Μου έλεγε η μητέρα μου ιστορίες για τον παππού μου όταν πήγε στην Αμερική για μια καλύτερη τύχη. Ότι στο νησί Έλλις τους κοίταζαν τα δόντια και τους εξέταζαν για αρρώστιες, ότι τους είχαν σαν ζώα στα αμπάρια. Θα γέμιζε η Νέα Υόρκη,έλεγε από εργατικά χέρια. Τους ήθελαν να δουλεύουν, να μη διαμαρτύρονται, να μην έχουν δικαιώματα. Στον Νέο Κόσμο που όλοι ονειρεύονταν, πήγε να πλύνει πιάτα, να μαζέψει χρήματα, να κάνει κάτι δικό του, να πάει και η οικογένεια για μια καλύτερη τύχη. « Μας πρόλαβε ο πόλεμος και χάσαμε τα ίχνη του όπως κι αυτός τα δικά μας. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος με όλες τις πληγές που άφησε, φύγαμε κι εμείς Αμερική. Δεν μας κοίταξαν τα δόντια ούτε τα κορμιά μας. Ο παππούς είχε πάρει ήδη την Αμερικάνικη υπηκοότητα. Εξαιτίας του πήραμε κι εμείς την υπηκοότητα. Δεν ήθελα να με φωνάζουν Αμερικάνα, Ελληνίδα αισθανόμουν και δεν το άλλαζα με τίποτε. Η πατρίδα μου ήταν η Ελλάδα, η Κατερίνη, όλες οι μνήμες έμειναν εκεί, όμορφες κι άσχημες δεν έχει σημασία. Εκεί είδαμε άλλα πράγματα, όμορφα μα δεν ήταν Ελλάδα»
Ο ξεριζωμός από τη πατρίδα κόρη μου, είναι αβάσταχτα βαρύς. Είναι σαν να σε ξεριζώνουν από τον ομφάλιο λώρο σου με μανία».
Αυτά τα λόγια ερχόταν στο νου μου το βράδυ της περασμένης Τετάρτης που πήγα να παρακολουθήσω τη παράσταση της θεατρικής ομάδας του Πήγασου, στα πλαίσια των εκδηλώσεων των Αικατερινείων που φέτος είναι αφιερωμένα στη προσφυγιά. Κι η Κατερίνη έχει πολύ προσφυγιά, έχει πολλούς μετανάστες. Το έργο ονομαζόταν «Γη Πατρίδα» και μόνο από το τίτλο είχα τη περιέργεια να δω και να ακούσω τα θεατρικά κείμενα. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια είμαι τακτική θιασώτης και υποστηρικτής της θεατρικής αυτής ομάδας.
Αυτή η παράσταση είναι η δεύτερη στη σειρά εκδηλώσεων που έχει προγραμματίσει ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου η οποία είχε παραγγελθεί μήνες πριν, απο ότι έμαθα αργότερα. Έτσι οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης είχαν καιρό μπροστά τους για να δημιουργήσουν αυτό το αποτέλεσμα. Πραγματεύεται ένα επίκαιρο θέμα που κρατά από τις αρχές του 20ου αιώνα όπως την προσφυγιά, τον ξεριζωμό και τη μετανάστευση όχι ως θέμα μόνον ελληνικό αλλά και ως παγκόσμιο πρόβλημα και στηρίζεται όχι σε ένα αυτοτελές κείμενο αλλά σε ένα σύνολο κειμένων διαφορετικών συγγραφέων. Τα κείμενα που μετέτρεψε σε θεατρική παράσταση ο σκηνοθέτης υπογράφουν εννέα συγγραφείς εκ των οποίων οι τέσσερις είναι οι Αντώνης Σουρούνης, Μάρω Δούκα, Άρης Σκιαδόπουλος και Δημήτρης Χατζής ενώ οι υπόλοιποι πέντε συγγραφείς είναι Κατερινιώτες όπως ο Τάκης Δεληγιαννίδης, ο Ευθύμης Χαλκίδης, ο Σάββας Κανταρτζής, ο Αντώνης Κάλφας και Γιάννης Τεκίδης. Τα λιτά σκηνικά έκανε η Βέτα Χαλαϊτζίδου και στην παράσταση ζωντανή μουσική παίζει ο ταλαντούχος βιολονίστας Άρης Καπαγιαννίδης. Ο μουσικός βρισκόταν συνέχεια πάνω στη σκηνή και με την μουσική παιδεία του δυνάμωνε το προσφυγικό δράμα του ξεριζωμένου ατόμου αλλά και όλων των ηρώων. Σπάνια εικόνα η ζωντανή μουσική σε θεατρικές παραστάσεις και τολμώ να πω ότι ο Χάρης Αμανατίδης έκανε τη χρυσή τομή για τα θεατρικά μας δρώμενα. Συγκινητικοί και ευαίσθητοι μα και τόσο δυναμικοί όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης. Η απόδοση τους στα κείμενα των γυναικών του σχήματος ήταν συγκλονιστική. Όχι ότι οι άντρες δεν έδωσαν όλο τον εαυτό τους μα όπως το ένιωσα μέσα από τα μάτια του απλού θεατή οι γυναίκες σήκωσαν το βάρος της παράστασης. Παίζουν: Σπύρος Αναγνώστου, Τίνα Ιωαννίδου, Γιώργος Μπαλιάκας, Κατερίνα Παρλίτση και Γιάννης Χατζηιωαννίδης.
Εύχομαι στη θεατρική ομάδα του Πήγασου περισσότερες θεατρικές παραστάσεις κι επιτέλους να βρουν ένα μεγαλύτερο χώρο γιατί για μένα και πολλούς άλλους συμπολίτες μας δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τις Αθηναϊκές θεατρικές σκηνές ούτε από τα Δημοτικά περιφερειακά θέατρα.
Προσφυγιά λοιπόν… Μια λέξη που είναι γεμάτη αρνητική φόρτιση. Τήν έζησε στο πετσί του ο Έλληνας. Όμως, για πολλούς αποτέλεσε την πραγματικότητά τους. Πόσο στοιχίζει άραγε σε έναν άνθρωπο ο ξεριζωμός του από τις πατρογονικές εστίες; Και αν ισχύει το «όπου γης, πατρίς», γιατί πονά ο άνθρωπος όταν εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του;