Το κήτος

«Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια, όπως από μια χώρα».
- Γιώργος Σαραντάρης

Τον παραπάνω στίχο του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη έκανε μότο η συγγραφέας Ούρσουλα Φώσκολου για να συνδέσει τις ιστορίες της στο νέο της βιβλίο  το οποίο η προσεκτική ανάγνωση του έγινε  αφορμή για το παρακάτω σχολιασμό. Και γράφω προσεκτική γιατί πρώτη φορά καταπιάνομαι με συγγραφείς της νέας γενιάς που πίσω από τις λέξεις και τις εικόνες έχουν να μας πουν κάτι διαφορετικό.

Την Ούρσουλα Φώσκολου την πρωτοάκουσα σε μια εκδήλωση για τις γυναίκες δημιουργούς της Τήνου, «Τέχνη γένους θηλυκού», το περασμένο καλοκαίρι στον Μαρλά Τήνου. Μου άρεσε ο λόγος της και σκέφτηκα γιατί δε δοκιμάζει να γράψει… Μετά από δυο χρόνια βρήκα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το πρώτο της βιβλίο, «Το Κήτος» από τις εκδόσεις Κίχλη. Από ένα  μικρό εκδοτικό οίκο  που με τη ποιότητα του κρατά στο χρόνο παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στο χώρο. Χαριτολογώντας θα έλεγα «Τα μεγάλα Κήτη τρώνε τα μικρά».

«Το Κήτος» λοιπόν  επιλέχθηκε  από την εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη να συνυπάρχει με τον «Κρητικό» του Σολωμού και τον «Εξώστη» του Καχτίτση μέχρι ποιήματα του Ίσαρη και του Πατρίκιου. Με  τον «Αόρατο» του Ουέλς σε μετάφραση Παπαδιαμάντη μέχρι τα «Πορφυρά πανιά» του Αλεξάντρ Γκριν ή τον «Πότη» του Χανς Φάλαντα τους οποίους το πλατύ αναγνωστικό κοινό αγνοεί. Επίσης συνυπάρχει με πεζά του Καρόλου Τσίζεκ, δοκίμια για τον Καβάφη, κείμενα του Δ. Δασκαλόπουλο και της Κατερίνας Σχινά ενώ στην κατηγορία της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας βλέπουμε υπογραφές που ξεχώρισαν όπως του Μάκη Τσίτα, του Άκη Παπαντώνη ή του Γιώργου Μητά.

Αυτό δείχνει ότι  «Το Κήτος» αξίζει να υπάρχει και να διαβαστεί αν και είναι το πρώτο δημιούργημα της Ούρσουλας Φώσκολου. Αυτό που ξεχώρισα μόλις άρχισα να το ξεφυλλίζω ήταν τα πνεύματα, οι δασείες και οι οξείες που χρησιμοποιούν οι εκδόσεις σε όλα τα βιβλία τους. Άλλο ένα στοιχείο που ξεχωρίζουν αυτές τις εκδόσεις όσο αφορά την επιμέλεια και το σεβασμό στο συγγραφικό έργο. Έχω χρόνια να διαβάσω βιβλία με το παλιό τονικό σύστημα αλλά δεν κρύβω ότι το νοστάλγησα καθώς οι λέξεις έτρεχαν με μουσικότητα στα μάτια μου.

Η Ούρσουλα Φώσκολου ανήκει στη γενιά των 30άρηδων που η γραφή της αν και πολύ καλή ξεχωρίζει από τα δικά μας αναγνώσματα που έχουμε συνηθίσει. Πετά τα περιττά λόγια και περιορίζεται σε διηγήματα μισής ή μιας σελίδας που υπάρχουν στο πρώτο μέρος του. Μια συλλογή μικρών και μεγαλύτερων κειμένων με τίτλο που αν βάλουμε τη φαντασία μας θυμίζει  ιστορίες διάσωσης ή καταστροφής. Ένα Κήτος που μπορεί να ρουφήξει μέσα του ανθρώπους που τους βγάζει στην ακτή για να τους σώσει αλλά  και να τους εξαφανίσει. Ιστορίες ανθρώπων με έντονα συναισθήματα, που η φθορά και η απουσία είναι παρούσες, που παίζουν και  τους πλημμυρίζει η ερωτική επιθυμία. Σε ανθρώπους που προσπαθούν και επιθυμούν να αποδράσουν αλλά παραμένουν εγκλωβισμένοι και άπραγοι στη σημερινή κοινωνία. Ιστορίες επιστροφής στον σκληρό κόσμο όπου κυριαρχούν η μοναξιά και η συναισθηματική στέρηση. Και είναι φυσικό όταν αυτά  είναι χαρακτηριστικά της νέας γενιάς που δεν θέλει να ωραιοποιεί τα πράγματα αλλά «πυροβολεί» όσα  θέλουμε να τους μεταδώσουμε οι παλιότεροι. Και σωστά πράττουν. Δημιουργούν το δικό τους δρόμο στα Γράμματα και τις φιλοσοφικές ανησυχίες. Κοιτούν μπροστά και θέλουν να ξεφύγουν από το παραμύθι, την ιστορία που οι παλιότεροι επιμένουμε να έχουμε οδηγό. Αλλά έτσι μάθαμε και δεν είναι φυσικά καταδικαστέο. Όμως πρέπει να στηρίζουμε τη κάθε επόμενη γενιά που πρέπει να τολμά βάζοντας τα δικά της λιθαράκια στο ιστορικό γίγνεσθαι. Μην ακολουθούμε τις προηγούμενες που  έβαζαν φραγμό στα θέλω μας. Να μάθουμε να ακούμε και να δεχόμαστε το νέο και το τολμηρό για το καλό του πολιτισμού.   

 Η συγγραφέας μεγεθύνει  στα μάτια του αναγνώστη τις ψυχικές καταστάσεις, χρησιμοποιεί συμβολισμούς, ενώ οι ήρωες της αν και άνθρωποι της καθημερινής ζωής, της διπλανής πόρτας εκφράζονται και σπάνε τους κρίκους της αλυσίδας. Κάνει τα απλά απλούστερα, πιο φιλικά, διώχνοντας τα μεγάλα και παχιά λόγια. Στο «Κήτος» βλέπουμε τη  σκέψη να προχωρά μπροστά χωρίς  να απουσιάζουν όμως οι  ποιητικές πινελιές σε ορισμένα κείμενα. Ενώ στο δεύτερο μέρος, τα διηγήματα είναι πιο μεγάλα και αποθανατίζουν  τα φωτογραφικά στιγμιότυπα και κινηματογραφικά πλάνα. 

Όπως έχει πει η ίδια η Ούρσουλα Φώσκολου, «Η ευτυχής και σπάνια σύμπτωση του βλέμματος ενώνει τους ανθρώπους. Ναι, όλες οι ιστορίες έχουν λίγο-πολύ ειπωθεί. Μα ίσως όχι με τον δικό μου τρόπο. Αυτό που με ωθεί να γράψω δεν είναι η ανάγκη να αφηγηθώ μια πρωτότυπη ιστορία. Μεταγράφω το προσωπικό βίωμα, κρύβομαι πίσω από τις λέξεις και ταυτόχρονα ζητώ να γυμνωθώ. Κινητήριος δύναμή μου είναι εκείνο το μικρό φτερούγισμα στο στομάχι, που μόνο τα δυνατά συναισθήματα είναι ικανά να  προσφέρουν». Καθημερινές εικόνες και αντικείμενα, πρόσωπα όπως οι γονείς και οι γιαγιάδες ξαναγράφονται από μια άλλη οπτική γωνία, με μια νέα προσέγγιση.

Μου φάνηκε παράξενο μα και θαυμάσιο παράλληλα διαβάζοντας το διήγημα «Λάντα» ότι είναι γραμμένο μόνο με 74 λέξεις. Πώς αλήθεια μπόρεσε να συμπυκνώσει τη σκέψη της σε μισή σελίδα βιβλίου; Δεν γνωρίζω αν αυτό οφείλεται στο επάγγελμα της γραφίστριας με το οποίο ασχολείται. Αν η εικόνα την επηρέασε να ασχοληθεί με αυτό το είδους γραπτό λόγο.

Φαίνεται όμως ότι γνωρίζει πολύ καλά πώς να κάνει το κείμενο  βραχύ, ακριβές, συμπυκνωμένο, να κάνει οικονομία στις λέξεις  αλλά όχι και στα συναισθήματα. Εκεί που χρειάζεται σιωπά  και εκεί που θέλει είναι ικανή να  μετουσιώσει την εικόνα σε λέξεις. Θα αρέσει τον  αναγνώστη αρκεί να μπορεί πιάσει το σφυγμό της.

Το αναγνωστικό κοινό που αναζητεί κάτι διαφορετικό και αγοράζει λογοτεχνικά περιοδικά τη γνωρίζει ως μόνιμη  συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού Φρέαρ ενώ διηγήματα της και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Νέα Ευθύνη, Νέο Επίπεδο, Το Δέντρο, (δέ)κατα, Ένεκεν, manifesto, Ακτή, Θράκα, Πλανόδιον.

Ήθελες μπράτσα για να κουμαντάρεις το Λάντα του παππού. Μ’ αυτό έμαθα να οδηγώ και να παρκάρω. Πήγαινα τον γέρο βόλτες. Έβλεπε αυτός απ’ το παράθυρο τα κοριτσάκια και μου φώναζε: «Σφύρα, ρε μάγκα!». Σφύριζα τότε εγώ, για να φχαριστηθεί. Μέχρι που πέθανε δεν το ’χα κάνει με καμιά. Την επομένη της κηδείας πέρασα από του Γιωργή και πάτησα την κόρνα, να κατέβει. Κοντά δυο μέρες έπειτα, μυρίζαν τα καθίσματα ιδρώτα κι άφτερ σέιβ.

Της εύχομαι να είναι καλοτάξιδο «το Κήτος» και να τολμήσει να γράψει κι άλλα πεζά. Κάθε γενιά δημιουργεί το δικό της λογοτεχνικό ρεύμα  και πρέπει να το σεβαστούμε. Αρκεί να περνά το σκόπελο της μοναξιάς και της απογοήτευσης  και να βρίσκει νέους δρόμους έκφρασης.  Να πειραματίζεται και να μας μεταφέρει τους προβληματισμούς της. Πιστεύω ότι η Ούρσουλα Φώσκολου μπορεί να το καταφέρει.

«Μάθε μου, μάθε μου!» φώναζα χοροπηδώντας γύρω του. Ήταν σοβαρός και για λίγη ώρα φαινόταν να διστάζει. «Πρώτα θα κάνεις κάτι για μένα», ξεστόμισε επιτέλους, «αφού με αγαπάς και σε αγαπώ κι εγώ». Με τράβηξε πάλι κοντά του κι άρχισε να μου χαϊδεύει την πλάτη. Δεν πρόλαβα ν’ απαντήσω. Μια βραχνή φωνή ακούστηκε από την άκρη της γέφυρας. Ο παππούς, με μια μεγάλη πέτρα στο χέρι, του όρμησε. Τον χτυπούσε με οργή, ώσπου τα χέρια του βάφτηκαν κόκκινα. Την επομένη μ’ έστειλαν πακέτο στη μάνα μου, που δούλευε ράφτρα στη Χώρα.