219 ημέρες βροχής της Αφροδίτης Βακάλη

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που διάβασα και γνώρισα την συγγραφέα Αφροδίτη Βακάλη μέσα από τη γραφή της. Η κοινή μας αγάπη είναι το Αιγαίο, οι Κυκλάδες. Η Μύκονος για την ίδια όπου και ζει, η Τήνος για μένα.  Το πρώτο της βιβλίο «Και γύρω τους η θάλασσα» από τις εκδόσεις Ψυχογιός μου άρεσε πολύ  κι ευτυχώς δεν άργησε η κυκλοφορία του δεύτερου βιβλίου της «219 ημέρες βροχής», από τις ίδιες εκδόσεις. Περίεργος ο τίτλος και μυστηριώδης που μου θύμισε τις ατέλειωτες βροχερές μέρες της πόλης μας. Τι έκρυβε όμως αυτό το βιβλίο δεν μπορούσα να το φανταστώ.. 

Αστυνομική και ταυτόχρονα κοινωνική υπόθεση δίνοντας έμφαση  στις σχέσεις των ανθρώπων σε προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό επίπεδο. Λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας η ίδια,  ήταν  μεγάλη πρόκληση για να  γράψει ένα βιβλίο με αστυνομική υπόθεση. Αυτό όμως που την ενδιέφερε  ως άτομο και ως συγγραφέα, ήταν  οι χαρακτήρες και οι ανθρώπινες συμπεριφορές. Θα της ήταν αδιάφορο να γράψει  απλά μια  ιστορία όπου κυνηγούν έναν ακόμη δολοφόνο. Κι από ότι φάνηκε ξεφυλλίζοντας το, το κατάφερε. Ένα εξώφυλλο που μαρτυρά μυστήριο και σε προκαλεί να προχωρήσεις. Να το διαβάσεις με μια ανάσα σε μια νύχτα αν οι αϋπνίες σε ταλαιπωρούν. Ένα μυθιστόρημα γεμάτο απρόβλεπτες, ανατρεπτικές καταστάσεις που το κύριο χαρακτηριστικό της αφήγησης είναι οι μικρές, κοφτές, σύντομες μα περιεκτικές προτάσεις. Οι χαρακτήρες των ηρώων διεισδύουν τόσο λεπτομερειακά, σχεδόν σοκαριστικά, που νιώθεις να αναδύονται τα πιο βαθιά κρυμμένα μυστικά τους, τα πιο ανομολόγητα συναισθήματα και πάθη τους. Με ιδιαίτερη μαεστρία η συγγραφέας πλέκει τον ιστό του κάθε χαρακτήρα, κάνοντας τον αναγνώστη να νιώθει ότι βυθίζεται στην ψυχή και στο μυαλό τους. Σοκαριστικές είναι και οι περιγραφές των δολοφονιών και όσων ακολουθούν τον άδικο και τραγικό θάνατο των μικρών παιδιών, με τέτοια λεπτομέρεια που ο αναγνώστης ανατριχιάζει και ενδόμυχα αναρωτιέται, αν είναι δυνατόν κάποιος να μπορεί να είναι τόσο ψυχρός, μα και τόσο προκλητικά ψύχραιμος. Όσο το διάβαζα έλεγα «Μα είναι δυνατόν»; και το μίσος μου για ορισμένους κορυφωνόταν. Μα και ο φόβος συνδυασμένος με τη σιωπή των μανάδων με εξόργιζε.. Ευχόμουν να μη ζήσω ποτέ κάτι τέτοιο, να μη βρεθεί καμιά άλλη μάνα να ζήσει αυτά τα συναισθήματα που ζουν στο μυθιστόρημα οι μανάδες των δολοφονημένων παιδιών…. Να μη γευτώ τον χαμό χάνοντας ό,τι πολυτιμότερο έχω, τα παιδιά μου. Με κάθε λεπτομέρεια επίσης περιγράφονται οι εικόνες της βροχής, των όσων προκαλεί, των όσων αφήνει στο πέρασμά της. Μοναχικές φιγούρες οι περισσότεροι ήρωες απομονώνονται στον εαυτό τους, στις σκέψεις τους, χαμένοι στα λάθη του παρελθόντος, στα όσα επέλεξαν να ζήσουν, για όσα μετάνιωσαν μα δεν έχουν πια τη δυνατότητα να αλλάξουν. Το πώς  οι συγκεκριμένοι φόνοι αλλά και η συνεχής, ακατάπαυστη βροχή επέδρασαν στην ψυχολογία  των ηρώων της και σε ποιο βαθμό επηρέασαν την καθημερινότητα, την προσωπική ζωή και τις σχέσεις τους, το ξέρει καλά η συγγραφέας. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι αυτός ήταν ο στόχος της κι αυτό προσπάθησε να κάνει. Το κατάφερε.

«Βρέχει στη μικρή επαρχιακή πόλη. Μήνες ολόκληρους βρέχει διαρκώς νύχτα και μέρα. Κανένας δε θυμάται ξανά κάτι τέτοιο και όλοι απορούν. Πρώτα ήρθε το νερό, ασυγκράτητο ξεχύθηκε παντού, στους δρόμους, στα σοκάκια, μέσα στα σπίτια πάλευε να μπει. Ήρθε η υγρασία. Στον αέρα κάθισε, στους τοίχους, στα κόκαλα των ανθρώπων. Ήρθε κι η λάσπη, που κολλημένη πάνω στα παπούτσια τη σέρνανε μαζί τους. Η γκρίνια, η φαγωμάρα τούς κατάτρωγε. Φτάσαν στα όριά τους. Ώσπου συνήθισαν. Σιωπηλά το αποδέχτηκαν και συνέχισαν τη ζωή τους χολωμένοι. Τέλος, ήρθε και το μεγάλο κακό. Η συμφορά που αδιακρίτως χτύπησε τα σπιτικά τους. Ήρθαν οι φόνοι. Ο θάνατος. Σάββατο μεσημέρι βρήκαν το πρώτο θύμα, τη δωδεκάχρονη Κατίνα Τσαπακίδη. Ο Αστυνόμος Σκιαδάς, ανήσυχος κι εξοργισμένος, ψάχνει να βρει το «ποιος» και το «γιατί». Κι αυτά που ανακαλύπτει τον τρομάζουν. Ο Τύπος, η κοινωνία, οι ανώτεροί του, μα πάνω απ’ όλα η συνείδησή του τον καταδιώκουν. Πολλά τα πρόσωπα, πολλά τα θύματα κι ο χρόνος τον πιέζει. Χάος γύρω του, βροχή και αίμα. Καράβι ακυβέρνητο ο κόσμος και ο Θεός απών. Ή μήπως όχι;»

Όπως στο πρώτο της βιβλίο ασχολήθηκε με τη θάλασσα έτσι και σ’ αυτό ασχολείται  με τη βροχή. Μάλλον  το υγρό στοιχείο τη γοητεύει, με όποια μορφή το ανταμώνει στη φύση. Προσφέρεται με αμέτρητους συμβολισμούς και ερμηνείες όπως δηλώνει η ίδια και χρησιμοποιείται θεοποιημένο στις περισσότερες θρησκείες .  Είναι ευέλικτο, ρέει  και σαρώνει τα πάντα στο διάβα του. Για την ίδια, το νερό «δίνει» και «παίρνει» με την ίδια ευκολία που γεννά και καταστρέφει. Η απεραντοσύνη της θάλασσας άλλοτε μερεύει κι άλλοτε αγριεύει την ψυχή, υπόσχεται, ταξιδεύει το νου. Και η βροχή, από την τρυφερή ψιχάλα μέχρι την καταρρακτώδη νεροποντή, συμβολίζει την πληθώρα των γεγονότων, ασήμαντων και σημαντικών, που συμβαίνουν, επηρεάζουν κι εμπλουτίζουν τη ζωή μας. Οι λέξεις φεύγουν όπως και οι νότες στη κλίμακα και ελκύουν τον  αναγνώστη. Όμως δεν γίνεται συνειδητά. Αυθόρμητα βγαίνει ο λόγος στο χαρτί. Ξεπηδά από τη ψυχή της. Ο δρόμος της συγγραφής για την ίδια ήταν και είναι πάντα μοναχικός. Ο άνθρωπος που γράφει έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, ‘σκαλίζει’ την ψυχή του, γδέρνεται, ματώνει πάνω στο κείμενό του, κι αγωνιά. Κι αυτή είναι μια διαδικασία στην οποία κανείς δεν μπορεί να τον συντροφεύσει. Είναι απόλυτα μοναχική ακριβώς επειδή είναι τόσο βαθιά προσωπική και καταλυτική. Όπως και σε όλους τους συγγραφείς. Δεν μπορεί να καταλάβει το στενό και ευρύτερο περιβάλλον του συγγραφέα πόσο κονταροχτυπιέται, πώς τα συναισθήματα του είναι σε ένα συνεχή αγώνα που τον κυριαρχούν ακόμη και στα όνειρα μα και στους εφιάλτες. Ο συγγραφέας «βρίσκεται» στον δικό του κόσμο που έχει «χτίσει» με πολλή προσοχή.« Σε δύσκολες εποχές όπως είναι αυτή που διανύουμε,» λέει η ίδια   «ότι η τέχνη και ειδικότερα η λογοτεχνία είναι, αν όχι το μόνο, σίγουρα  ένα πολύ σημαντικό αντιστύλι για τον άνθρωπο. Εκεί θα ανατρέξουμε για να βρούμε τις χαμένες μας αξίες, τα κομμάτια του εαυτού μας με τα οποία έχουμε αποξενωθεί, μα κυρίως τη δύναμη και το κουράγιο που χρειαζόμαστε για να ανασυνταχτούμε και να προχωρήσουμε. Επομένως, ο ρόλος του συγγραφέα, ειδικά σε τέτοιες εποχές είναι πολύ σημαντικός διότι αναλαμβάνει να ανασυγκροτήσει τον αναγνώστη. Να τον «ξεβολέψει», να τον προβληματίσει, να τον προτρέψει να σκεφτεί, μα κυρίως να τον εμψυχώσει και να τον ενθαρρύνει ώστε να πάρει θέση απέναντι στα «κακώς κείμενα». Κι αν η λογοτεχνία γενικά έχει σκοπό να ευρύνει τους ορίζοντές μας, βοηθώντας μας να επεξεργαστούμε κύρια ερωτήματα που αφορούν την ύπαρξή μας, σε χαλεπούς καιρούς γίνεται το στήριγμά μας, ο τροφοδότης της σκέψη μας κι ο βασικότερός «σύμμαχος» μας στην προσπάθεια να ισορροπήσουμε και να εξελιχθούμε.»

Πραγματικά η Αφροδίτη Βακάλη με γοήτευσε με το δεύτερο βιβλίο της, « ζήλεψα» τη δυναμική της γραφή,  με ταξίδεψε ακόμη μια φορά.. Δεν ξέρω αν το νερό σε οποιαδήποτε μορφή του είναι κοινό  στοιχειό της Φύσης με τη συγγραφέα, μα με μαγεύει, μου δίνει μια εσωτερική δύναμη ψυχής. Τι άλλο να ζητούμε στις μέρες μας; Μια ανάταση ψυχής ζητούμε για να σταθούμε πάλι στα πόδια μας κι αυτή την ανάταση μου τη προσέφερε απλόχερα.. Σας το συστήνω ανεπιφύλακτα…