Ο Κώστας Δανούσης για το βιβλίο «Στο κόκκινο τ’ ουρανού»

θάνατο και το αίμα. Τα μάγια είχαν λυθεί. Το κόκκινο άρχισε πια να ευεργετεί την ψυχή τους και όχι να τους μαστιγώνει με θανατικά». Το κόκκινο της σελήνης, το κόκκινο του ουρανού σαν το μεγάλο άστρο της μέρας έγερνε να ξεκουραστεί στις πλαγιές του Μαρλά! Αυτό το κόκκινο του δειλινού μας σημαδεύει όλους· όχι βέβαια με μάγια, αλλά μας παρασύρει σε μια πανδαισία χρωμάτων που παίζουν από το ιλαρό φως του απόβραδου ως το έντονο κόκκινο που, μοιραία, θυμίζει  το αίμα. Μια γκάμα χρωμάτων που ανεβοκατεβάζει το status των συναισθημάτων οκτάβες πάνω και κάτω. Είναι εκείνο το σοκ που θα κάνει τον homo erectus να σταθεί ενεώς, να συγκλονιστεί, να νιώσει το πρώτο αισθητικό σκίρτημα, να γίνει δηλαδή άνθρωπος. Ο homo erectus δε θα γίνει «άνθρωπος», όταν φτιάξει τα πρώτα του εργαλεία, όπως επιμένει ο μεγάλος προφήτης του 19ου αιώνα, αλλά όταν νιώσει την πρώτη συγκίνηση που θα του δώσει το έντονο κόκκινο του ουρανού. Σε αυτό το κόκκινο τ’ ουρανού ξετυλίγεται το εσπέρας προκείμενο, η ιστορία που παρουσιάζουμε…

Ο ομιλητής, όμως, δε νομιμοποιείται να την διαπραγματευθεί με αισθητικούς όρους. Δεν μπορεί να μιλήσει για τις αρετές του βιβλίου, γιατί τα εργαλεία της δουλειάς του είναι παντελώς ακατάλληλα για τέτοιου είδους εγχειρήματα. Ένα μυθιστόρημα είναι κάτι παραπάνω από αφήγηση, από μια καλλιεπή διαδοχή ιστοριών· πρωτευόντως είναι μια μυθοπλασία που –αδιάφορα από τον ενδεχομένως ρεαλιστικό της πυρήνα– οδηγεί στην εκλεκτή συγκίνηση, εκείνη που, γλυκιά ή θλιβερή κάνει το δάκρυ να τρέξει στα μάγουλα. Κάτι τέτοιο θα ήταν αμάρτημα, αστοχία στην καλύτερη περίπτωση. Επειδή, όμως, η καλή φίλη κ. Παπδημητρίου, ζήτησε την παρουσία μου, ήταν αδύνατο να αρνηθώ. Όμως, θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω αυτά που εγώ, σαν ιστορικός ερευνητής, απεκόμισα από την ανάγνωση του βιβλίου. Δεν έχω μεταφυσικές αναφορές, μήτε και πιστεύω πώς οι υλικοί όροι ζωής καθορίζουν τα πάντα. Καθορίζουν το πλαίσιο ανάγκης, ανελαστικό ενίοτε, όμως οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να χτίζουν ελεύθερα –κι αυτή είναι η τραγωδία τους– την ύπαρξή τους. Και κάποιοι εξ αυτών, όσοι έχουν το σημάδι του Κάιν, την οικοδομούν με αισθητικούς όρους, παραμένοντας ελεύθεροι και στη σκληρότερη σκλαβιά. Και τέτοιους ήρωες βρίσκουμε αρκετούς. «Στο κόκκινο», όμως, «τ’ ουρανού» τη σκλαβιά τη χτίζει είτε το πολιτικό σύστημα είτε οι τρέχουσες συνθήκες ζωής, οι κοινωνικές ανισότητες κι οι προκαταλήψεις. Το δίχτυ της δουλείας μας απειλεί όλους μας και δεν είναι λίγες οι φορές που η σκλαβιά των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι πιο ήπια από εκείνη των κοινωνικών προκαταλήψεων που σπάνια τη συνειδητοποιούμε. Περπατάμε περήφανοι, ευθυτενείς κι αγέρωχοι και δεν συνειδητοποιούμε τα δεσμά που μας δένουν πισθάγκωνα. Μέσα σε τέτοια δεσμά, συνειδητά και ανεπίγνωτα, εξελίσσεται η ιστορία μας, η πορεία τεσσάρων γενεών κάτω από το κόκκινο του ουρανού. Η συγγραφέας μας ταξιδεύει μέσα από τις σκολιές ατραπούς της σκλαβιάς προς τους δρόμους της ελευθερίας. Προοδευτικά τα μοτίβα αλλάζουν, οι συνθήκες μεταβάλλονται και μαζί τους μεταλλάσσονται και τα δεσμά που περιβάλλουν τους ήρωες του έργου.

Η ιστορία μας αρχίζει την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν το κομμουνιστικό καθεστώς του Εμβέρ Χότζα ορθώνει ένα συρματόπλεκτο δίχτυ γύρω από τα σύνορα της Αλβανίας. Όλοι αιχμάλωτοι όλων. Όμως το κακό έχει αρχίσει σχεδόν ένα αιώνα νωρίτερα, όταν στην Ευρώπη ξεφυτρώνουν δυο εύοσμα, πλην δηλητηριώδη, άνθη· ο εθνικισμός και ο θετικισμός. Η θρησκεία του αίματος και λατρεία του εργαλειακού ορθολογισμού, δυο ασθένειες που θα ταλανίσουν για πολύ τον κόσμο. Και πάνω σ’ αυτά θα θεμελιωθούν νέες μορφές Μεσσιανισμού, κοσμικού αυτή τη φορά χαρακτήρα, οι οποίες θα απαιτήσουν ολοκαυτώματα στο βωμό της νέας Εδέμ που επαγγέλλονται.

Όποιος γνωρίζει στοιχειωδώς την ιστορία και τη γεωγραφία της Ευρώπης και δει πώς, την επομένη των Βαλκανικών πολέμων, χαράχτηκαν τα εθνικά σύνορα –και χαράχτηκαν ανάλογα με την προέλαση των στρατευμάτων, αγνοώντας την κοινωνική καθημερινή πραγματικότητα. Θα δει πώς αυτό που στη συνέχεια οι πολιτικές ελίτ ονόμασαν «σύνορα ιερά» δεν ήταν παρά ένα ακόμη έγκλημα σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οικογένειες χωρίστηκαν για πάντα, γιατί απλώς η οροθετική γραμμή πέρασε ανάμεσά τους. Και αυτό ήταν η αρχή, γιατί η συνέχεια –η λεγόμενη εθνική ομογενοποίηση– θα εξελισσόταν περισσότερο δραματικά. Η αναγκαστική αλλαγή ταυτότητας που επιχειρήθηκε σε κοινωνικές ομάδες σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, από την επομένη της λήξης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ήταν μία νέα μορφή γενοκτονίας για την οποία, ατυχώς, δεν διατυπώθηκε ποτέ κατηγορία.

Ο Θετικισμός, η λατρεία της επιστήμης και της λογικής, που άνθισε το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα δε δολοφόνησε απλώς τον Θεό, αλλά έβαλε στη θέση του τον άνθρωπο. Ο Ντοστογιέφσκι το ένιωσε κι ανησύχησε: «Χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται», προειδοποίησε θορυβημένος. Αυτός, ο βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ήξερε καλά τι σήμαινε αυτό. Αντίθετα ο Νίτσε διαδηλώνει ενθουσιωδώς τον θάνατο του Θεού, βλέποντας να ανοίγεται ο δρόμος για τον δικό του Υπεράνθρωπο! Αυτό τον νέο Μεσσία γέννησε η ευφορία της επιστήμης και του εργαλειακού λόγου: η νέα Εδέμ θα χτιζόταν με πολιτικούς όρους, την εμπέδωση της καθαρότητας του αίματος ή της αταξικής κοινωνίας. Νέα ολοκαυτώματα στους βωμούς των νέων θρησκειών! Και αναρωτιέται κανείς πώς το μήνυμα της αγάπης του Ιησού από τη Ναζαρέτ οδήγησε σε τόσες σφαγές ή πώς το αίτημα της αταξικής κοινωνίας ως αποκλειστικού όρου για την ελευθερία του ανθρώπου κατέληξε σε τόσες σφαγές, βασανιστήρια και εξορίες! «Η κοινοτυπία του κακού», όπως τουλάχιστον μας την ανέλυσε η Hannah Arendt μετά τη δίκη του Adolf Eichmann στο Tel Aviv είναι βαθιά διάχυτη στην ανθρώπινη κατάσταση. Οι νέοι μικροί Θεοί απαίτησαν εκατόμβες θυσιών για τους παραδείσους που επαγγέλλονταν! Οι άνθρωποι έγιναν μέσα υλοποίησης των νέων οραμάτων. Λαοί κατώτεροι φυλετικά, αντιφρονούντες, σκεπτικιστές, αδιάφοροι πολιτικά, θρησκευόμενοι έπρεπε να πάψουν να στέκονται εμπόδια στον επικείμενο παράδεισο. Και αυτή την τραγωδία –μετά τη ναζιστική δοκιμασία– έζησαν οι λαοί, Αλβανοί και Έλληνες, της γειτονικής χώρας. Στο όνομα ενός νέου κόσμου μια πολιτική ελίτ περιβεβλημένη στολή Αρχαγγέλου θα επιβάλει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, το χειρότερο στη νεότερη πολιτική ιστορία του κόσμου, αν κανείς εξαιρέσει ίσως τους Ερυθρούς Χμερ της Καμπότζης. Το μεταπολεμικό δράμα της Αλβανίας, οι συνέπειές του στην καθημερινότητα, ο ξεπεσμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειες, η έκρηξη των παθών υπό τα λάβαρα του Μεσσιανισμού του Εμβέρ Χότζα καταγράφονται στις πρώτες 130 σελίδες του βιβλίου της κ. Παπαδηητρίου. Ένας ολοκληρωτισμός με μεσσιανικές σημαίες θεμελιωμένος πάνω σε ένα ουφέρπον εθνικιστικό πεδίο. Το πρόσημο –ερυθρό ή μέλαν– δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.

Σημασία έχει η απέραντη κυριαρχία του κακού, μια άρρωστη κατάσταση που στηρίζεται στην αποστροφή του ανθρώπου προς τον κριτικό λόγο, την κριτική σκέψη. Οι άνθρωποι αποφεύγουν να σκέπτονται κριτικά, γιατί αυτού του είδους η σκέψη είναι επαχθής. Απαιτεί ευθύνη και οι άνθρωποι προτιμούν να αισθάνονται παρά να σκέπτονται, γι’ αυτό και είναι τόσο ευάλωτοι στους κατά καιρούς «πατερούληδες». «Τι μας λείπει, κύριε Πρόεδρε?», ρώτησε ο νεαρός Θετοκάς τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, λίγες μέρες μετά την επιβολή της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Κι εκείνος, αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός, απάντησε: «η σκέψη» και για να γίνει πιο σαφής το επανέλαβε στα γαλλικά «la pensée», εννοώντας την κριτική εκδοχή της σκέψης… Αυτή ακριβώς η έλλειψη μας στέλνει στην αγκαλιά θρησκευτικών και πολιτικών μεσσιανισμών, αυτή μας εμποδίζει και σήμερα να αντιληφθούμε την τυραννία ενός νέου είδους ολοκληρωτισμού που τείνει να αγκαλιάσει όλη την ανθρωπότητα: του καταναλωτικού καπιταλισμού. Αναμφίβολα πιο κομψός από τους προηγούμενους, όμως εξίσου ισοπεδωτικός και τυραννικός.

Οι ήρωές μας, σκάβοντας ένα μικρό όρυγμα, μέσα σε λίγες στιγμές θα βρεθούν από την κόλαση του Εμβέρ Χότζα στην αγκαλιά της «πατρίδας»… Μα ποια ήταν εκείνη πατρίδα των πρώτων χρόνων της δικτατορίας της 21ης Απριλίου του 1967? Μια χώρα στο «γύψο», όμως δεν ήταν ο γύψος των εθνοσωτήρων το βασικό της πρόβλημα. Αυτός σε τελευταία ανάλυση, λειτούργησε συνεκτικά. Το πρόβλημά της ήταν ο βαθύς διχασμός της, συνέχεια –με διαφορετικό πλέον περίβλημα– του Διχασμού των αρχών του 20ού αιώνα που κι αυτός ήταν απότοκος της αδυναμίας της για αστική ολοκλήρωση.

Στον Πύργο της Τήνου, όπου θα καταφύγουν οι δραπέτες, η πολιτική ριζοσπαστικότητα του πληθυσμού δεν ακολουθείται από ανάλογη κοινωνική στάση. Η κοινωνία –όπως εξάλλου και στην υπόλοιπη Ελλάδα– εξακολουθεί να είναι βαθιά συντηρητική. Η δικτατορία είχε μεν αναστείλει την πολιτική ευφορία της δεκαετίας του 1960, όμως στο πεδίο της κοινωνικής απελευθέρωσης λίγα βήματα είχαν γίνει. Δεν υπήρχε το αστυνομικό κράτος του Χότζα, αλλά οι άνθρωποι ήσαν και εδώ αιχμάλωτοι κοινωνικών και πολιτιστικών προκαταλήψεων, παρόλο που η θάλασσα άνοιγε τους ορίζοντες.  Κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν μπορούσε να χτίσει ελεύθερα την ύπαρξή του. Ένα άλλου είδους δίχτυ αιχμαλώτιζε τα όνειρα…

Ο έρωτας, όμως, όντας καταλύτης ελευθερίας, γκρεμίζει τα τείχη που ορθώνουν οι κοινωνικοί κανόνες, η επίπλαστη ευπρέπεια και τα καθιερωμένα «πρέπει», αλλά το τίμημα της ελευθερίας είναι βαρύ. Η φυγή –η μετανάστευση εν προκειμένω– είναι μια κάποια λύση. Είναι όμως? Αφού το ξέρουμε καλά πως η «Πόλις» μας ακολουθεί. Μας ακολουθούν τα πάθη μας, οι αδυναμίες μας, κυρίως η αδυναμία μας να βρούμε το στίγμα μας, να καθορίσουμε τη ρότα μας, να βάλουμε στόχους εφικτούς, έστω, εν ανάγκη, να τους επινοήσουμε… Το νεαρό ζευγάρι θα πελαγοδρομήσει στις ακτές της Florida, θα ανταλλάξει τη ζωή του έναντι κάποιας επισφαλούς υλικής επιτυχίας που κι αυτήν θα την ακυρώσει ο θάνατος.

Είναι τραγικό, η κ. Παπαδημητρίου μας το διηγείται όμορφα! Όσο οι άνθρωποι βρίσκονται σε καθεστώς σκληρής δουλείας, βρίσκουν τρόπους να καθορίσουν την πορεία τους. Υποχωρούν στρατηγικά στην προέλαση της βίας, για να φυλάξουν ένα κομμάτι της ψυχής τους αμόλυντο. Αντίθετα, σε καθεστώς σχετικής, έστω και επίπλαστης, ελευθερίας χάνουν τον προσανατολισμό τους, ξωριάζονται και τσακίζονται στις ακτές. «Να έχεις άγκουρα στη ζωή σου, γιατί εγώ δεν είχα και ξόπεσα», συμβούλευε τον δωδεκάχρονο Πέτρο Μωραΐτη ο τραγικός Γιαννούλης το 1922.

Κι έρχεται πάλι ο έρωτας –θα έρχεται πάντα– να ξαναχτίσει τις ελπίδες, να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον για τον άνθρωπο… Το κόκκινο τ’ ουρανού αρχίζει να γίνεται σημάδι για ένα πιο όμορφο αύριο… Η ομορφιά ξαναστήνει τους χορούς της… Θα τα καταφέρουν? Δεν ξέρω. Όμως αυτή είναι η μόνη μας ελπίδα.

Σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ την κ. Παπαδημητρίου για το ταξίδι που μου χάρισε, ευχαριστώ όλους σας για την υπομονή σας.