μπορείς να αντιληφθείς πιο καθαρά τις πράξεις σου, τις αντιφάσεις σου, τα λάθη και τις σχέσεις σου στον παρόντα χρόνο. Στο παρελθόν διαμορφώνονται πολλά στοιχεία του χαρακτήρα, δημιουργούνται συμπλέγματα που πρόκειται να σε βασανίσουν και πολύ αργότερα. Τώρα τι θα χτίσεις στο μέλλον, αυτό μάλλον παραμένει άγνωστο.

Είναι αυτοβιογραφικό το νέο σου βιβλίο;

Δεν είναι και τόσο πρωτότυπο το να παίρνεις τα ερεθίσματα για τη συγγραφή από προσωπικές εμπειρίες και μνήμες, αλλά είναι κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά, γιατί η μνήμη είναι μια δεξαμενή καθοριστικών εικόνων, προσώπων και καταστάσεων. Το θέμα είναι τι κάνεις μετά από αυτό. Δηλαδή πώς το υλικό αυτό μετατρέπεται μέσω της γλώσσας , της μυθοπλασίας και της φαντασίας σε κάτι καινούργιο, σε κάτι που μπορεί είτε να πλησιάσει είτε να είναι όντως λογοτεχνία.

Λέμε ότι αν έχουμε μνήμες δεν επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη. Οι Έλληνες έχουμε μνήμη χρυσόψαρου. Κοντή μνήμη και σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα γι αυτό και την «πατάμε». Όμως η Αντιγόνη σου ενώ σκάλιζε το παρελθόν είδε στο τέλος ότι κάτι πήγε στραβά. Γιατί;

Όταν έγραφα το βιβλίο, δεν είχα και τόσο στο νου μου την ιστορική μνήμη όπως την εννοείτε. Πάντως, το βιβλίο τοποθετείται – κυρίως στη δεύτερη, στην τρίτη και αρκετά στην τέταρτη ενότητα - σε κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο. Το κεντρικό πρόσωπο, η Αντιγόνη δηλαδή, κάνει την προσωπική της αποτίμηση. Κάνει τη βουτιά στο ασυνείδητο και εκεί έρχεται αντιμέτωπη με τα λάθη και τις αλήθειες της. Εδώ δεν βρίσκει λύσεις για τον εαυτό της, πού να βρει λύση και εξήγηση για την κοντή μνήμη των Ελλήνων.

Μέσα στο βιβλίο σου ο αναγνώστης διακρίνει όμορφες στιγμές των παιδικών ή νεανικών του χρόνων όπως τα πάρτυ με τα πικάπ αλλά και τις επαναστατικές του εξάρσεις ή αμφισβητήσεις. Πχ στη σελίδα 69 γράφεις για τη σημαία ενώ πιο κάτω, στη σελίδα 99 γράφεις «Μισώ τις περιφράξεις, τους περιορισμούς, τα όρια γενικώς. Ούτε πατρίς, ούτε θρησκεία ούτε οικογένεια.» Η Αντιγόνη θέλησε να πετάξει τα μη και τα πρέπει;

Η Αντιγόνη ήθελε να πετάξει πολλά πρέπει. Τα μικρά αποσπάσματα που επισημαίνετε αφορούν το περιβάλλον της Αντιγόνης και έχουν συχνά ειρωνικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι απεχθάνομαι τη συνθηματολογία, το κήρυγμα και την εμπάθεια όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και γενικότερα. Προτιμώ μια πιο υπαινικτική γραφή και έναν πιο διακριτικό λόγο. Επίσης υποθέτω ότι γίνεται φανερό κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ότι το κορίτσι δεν έχει και πολύ σοβαρή σχέση με όλα αυτά (πατρίδα, κοινωνικές επαναστάσεις κτλ), τα έχει ήδη προσπεράσει και σε μεγάλο βαθμό αποποιηθεί - τα θέματα που πρέπει να αντιμετωπίσει είναι σαφώς πιο εσωτερικά.

Ο αναγνώστης διακρίνει διαβάζοντας ότι εμπνεύστηκες από στίχους του TomWaits, από συγγραφείς, αλλά και από τον Tαρκόφσκι π.χ. Θα μπορούσες να διαλέξεις ποια είναι η μεγάλη αγάπη σου ανάμεσα στη μουσική, το θέατρο και τον λόγο;

Στις παραστάσεις μου προσπαθώ να συνδέσω τη μουσική με θεατρικά στοιχεία και με τον λόγο. Έχω κάνει αφιερώματα στον Μπέρτολτ Μπρεχτ, στον Σάμιουελ Μπέκετ, στον Τομ Γουέιτς και σε πολλούς ποιητές, όλα αυτά με την έννοια της περφόρμανς.

Από την άλλη, η συγγραφή είναι μια εντελώς διαφορετική διαδικασία, μοναχική, εσωστρεφής και προσωπική. Τώρα που με ρωτάτε, θα ήθελα και θα προσπαθήσω να έχω -και θα το κατορθώσω εντέλει- περισσότερο χρόνο γι’ αυτή τη διαδικασία.

Όταν πάμε στα βιβλιοπωλεία διαπιστώνουμε ότι είναι περισσότεροι οι συγγραφείς από τους αναγνώστες. Παράγονται τόσα βιβλία που ο αναγνώστης δεν ξέρει τι να πρωτοδιαβάσει. Πώς βλέπεις την πορεία του Ελληνικού βιβλίου σήμερα;

Όντως βγαίνουν πολλά βιβλία, αλλά αυτό δεν είναι κακό. Όποιος θέλει να εκδώσει το βιβλίο του δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην το κάνει. Και ευτυχώς αυτή τη δυνατότητα επιλογής την έχουμε: ουδείς μας βάζει το πιστόλι στον κρόταφο να τα διαβάσουμε όλα ή κάτι συγκεκριμένο. Και όσο για την πορεία του ελληνικού βιβλίου, μια χαρά τη βλέπω.

Ποια είναι η γνώμη σου για τη προβολή των συγγραφέων και του έργου τους από το Bookia;

Μπράβο σας, κάνετε ό, τι καλύτερο μπορείτε. Και προσωπικά, σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας.

Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο σου Γεωργία Συλλαίου και σου εύχομαι τα καλύτερα προσωπικά αλλά και καλλιτεχνικά!

Δημοσιεύθηκε στο Bookia