Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Το τελευταίο βιβλίο της που είχα διαβάσει ήταν οι «Μαγεμένες», μια άγνωστη ιστορία της Θεσσαλονίκης που αγνοούσε το περισσότερο αναγνωστικό κοινό. Αριστοτεχνικά λοιπόν με την υπέροχη γραφή της, ξέθαψε πάλι από το σεντούκι της ιστορίας άγνωστα ιστορικά κομμάτια της πλούσιας ιστορίας μας, μετά από μεγάλη έρευνα και τα φέρνει στην επιφάνεια για να μας γοητεύσει. Και τα καταφέρνει πάντα. Έτσι και τώρα, με τη «Σκουριά και το χρυσάφι». Μια διλογία, με πρώτο τον Νεγρεπόντε, που μόλις τελείωσα.
"Όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο Μη λες πως θάν’ καλύτερος ο νυν από τον τέως. Πως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο απ’ τον λύκο. Τότε μονάχα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος.» Κώστας Βάρναλης"
Αυτά τα λόγια του Βάρναλη μου ήρθαν στον νου τελειώνοντας το. Ένα βιβλίο 531 σελίδων γεμάτο άρωμα, ιστορία και έρωτα. Η συγγραφέας καταπιάνεται με μια πτυχή της Ελληνικής ιστορίας μέσα από τον μύθο που προσωπικά δεν γνώριζα, ούτε έχω συναντήσει σε μυθιστορήματα και με γοήτευσε. Αφηγείται την ιστορία των μελών της οικογένειας Βαμβακά που δημιούργησε το καλύτερο ποτό στον κόσμο, την εξέλιξή της μέσα από γεγονότα -σταθμούς του 19ου αιώνα. Παράλληλα ο αναγνώστης παρακολουθεί τη δημιουργία της αστικής τάξης στην Ελλάδα.
Τι κρύβεται πίσω από το Νεγρεπόντε; Ποια ιστορικά γεγονότα το ακολουθούν; Και ποιος ήταν ο Αγγελής Βαμβακάς που από σκλάβος, επαναστάτης, πρόσφυγας, γεωργός, κατάφερε να γίνει ένας ευυπόληπτος έμπορος της Χαλκίδας και να δημιουργήσει μια ευτυχισμένη, πολυμελή οικογένεια; Αμπέλι –σταφύλι-κρασί. Όπως μήτρα-παιδί-ζωή. Αυτές οι έξι λέξεις στάθηκαν οδηγός του Αγγελή Βαμβακά σε όλη την πορεία του. Δώδεκα τα παιδιά του από τις δυο γυναίκες της ζωής του. Την Άννα που την έχασε κάνοντας του τρία παιδιά αλλά δεν την αγάπησε και την δυναμική Τερέζα που στάθηκε μάνα σ’ όλα τα παιδιά και την ερωτεύτηκε. Τα κατάφερε με όλους και με όλα τα εμπόδια. Απ’ όλα τα παιδιά, ο γιος του, Αντώνης και η κόρη του, Αυγουστίνα, κατάφεραν να ανοίξουν τα φτερά τους και να φύγουν αλλάζοντας τη μοίρα τους. Ο χρόνος που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα είναι ο δέκατος ένατος αιώνας, από το 1824 ως το τέλος του, τότε που σημειώνονται κοσμογονικές αλλαγές στην Ελλάδα και οι μεγάλοι πολιτικοί κλυδωνισμοί που τη διαλύουν. Τα χρήματα του κράτους συγκεντρώνονται σε λίγα χέρια. Η μετακίνηση του πλούτου, η εγκατάσταση Δωδεκανησίων εφοπλιστών στον Πειραιά, οι τυχαίες ή μεθοδευμένες πολιτικές κινήσεις, όπως οι εύνοιες του βασιλιά και η εκμετάλλευση του μόχθου των άλλων, επέδρασαν στη δημιουργία της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Ενώ οι τόποι που εκτυλίσσεται είναι τα Ψαρά και η θυσία των κλεισμένων στο γενοβέζικο Κάστρο. Εκεί, συνταρακτικές εικόνες εκτυλίσσονται με τον νεαρό Βαμβακά να αγωνίζεται και να έρχεται σε δίλημμα: να σώσει τη μητέρα και την αδελφή του Αυγουστίνα ή να πολεμήσει για την πατρίδα; Πόσο πιο έντονα και παραστατικά μας θα μπορούσε να μας ταξιδέψει νοερά σ’ εκείνη την εποχή; Σαν να είσαι εκεί και να θέλεις να σταθείς δίπλα στον αγώνα τους. «Γιατί έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος, ίσαμε την τελευταία πνοή ελπίζει πως θα υπάρχει αύριο. Περίμεναν κάτι να γενεί και δεν ήθελαν να πιστέψουν πως το δικό τους μέλλον το’ λεγαν «θάνατο». Μετά μας πηγαίνει στη Χαλκίδα, που είναι πια ελληνική και ο Βαμβακάς στήνει τα όνειρα του με πολλούς κόπους αλλά με τους εφιάλτες να τον κυνηγούν. Οι αγαπημένες του μορφές έρχονται στον ύπνο του και τον δίνουν δύναμη, τον ατσαλώνουν τη θέληση και ανέρχεται στους κύκλους της πόλης. Γίνεται υπολογίσιμος κι όλοι τον θέλουν να τον βάλουν στο σπίτι τους.
Μετά από χρόνια μας μεταφέρει στον Πειραιά που έχει γίνει ανερχόμενο λιμάνι και εμπορικό κέντρο. Εκεί ο Αντώνης, δίπλα στον Σαραφόπουλο, σκαλί-σκαλί γίνεται επιτυχημένος έμπορος με ιδέες που αφήνει άφωνο όλο τον επιχειρηματικό κόσμο. Παράλληλα μας σεργιανά στην Αθήνα, που ανασαίνει κάτω από τον Παρθενώνα, που είναι πρωτεύουσα του βασιλείου, και καλοδέχεται την αδελφή του Αυγουστίνα, ως κυρία των Τιμών. Υπέροχες σκηνές, ποιητικές θα έλεγα. Ακόμη και στην Αθήνα του Όθωνα, ανάμεσα στα χαμόσπιτα και τα ανάκτορα, τις βασιλικές άμαξες και τα κάρα, τις καβαλίνες και τους βόθρους, τους προύχοντες και τους εργάτες, δείχνοντας τις μεγάλες ταξικές διαφορές αλλά και την αφοσίωση του κόσμου στον βασιλιά, η Κόντζογλου ξέρει να μας παίρνει από το χέρι και να μας οδηγεί στους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Ακολουθούμε την Αυγουστίνα που μαθαίνει ξένες γλώσσες, ιππασία κι άλλα εφόδια που τα χρειάστηκε αργότερα στη ζωή της. Την ακολουθούμε στους περιπάτους της με τη βασίλισσα και τον Ζέφυρο, ακούμε τις επευφημίες και τη λατρεία στη βασίλισσα, βλέπουμε την Αυγουστίνα να βάζει τη ζωή της ασπίδα ώστε να τη σώσει από τους αντιδραστικούς. Αλήθεια; Πώς γίνεται αυτός ο λαός, βουτηγμένος στη φτώχια, να προσκυνά τους βασιλείς; Ένα κράτος ρημαγμένο μετά από τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας που προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί και δέχεται τους ξένους βασιλιάδες. Ραγιάδες ακόμη και πώς να το βγάλουν από πάνω τους; Σελ.133 «Έκανε τις κληματόβεργες να πέφτουν στο χώμα, να σέρνονται σαν εμάς που ήμασταν ραγιάδες στον Τούρκο, ραγιάδες και ξεχασμένοι στο μέσο του πελάγους, πόση δύναμη να είχαμε;…»
Τι μπορεί να περιμένει κανείς από ένα λαό που η βασίλισσα διαχειρίζεται χωρίς σύνεση τα χρήματα του και να επιμένει να ζει στα ροζ συννεφάκια του; Μου άρεσαν οι ήρωες της, ιδιαίτερα ο Αντώνης που το Ψαριανό ποτό, το όνειρο του πατέρα του, έγινε στοίχημα ζωής. Που με την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια σε πολλά επίπεδα της αδελφής του, προσπάθησε σκληρά και κατάφερε να γίνει βιομήχανος. Αλλά με στενοχώρησε που άφησε τον παιδικό του έρωτα, την Βικτωρία, για να ικανοποιήσει τα θέλω της οικογένειας. Μια πατριαρχική οικογένεια που όλοι υπάκουαν τον Αγγελή Βαμβακά, που όλοι προσανατολίζονταν στην αγάπη με γνώμονα το κέρδος ώστε να ανελιχθούν στην κοινωνία της εποχής. Όλα γινόταν σχεδιασμένα. Σκουριά και χρυσάφι είναι όλα. Πολιτικές έριδες και επαναστάσεις, εμφύλιοι πόλεμοι, πτωχεύσεις και διχόνοιες. Έμποροι και εφοπλιστές, πολιτικοί και αγωνιστές του ‘21, ποιητές και αναρχικοί, Έλληνες και Φράγκοι, Φαναριώτες και ξωμάχοι, «Ορεινοί» και «Πεδινοί», βασιλείς και επαναστάτες συνθέτουν το κάδρο του μυθιστορήματος, μέσα στο οποίο γεννήθηκαν μεγάλοι έρωτες και ταπεινά συναισθήματα. Προβάλλονται γενναίες και υποχθόνιες συμπεριφορές, υπογράφονται δοξαστικές και ντροπιαστικές συμβάσεις ζωής, στο όνομα της πραγματοποίησης ενός σκοπού. Σκηνές έντονες όπου ο παλμός της καρδιάς του αναγνώστη ανεβαίνει και άλλοτε ερωτικές που τον χαλαρώνουν και τον οδηγούν σε άλλα μονοπάτια. Καλοτάξιδο Μαίρη Κόντζογλου και θα περιμένω με αγωνία το Πόρτο Λεόνε.
«Χρυσάφι ατόφιο που, κατά λάθος –αλλά μπορεί και εσκεμμένα–,μέσα του έπεσε λίγη σκουριά. Το κόκκινο της σκουριάς τού έδωσε τη γλύκα, την πλάνη της αμαρτίας. Και έτσι, καθώς τίποτα δεν υπάρχει ατόφιο, ούτε χρώμα ούτε χαρά, μα ούτε και λύπη, όλοι σταλάξαμε λίγη σκουριά στη ζωή μας. Σκουριά και χρυσάφι είναι όλα.»