Το απόγευμα της 27ης Οκτώβρη, το θέατρο Μώ, ένας υπέροχος χώρος με πολλή θετική ενέργεια, θαρρείς ότι αιωρείται μια μαγική σκόνη στην ατμόσφαιρα που υποβάλλει και εμπνέει τον κάθε θεατή, φιλοξένησε την Λίνα Γιαμούζη ζωγράφο και Πρόεδρο των Εικαστικών Καλλιτεχνών Πιερίας και πρόσφατα δημιουργό μιας ποιητικής συλλογής «Βώλοι στην κατηφόρα» από τις Εκδόσεις Όστρια. Έτσι, με αυτή την ποιητική συλλογή άνοιξε ένας νέος κύκλος βιβλιοπαρουσιάσεων αφού θα ακολουθήσουν και άλλες εξίσου ενδιαφέρουσες. Την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της τίμησαν συγγραφείς του νομού αλλά και πολλοί φίλοι ζωγράφοι, μέλη του Συλλόγου.
Τον Ισορροπιστή
Τον Ακιδοστεκούμενο
Αυτόν που πάνω σ’ ένα νύχι στέκει,
Τον Ακατάρριπτο
Τον Ανέγγιχτο
Τον Απρόσιτο,
Άνθρωπο ή Θεό
Χρειάζεσαι τώρα
Στο τραπέζι συζήτησης βρίσκονταν η φιλόλογος Γιώτα Παπαδοπούλου η οποία έκανε αισθητική ανάλυση της συλλογής, η Συγγραφέας και Ποιήτρια Χρυσούλα Λουλοπούλου, -και οι δυο ραδιοφωνικοί παραγωγοί εκπομπών στο Ράδιο Ενημέρωση- ο ζωγράφος Χριστόφορος Φορίδης, ο οποίος συνόδεψε με την κιθάρα τους δυο ηθοποιούς του θεάτρου Μώ Σταύρο Μόσχη και Πόπη Γιαμούζη οι οποίοι υπέροχα διάβασαν ποιήματα της συλλογής.
Ένα τέλειο θεατρικό αναλόγιο παρακολουθούσε μπροστά του ο αναγνώστης και συνάμα θεατής αφού και οι δυο παίζουν με επιτυχία αξιόλογα έργα της Ελληνικής και ξένης θεατρικής σκηνής. Δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από γνωστούς ηθοποιούς της Αθηναϊκής σκηνής. Μια θεατρική παράσταση έβλεπε Θέλω να τονίσω ότι στην ποιητική αυτή συλλογή υπάρχουν ζωγραφικοί πίνακες της δημιουργού καθώς και ποιήματα στην Αγγλική γλώσσα αφού η ίδια είναι απόφοιτος της Αγγλικής φιλολογίας.
Η Γιώτα Παπαδοπούλου είπε μεταξύ άλλων για το βιβλίο μα και για την δημιουργό : «Θα ήθελα κατ’ αρχήν, να ευχαριστήσω την αγαπημένη φίλη Λίνα Γιαμούζη για την ευγενική της πρόσκληση. Χαίρομαι ιδιαίτερα που μου δίδεται η ευκαιρία, να συμβάλλω σ’ αυτήν την όμορφη παρουσίαση της τέχνης, σ’ αυτό το αντάμωμα της ποίησης και της ζωγραφικής και μάλιστα μέσα σ’ ένα χώρο, που λειτουργεί ως μια πραγματική όαση πολιτισμού, σε πείσμα του άγονου και αντιπνευματικού τοπίου που μας περιβάλλει από παντού.
Ο Γκαίτε είπε ότι "O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν’ ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες (να φιλοσοφεί δηλαδή) …αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό…”. Ποίηση και Ζωγραφική λοιπόν, μια προαιώνια σχέση. Υπήρξε ανέκαθεν αυτονόητη και καθοριστική για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Συνεργάστηκαν στενά αυτές οι δύο τέχνες, ωστόσο είναι φανερό πώς στην πορεία του χρόνου η κάθε μια, αυτονομήθηκε και ακολούθησε τον δικό της ανεξάρτητο δρόμο. Συναντώνται όμως συχνά, έτσι για να επιβεβαιώνουν την συγγένειά τους και την κοινή τους καταγωγή, σε μια εσώτερη συνομιλία λόγου και εικόνας, η ‘σιωπώσα ποίηση’ και η ‘λαλούσα ζωγραφία’, όπως τις είχαν ονομάσει από τους αρχαίους καιρούς ακόμα. Τώρα… όσον αφορά την άποψή μου για την αισθητική της ποίησης, διακρίνω τα εξής χαρακτηριστικά γνωρίσματα: προτιμάει την εκφραστική απλότητα, έχει πυκνό, ελλειπτικό αλλά συνειρμικό και πολύσημο λόγο.
Επίσης η ποιήτρια χρησιμοποιεί τον συμβολισμό. Μεταφορές αλλά και συμβολικές εικόνες για να νοηματοδοτήσει το ποίημα. Όπως για παράδειγμα στο τσιγκέλι γράφει: δεν είμαι ποιητής τρεχούμενος, η λέξη μου όταν απ’ το τσιγκέλι κρέμομαι, θα βγει, γιατί τότε θα ουρλιάζω. Εδώ δίνει έμφαση στον εσωτερικό της κόσμο, στην ψυχική της κατάσταση (το ουρλιαχτό), χρησιμοποιώντας ως σύμβολο το τσιγγέλι, κάτι που είναι από τον εξωτερικό κόσμο. Είναι καινοτόμα και πρωτότυπα τα σχήματα λόγου, φροντίζει ιδιαίτερα την επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιεί. Υπάρχει απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο, όπως επίσης συναντάμε απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων. Χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις από οποιαδήποτε περιοχή του προφορικού ή γραπτού λόγου. Για παράδειγμα γράφει: κρέμομαι από επιδέξια πλεγμένες ρίμες, πετάω ροζ στους τοίχους της ψυχής μου, τυλίγομαι με γάτες χνουδωτές και άλλα.
Σε κάποια σημεία σατιρίζει την εποχή μας με έναν υπαινικτικό λόγο, όπου εκφράζει τη θλίψη της για τον ελληνικό ξεπεσμό, σαν έκφραση οργής ή χαμηλόφωνη διαμαρτυρία. Θα ήταν παράλειψή μου, να μην αναφερθώ στον φιλοσοφικό στοχασμό που προβάλλει η ποιήτρια, ευθύς από την εισαγωγή της συλλογής της. Τη θαυμάσια μεταφορά του χρόνου με τις μπίλιες. Ναι… τις μπίλιες, τους βώλους που τρέχαμε να πιάσουμε στην κατηφόρα, όταν ήμασταν σε νεαρή ηλικία, τρέχαμε ακατάπαυστα γιατί μας το επέτρεπε η βιολογία μας. Τώρα τρέχουμε με την ένταση που μας χαρίζει η ωριμότητα, έχοντας διαφορετικά κριτήρια, κάνοντας διαφορετικές επιλογές. Είμαστε παρόντες στην ίδια μας τη ζωή και αυτό ίσως είναι πιο ουσιαστικό, το ουσιωδέστερο για να παραμείνουμε ζωντανοί. Για το τέλος άφησα τον ρομαντισμό, το συναίσθημα και τη φαντασία που διαχέονται σε πολλά ποιήματα. Φαίνεται να εμπνέεται από προσωπικά της βιώματα αλλά και από σκέψεις της καθημερινότητας, έχοντας μια έντονη διάθεση να αποθεώσει το ωραίο».
Τον λόγο πήρε η συγγραφέας Χρυσούλα Λουλοπούλου η οποία με την ευαισθησία που την πλημμυρίζει στα γραπτά της προσέγγισε την ψυχή της δημιουργού και συγκίνησε το ακροατήριο. «Παιδικά παπούτσια πάνω σε τετράγωνα δίχρωμα πλακάκια, μας ταξιδεύουν σε μια Ελλάδα που έφυγε. Η Λίνα Γιαμούζη με τους πίνακες της ξεκλειδώνει το κουτί της μνήμης. Είναι τόσο ζωντανοί, τόσο οικείοι που είναι σαν να ξεχνιέται γύρω μας η μυρωδιά της ναφθαλίνης και της λεβάντας από το συρτάρι των αναμνήσεων . Παντού παρόν το παρελθόν στο βιβλίο της, πορεύονται σε μια τέλεια ισορροπία! Αναρωτιέται κανείς : Είναι η Γιαμούζη κλασσική ή μοντέρνα; Έχει αγάπη για το παρελθόν ή όραμα για το μέλλον ; Υπακούει στους κανόνες του χτες ή τους σπάζει με το ραβδί του ανένταχτου; Και τελικά παίζει με τις λέξεις πιο καλά ή με τα πινέλα; Όσο κι αν προσπαθήσουμε δεν θα καταλήξουμε. Αν της δώσουμε όμως ένα μόνο τίτλο, την περιγράφουμε ολιστικά Καλλιτέχνις! Η Λίνα Γιαμούζη είναι μια μεγάλη καλλιτέχνις με ό,τι κι αν καταπιαστεί ! Τα έργα της τα ρουφάμε με μάτια κι αυτιά, είναι αερόστατα και μας πάνε ψηλά. Να δούμε ξανά την πόλη όπου μεγαλώσαμε και μετά να μπούμε στα σύννεφα για μια βόλτα στο όνειρο. Η Λίνα Γιαμούζη μας κλείνει το μάτι και μας καλεί για ατέλειωτα παιχνίδια με βώλους στην κατηφόρα. Τι λέτε; Πάμε;».
Η δημιουργός, φορτισμένη συγκινησιακά, αφού ευχαρίστησε τους φίλους που την τίμησαν, υπέγραψε τα βιβλία της και δέχτηκε την αγάπη του κόσμου. Ενώ οι θεατές δεν ήθελαν να φύγουν από τον όμορφο χώρο του θεάτρου σαν να τους κρατούσε ένας μαγνήτης που τους κρατούσε με ένα ποτήρι κρασί στην αγκαλιά του με τις ευχές να είναι καλοτάξιδο….
Με ένα κύμα στο στόμα
…….Πρέπει να βγει,
Να ξεχυθεί
Πριν πεθάνει ο ήλιος,
Πριν καούν τα στάχυα,
Πριν στερέψουν τα ύδατα,
Πριν χαθεί «η ελιά, το καράβι και το αμπέλι’’
Πριν μας ψήσει η αλμύρα,
Πριν νάναι πολύ αργά!!!
Φωτογραφίες: Στέλλα Χαντζή, Χάρης Μπικηρόπουλος.