Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Μετά το συγκλονιστικό μυθιστόρημα «Λιμός», που μας μεταφέρει νοερά στη μαύρη εποχή για τη χώρα, τον Δεκέμβριο του 1941, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα και πρόσωπα, ο συγγραφέας Πάνος Αρμυράς, με το δεύτερο βιβλίο του τα «Λύτρα», έρχεται να μας ανεβάσει πάλι την αδρεναλίνη μεταφέροντας μας στον Σεπτέμβρη του 43. Ο ήρωας του, Νίκος Αγραφιώτης επιστρέφει από το Ελ Αλαμέιν με νέα ταυτότητα και διαλυμένη ζωή, και ρίχνεται σε μια μάχη που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την πορεία των επιχειρήσεων των Συμμάχων στη Μεσόγειο.
Τα σχέδια του ανατρέπονται όταν η οργάνωση τον υποχρεώνει να διεισδύσει στα άδυτα της Ειδικής Ασφάλειας του Λάμπου, που ξέθαψε ο Ράλλης από τα χρόνια του Μεταξά, για να εξαρθρώσει κυκλώματα προδοτών. Συνδέεται με μυστικές πατριωτικές οργανώσεις της Αθήνας, περιπλανιέται στα βουνά του Εμφυλίου και προσπαθεί να μείνει καθαρός μέσα στη φωλιά των φιδιών. Του αναθέτουν να διαλευκάνει την εξαφάνιση της εξάχρονης κόρη Γερμανού ανώτατου διπλωμάτη και του πεντάχρονου γιου της Ελληνίδας υπηρέτριάς τους που έγινε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες επειδή γνωρίζει γερμανικά και θα μπορεί να συνεννοείται. Μου άρεσε πολύ που μέσα στη σκληρή δίνη του πολέμου, στον αγώνα του για τη λευτεριά, το Ανθρώπινο βγήκε στην επιφάνεια. Στέκεται δίπλα στη γερμανίδα μάνα που αγωνιά να βρεθεί η κόρη της. Για τον Αγραφιώτη τα παιδιά δεν έφταιγαν τίποτε, από όποια πλευρά κι αν ανήκαν. Ο αναγνώστης χώνεται μαζί του στα καταγώγια, στα καζίνα με προδότες, κυβερνητικούς, χαφιέδες, μαχαιροβγάλτες, μαστροπούς, πόρνες, τζογαδόρους, συνδιαλέγεται με μαυραγορίτες, συνεργάζεται με τα αποβράσματα της Ειδικής Ασφάλειας του Λάμπου, που η πατρίδα δεν είχε καμιά σημασία γι αυτούς. Που αντάλλαζαν την ελευθερία τους με την προδοσία των αγωνιστών. Ανεβαίνει στα τραμ μαζί με τους πολίτες, βάφει τους τοίχους με κόκκινη μπογιά, έρχεται αντιμέτωπος με τους Γερμανούς κατακτητές, αγωνιά με τον Μάνθο Σκαφίδα και τον συμπαθεί αφού ορκίστηκε ότι θα εκδικηθεί τους φονιάδες του πατέρα του και όλων των αγωνιστών. Ο Νίκος Αγραφιώτης γίνεται αγαπημένος των αναγνωστών αφού ο συγγραφέας τον μπόλιασε με τα χαρακτηριστικά του αγωνιστή και του Ανθρώπου. Του ερωτικού που αγωνίζεται να σώσει την αγαπημένη του που έχασε τα ίχνη της όταν τον ακολούθησε στη Μέση Ανατολή και αιχμαλωτίστηκε από τη Βέρμαχτ μέσα από τα νύχια του Στρόοπ.
Αλλά και του γοητευτικού άντρα που έλκει τον γυναικείο πληθυσμό. Αγαπημένη ηρωίδα και η Αποστολίδου, που του ανατέθηκε να την προστατεύει από τους Έλληνες που δε γνώριζαν τον ρόλο της δουλεύοντας στη φωλιά του λύκου, στην Γκεστάπο κι έδινε μυστικά στις οργανώσεις. Δέχτηκε τη διαπόμπευση των γειτόνων, την περιφρόνηση του πατέρα της θεωρώντας την προδότρια της χώρας. Πόση δύναμη είχε στη ψυχή της για την λευτεριά της χώρας και πόση υπομονή να ανέχεται τον φθόνο και το μίσος όλων αυτών που δεν γνώριζαν; Ο θάνατος καραδοκούσε σε κάθε βήμα της κι όμως με αυταπάρνηση θυσίαζε τη ζωή της. Πους αντιπάθησα; Τους ήρωες που καθρέφτιζαν τους προδότες της πατρίδας αλλά και τους Γερμανούς. Ήταν τόσο καλογραμένοι χαρακτήρες που τους αντιπάθησα γιατί ήταν σαν αληθινοί.
Μικρές κοφτές προτάσεις που δίνουν δράση, κινήσεις λεπτά χειρουργικές και μετρημένες, πετυχημένοι χαρακτήρες, ακόμη και οι δευτεραγωνιστές που θα μας συναρπάσουν και θα μας καθηλώσουν. Αναδεικνύει πολλά ιστορικά γεγονότα που πολλοί από τους αναγνώστες μπορεί να μη γνωρίζουν αλλά θα μάθουν μέσα από το αρχειακό υλικό της ιστορίας. Με τη δημοσιογραφική του ταυτότητα μπόρεσε να εκμαιεύσει από την ιστορία ακριβώς αυτά που θα τον βοηθούσαν στην πλοκή της ιστορίας του χωρίς να χαθεί στα ατέλειωτα μονοπάτια της. Τα συναισθήματα του αναγνώστη μέχρι να φτάσει στο τέλος δεν έχουν ανάπαυση. Και στην ιστορία, όπως χαράχτηκε στις μνήμες των ανθρώπων μπορείς να θυμώσεις, να εξοργιστείς, να διαλυθείς διαβάζοντας την αλλά και να ελπίσεις. Για τους νέους που δε γνωρίζουν, γιατί τα βιβλία στο σχολείο θ’ αργήσουν πολύ να φτάσουν σε τούτη την εποχή, είναι ένα βιβλίο που θα γνωρίσουν για τη φαγωμάρα μεταξύ των Ελλήνων. Για τους «πατριώτες», συνεργάτες των Γερμανών, για τα σερνόμενα ανθρωπάκια που διψούν για λίρες και εξουσία, για τους ρουφιάνους με προσωπικά οφέλη, για τους πουλημένους βασανιστές. Που, αν δεν υπήρχαν, οι κατακτητές δε θα γνώριζαν ούτε τους κομμουνιστές σε κάθε πόλη ή χωριό αλλά ούτε και τα δύσβατα μονοπάτια των βουνών.
Μη ξεχνούμε πως τις κουκούλες, «Έλληνες» τις φορούσαν. Που δεν τιμωρήθηκαν μετά την ήττα των Γερμανών αλλά έφυγαν μαζί τους με τη λεία της Κατοχής. Ο αναγνώστης θα μάθει μέσω του Αγραφιώτη τον αεροπόρο, σαμποτέρ Κώστα Περρίκο που ανατίναξε την ΕΣΠΟ, μαζί με πολλούς Γερμανούς και οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα χάρη στην προδοσία ενός χωροφύλακα. Πολλά πρόσωπα της υπόθεσης είναι αληθινά. Μέσα από τις σελίδες του, επαναφέρει και τη διάσωση των Εβραίων της Αθήνας. Που σε αντίθεση με το Εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης που προδόθηκε από τον Κόρετς, ή της Πάτρας και των Ιωαννίνων, από τους εκεί ραβίνους, ο Μπραζελάι ούτε παρέδωσε τα στοιχεία που ζητούσαν οι κατακτητές αλλά συνεργάστηκε με το ΕΑΜ, τους ακολούθησε στο βουνό και σώθηκε. Ο αναγνώστης θα σοκαριστεί από τα κολαστήρια της Βέρμαχτ στο Χαϊδάρι και τη Μέρλιν αλλά τίποτε από αυτά δεν είναι δημιούργημα του μύθου. Δεν αναφέρει τον αγώνα της Λέλας Καραγιάννη, ή «Μπουμπουλίνας» που έσωσε πολλούς αγωνιστές μα δεν θα χωρούσαν τόμοι να αναφερθούν. Έκλαψα μαζί τους όταν η αγάπη τους για τη λευτεριά στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Νευρίασα όταν «Έλληνες» αγωνίζονταν να μοιάσουν τους κατακτητές. Απόλαυσα με το τέλος κάποιων ρουφιάνων αλλά και Γερμανών. Καλοτάξιδο να είναι κύριε Αρμυρά! Κι ας πάρουν το μήνυμα του οι αναγνώστες διαβάζοντας το γιατί η λήθη και η άγνοια ξυπνούν την ιστορία και επαναλαμβάνεται.