Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης μιλά για όλα στο Bookia και τη Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Το Χριστόφορο Κάσδαγλη το γνώρισα στην παρουσίαση του βιβλίου του «Το ημερολόγιο ενός ανέργου» του οποίου έκανε την επιμέλεια για λογαριασμό των εκδόσεων Καστανιώτη, στο χώρο του Καπνικού σταθμού. Ένας χώρος εγκαταλειμμένος για 15 χρόνια που η Εθελοντική Ομάδα Δράσης Νομού Πιερίας χάρη τη προσωπική εργασία δεκάδων εθελοντών και την οικονομική στήριξη επιχειρήσεων του νομού, το έκανε στολίδι της πόλης. Από την εποχή όμως της παρουσίασης, τέλη του 2014,τα πολιτικά πράγματα έχουν χειροτερέψει και ο αριθμός των ανέργων έχει αυξηθεί επικίνδυνα. Θεώρησα σκόπιμο λοιπόν να ξαναμιλήσω μαζί του για όλο το συγγραφικό του έργο μα και πώς βλέπει τα πράγματα σήμερα.

 

Ευχαριστώ Χριστόφορε Κάσδαγλη για τη συνέντευξη που μου παραχωρείτε για λογαριασμό του Bookia. Είστε ανιψιός του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη Νίκου Κάσδαγλη, που έγραψε τους «Κεκαρμένους» και «Τα δόντια της μυλόπετρας» τα πιο γνωστά του έργα για να θυμίσω στους φίλους αναγνώστες. Είναι το γονίδιο που σας οδήγησε στο ταξίδι της συγγραφής ή έτσι έτυχε;

Ωχ, αρχίζουμε δύσκολα τη συνέντευξη, ε; Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά και τα τοιαύτα… Λοιπόν, δεν ξέρω τι συμβαίνει με τα γονίδια, αλλά στη δική μου περίπτωση το συγγενικό περιβάλλον, όχι μονάχα ο θείος μου, αλλά και η μάνα μου και ο πατέρας μου, λειτούργησε για μεγάλο διάστημα όλως διόλου ανασταλτικά! Δεν είχα καμία όρεξη να τους μοιάσω, με απωθούσε όλη αυτή η ιστορία με τη λογοτεχνία. Το ενδεχόμενο να γίνω συγγραφέας ήταν το τελευταίο πράγμα που μου πέρναγε από το μυαλό. Αυτά, παρότι οι σχέσεις μου με την οικογένεια ήταν πολύ καλές - σκέψου δηλαδή να είχαμε και προβλήματα μεταξύ μας τι θα συνέβαινε… Όπως και να ‘χει, η εμπλοκή μου με τη λογοτεχνία συνάντησε εξαρχής ένα μεγάλο εμπόδιο.

Είστε δημοσιογράφος, έχετε γράψει πολλά βιβλία και είστε ιδρυτικό μέλος της δημοσιογραφικής κολεκτίβας blogal.gr. Μιλήστε μας για τη συγγραφική πορεία σας κι ακόμη γιατί γράφατε τα βιβλία σας στην αρχή με το ψευδώνυμο «Χρήστος Καστανάς»;

Μάλλον έχετε συμβουλευτεί ένα παλιότερο βιογραφικό μου, ζούμε βλέπετε παραπάνω από μία φορές και το βιογραφικό αλλάζει. Αλλά καλύτερα έτσι, να δώσουμε και μερικά δεδομένα παραπάνω. Υπήρξα πράγματι μέλος της άγνωστης στο ευρύ κοινό δημοσιογραφικής κολεκτίβας blogal.gr, η οποία λειτούργησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Όμως, οι καταστάσεις προχωράνε και η κολεκτίβα δεν υπάρχει πια. Μεγαλώνουμε, αλλάζουμε προσανατολισμούς, σκορπίσαμε από δω κι από κει. Περίεργο πράγμα, γιατί στις συνθήκες της κρίσης υποτίθεται ότι χρειάζονται και ανθούν οι κολεκτίβες… Τέλος πάντων. Η συγγραφική καριέρα μου, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, άρχισε πριν από τη δημοσιογραφική, στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Μέχρι τότε δούλευα στην Εθνική Τράπεζα. Το έναυσμα για το πρώτο μου βιβλίο ήταν το ημερολόγιο της στρατιωτικής μου θητείας, την περίοδο 1986-1987, το οποίο δημοσιευόταν στο περιοδικό ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ. Ένα περιοδικό κόμικς, το οποίο φιλοξενούσε και μερικά κείμενα. Υπέγραφα τη στήλη μου στο ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ με το ψευδώνυμο Χρήστος Καστανάς για ευνόητους λόγους, δεδομένου ότι δημοσιευόταν παράλληλα με τη θητεία μου – live, όπως θα λέγαμε σήμερα. Μ’ αυτό το όνομα, λοιπόν, υπέγραψα αρχικά και το πρώτο μου βιβλίο, που είχε τον τίτλο «Απολύομαι και τρελαίνομαι». Η λύση αυτή βόλευε σε σχέση και με τις αναστολές μου που προανέφερα ως προς τη συγγραφική δραστηριότητα.

«Το απολύομαι και τρελαίνομαι» ήταν ένα βιβλίο που προέκυψε από την στήλη επικοινωνίας που είχατε στην Ελευθεροτυπία; Εκείνη την εποχή, η στήλη «Φαντάρε που πας» ήταν παρηγοριά και συντροφιά πολλών φαντάρων…

Συνέβη το ανάποδο. Η στήλη προέκυψε από το βιβλίο και όχι το βιβλίο από τη στήλη. Κάπως έτσι, άλλωστε, άλλαξα επάγγελμα και πέρασα στη δημοσιογραφία. Ειδικότης κτηθείσα στο στράτευμα που έλεγαν παλιά, κυρίως για άτομα που στο στρατό έμαθαν να… οδηγούν ή να μαγειρεύουν.

Ποιο μήνυμα θέλατε να δώσετε στους αναγνώστες σας με το «Σπλιτ»;

Δεν ήθελα να δώσω κάποιο μήνυμα, ήθελα να εκφραστώ λογοτεχνικά, να πω μια δική μου ιστορία. Το «Σπλιτ» είναι το μοναδικό fiction μυθιστόρημα που έχω γράψει έως τώρα - και το πιο αγαπημένο μου.

Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να επιμεληθείτε «Το ημερολόγιο ενός ανέργου» που όταν το διάβασα, μπορώ να πω ότι ταράχτηκα και έζησα τα συγκλονιστικές στιγμές που έζησαν οι συγγραφείς του. 
("Ο άνεργος δεν τους χρειάζεται, δεν είναι αποδοτικός, μοιάζει με τα πεταμένα φρέσκα φρούτα της χωματερής, που εγγυώνται την κερδοφόρο τιμή των υπολοίπων. Γιατί το φρούτο γι’ αυτούς δεν είναι μέσο διατροφής, αλλά κερδοφορίας".)

Ο όρος «επιμέλεια» δεν είναι απολύτως ακριβής. Είναι συλλογικό έργο, αλλά από πολλές απόψεις είναι επίσης εντελώς «δικό μου». Του βιβλίου προηγήθηκε η δημιουργία ενός σάιτ που παρότρυνε τους ανέργους να γράψουν τις προσωπικές τους ιστορίες, να εκλύσουν τον θυμό και την αγανάκτησή τους, να προτείνουν λύσεις, να αυτοοργανωθούν. Ήταν κατά κάποιον τρόπο μια αναπαραγωγή της συνταγής που είχα λανσάρει με τη στήλη «Φαντάρε πού πας» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, όπου οι στρατευμένοι έγραφαν για τα προβλήματα και τις αγωνίες τους και διατύπωναν καταγγελίες για όσα συνέβαιναν στις μονάδες τους. Ένας λόγος που δημιούργησα αυτό το σάιτ, το 2013, ήταν ότι βίωνα ο ίδιος εμπειρίες ανεργίας και έπρεπε να κάνω κάτι γι’ αυτό. Ο κυριότερος λόγος όμως είναι πως, αναλύοντας το πιο κρίσιμο πρόβλημα της εποχής μας, διαπίστωνα ότι γινόταν πολύς λόγος για την ανεργία και ελάχιστος για τους ανέργους και τις οικογένειές τους – το δράμα των οποίων έμενε στο σκοτάδι. Πολύ περισσότερο που οι ίδιοι ένιωθαν πλήθος ενοχών και απέφευγαν να μιλήσουν δημόσια για το πρόβλημά τους, ενώ ντρέπονταν ακόμα και να κοινολογήσουν την ιδιότητά τους. Διαπίστωνα επίσης ότι η συζήτηση για την ανεργία γινόταν προσχηματικά - κανείς δεν νοιαζόταν πραγματικά για τους ανέργους. Ακόμα και η Αριστερά, που υποτίθεται ότι τους εκπροσωπούσε ταξικά. Οι άνεργοι, λοιπόν, δεν μπορούν να περιμένουν πολλά πράγματα από τους άλλους. Έπρεπε να κάνουν κάτι οι ίδιοι. Πρώτα-πρώτα να σπάσουν τη σιωπή τους, μετά να επικοινωνήσουν, να αυτοοργανωθούν και να δράσουν. Το σάιτ γνώρισε επιτυχία και άρχισαν να συρρέουν εκατοντάδες και χιλιάδες ιστορίες ανέργων. Το επόμενο βήμα για έναν γραφιά σαν εμένα ήταν περίπου αυτονόητο. Έφτιαξα αυτό το βιβλίο συγκλονισμένος κι εγώ από τις ιστορίες των ανέργων, διαλέγοντας τις 155 πιο αντιπροσωπευτικές και συνοδεύοντάς τις με 20 προσωπικά μου κείμενα που ενοποιούν την όλη αναγνωστική εμπειρία. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2014.

Γιατί να νιώθει ενοχές τελικά ο άνεργος από την κρίση που άλλοι δημιούργησαν, που πολλές φορές έχει άσχημη κατάληξη όπως οι αυτοκτονίες, και να μην παλέψει μαζί με τους άλλους να αλλάξουν την κυβέρνηση όπως τη βασίλισσα οι μέλισσες; Τι είναι αυτό που τον τρομάζει;

("Χα, οι μέλισσες, φίλε, όταν η βασίλισσα δεν τους κάνει, την αλλάζουν, διαμαρτύρονται που δεν πάει καλά το μελίσσι και τη θανατώνουν, το ’πιασες; Και αν η επόμενη κάνει τα ίδια; Δρόμο κι αυτή...")

Μεγάλη συζήτηση αυτή. Οι ενοχές είναι σύμφυτες με την περίσταση της ανεργίας. Στην εξατομικευμένη κοινωνία όπου ζούμε φταις εσύ που απέτυχες, που σε απέλυσαν, και όχι οι εργοδότες, οι κυβερνήσεις και η ύφεση. Δεν ήσουν αρκετά ικανός και καπάτσος, πήρες λάθος αποφάσεις στην α ή στη β καμπή της επαγγελματικής σου σταδιοδρομίας, δεν σπούδασες αρκετά όταν ήσουν νέος, δεν έκανες τις κατάλληλες γνωριμίες, ήσουν υπερβολικά επιπόλαιος ή επιπόλαιη, δεν φρόντισες εγκαίρως να καβατζωθείς. Αυτά σου κοπανάει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ο κοινωνικός σου περίγυρος, κι αυτά γιγαντώνονται στη φαντασία σου κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου σου, που είναι άλλωστε απέραντος (και… απένταρος). Σου το λέει ενδεχομένως -ακόμα κι όταν δεν το κάνει ρητά- το έτερον ήμισύ σου, σου το επαναλαμβάνουν τα αθώα μάτια των παιδιών σου. Κανονικό ριάλιτι, παλαιάς κοπής. (Ουδεμία σχέση με το Survivor) Από την άλλη, οι άνεργοι δεν είναι εύκολο να οργανωθούν και να φωνάξουν. Είναι διάσπαρτοι, αποκομμένοι μεταξύ τους, ο καθένας μόνος του ή με την οικογένειά του, και επιπλέον τους τρώει το σαράκι της απογοήτευσης και η προσπάθεια για την καθημερινή επιβίωση. Εξάλλου το είδαμε κι αυτό που λέτε, συνέβη: οι γειτονιές των ανέργων ήταν εκείνες που έκριναν την ανατροπή της κυβέρνησης, αλλά είδαμε ότι αυτό δεν είναι αρκετό.

Μέσα από αυτό το κοινωνικό πείραμα τους δόθηκε βήμα να εκφραστούν, να αυτοοργανωθούν με την πολύτιμη τεχνική –και όχι μόνον– αρωγή του the pressproject. Τι έγινε από τότε μέχρι σήμερα; Έπιασαν τόπο οι προσπάθειες ή κλείστηκαν περισσότερο στο καβούκι τους;

Για το The Pressproject δεν θα ήθελα να το πολυσυζητήσουμε. Η αρωγή του υπήρξε πράγματι πολύτιμη, ωστόσο δημιουργήθηκαν μεταξύ μας επαγγελματικά προβλήματα σε άλλο επίπεδο, που δεν είναι του παρόντος, και η συνεργασία υπονομεύθηκε. Κάνοντας έναν απολογισμό, τέσσερα χρόνια μετά το ξεκίνημα της προσπάθειας, τώρα που ο κύκλος της ολοκληρώθηκε, θα έλεγα ότι το πείραμα πέτυχε σ’ ένα πρώτο επίπεδο: ο κόσμος των ανέργων αγκάλιασε την προσπάθεια, έσπασε τη σιωπή του, εκφράστηκε δημόσια, άλλος με θυμό, άλλος με πικρία, άλλος με (κάποια) αισιοδοξία. Αλλά σε ένα βαθύτερο επίπεδο δεν τα καταφέραμε. Ο πιο φιλόδοξος στόχος, η αυτοοργάνωση των ανέργων, δεν επετεύχθη. Δεν είναι εύκολο, όπως εξήγησα ήδη, χωρίς αυτό να αναιρεί τις όποιες υποκειμενικές μου ευθύνες, οι οποίες αφορούν κυρίως την αποτυχία να ανοιχτεί το όλο εγχείρημα και να αποκτήσει συλλογικά χαρακτηριστικά. Κι όσο για τη συνολική εικόνα, τα δεδομένα είναι γνωστά. Υπάρχει στην ουσία μια σταθεροποίηση του ποσοστού της ανεργίας και τίποτα παραπάνω. Αλλά κι αυτή ακόμα η σταθεροποίηση δεν οφείλεται παρά στην εκτεταμένη μετανάστευση νέων ανθρώπων (την οποία πάντως δεν δαιμονοποιώ, αποτελεί κομμάτι της ελληνικής παράδοσης και σωτήριο καταφύγιο επιβίωσης), καθώς και στην υποκατάσταση «ποιοτικών» θέσεων εργασίας με άλλες κακοπληρωμένες, επισφαλείς ή εντελώς πρόσκαιρες, ενώ παράλληλα έχει επεκταθεί στο έπακρο και το φαινόμενο της απλήρωτης εργασίας. Το χειρότερο όμως είναι ότι στο μεταξύ οι βραχυχρόνια άνεργοι μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε μακροχρόνιους, ενώ και ο μέσος όρος διάρκειας της μακροχρόνιας ανεργίας αυξάνεται συνεχώς. Άλλο να είσαι ένα χρόνο άνεργος και άλλο τέσσερα χρόνια άνεργος – οι αντοχές σε όλα τα επίπεδα εξαντλούνται ολοένα και πιο πολύ. Ειλικρινά δεν ξέρω πώς τα βγάζει πέρα τόσος κόσμος. Η καρδιά τους μόνο το ξέρει αυτό.

Μιλήστε μας για τους «Ανώνυμους χρεωκοπημένους». Μήπως κάποτε, σε κάποιες περιπτώσεις, πρέπει να πάρουμε τις ευθύνες μας ως άτομα, ως λαός και να μη ρίχνουμε το μπαλάκι πάντα στους άλλους;

Οι  «Ανώνυμοι χρεοκοπημένοι»  ήταν ο δικός μου τρόπος να μιλήσω για την κρίση και τις συνέπειές της, με χιούμορ αλλά και με την αυστηρή πρόθεση να καταρριφθούν πολλά στερεότυπα που μας ταλανίζουν και μας καθηλώνουν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2012 και νομίζω ότι κατέγραφε το κλίμα της εποχής. Γενικότερα την περίοδο από το 2011 έως το 2015 αυτό προσπάθησα να κάνω, γράφοντας και δρώντας, να πιάσω το σφυγμό της συγκυρίας και να τον εκφράσω. Κάτι που δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω πια με ανάλογη επιτυχία. Διαβάζοντας εκείνα τα κείμενα, όχι μόνο του βιβλίου, αλλά και τα δημοσιογραφικά και τα «πολεμικά», διαπιστώνω ότι είχαν μια ένταση που δεν οφειλόταν μόνο στον θυμό, αλλά και στην ελπίδα. Υπήρχε μια πρόταση για το μέλλον εκεί μέσα, μια εναλλακτική αφήγηση για το πού βρισκόμαστε και πού πρέπει να πάμε, η οποία ηττήθηκε μαζί με την ήττα της Αριστεράς. Τώρα βρισκόμαστε σε μια περίοδο αναδίπλωσης και περισυλλογής, αλλά πιστεύω ότι μια καινούρια αφήγηση, δηλαδή ξανά η ελπίδα, δεν θα αργήσει να αναδυθεί εκ νέου. Δεν είναι θέμα επιλογής, είναι θέμα ανάγκης. Εν μέρει έχω ήδη απαντήσει και στο δεύτερο ερώτημά σας, αλλά για να γίνει πιο ολοκληρωμένη η απάντηση οφείλω να πω ότι ναι, ασφαλώς και πρέπει κάποια στιγμή να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Ως λαός, όμως, όχι ατομικά. Φυσικά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, ισχυρές δυνάμεις -εντός και εκτός της χώρας- υψώνουν μεγάλα εμπόδια, άλλωστε και η Ευρώπη τρεκλίζει αυτή τη στιγμή, ο πλανήτης ολόκληρος τρεκλίζει, εθνικισμοί, τρομοκρατία, παντού απειλές, οι «αγορές» κυριαρχούν επί των κοινωνιών, το κεφάλαιο επί της εργασίας, το ιδιωτικό επί της δημόσιας σφαίρας. Οι κοινωνίες αλαφιασμένες ψάχνουν τη σωτηρία σε απίθανες λύσεις, σύγχυση παντού και αναδίπλωση. Αυτό είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούμαστε να ανασυνταχθούμε ως άτομα και, κυρίως, ως συλλογικότητες. Τον δρόμο πάντως νομίζω ότι τον δείχνουν προσπάθειες όπως αυτές της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης νομού Πιερίας στην οποία ανήκετε, και χάρη στην οποία γνωριστήκαμε. Μόνο που τέτοιες προσπάθειες είναι ακόμα λιγοστές. Πρέπει να πολλαπλασιαστούν και να δυναμώσουν έτι περαιτέρω για να ξαναγίνει η ελπίδα χειροπιαστή.

Τελικά πείσατε τον 10χρονο γιο σας για την Αριστερά στο βιβλίο σας «Η Αριστερά και ο κακός λύκος» ή έμεινε μια αναπάντητη κουβέντα με ένα θυμωμένο πρόσωπο κι από τους δυο σας; Σας γύρισε τη πλάτη στη προσπάθεια να του εξηγήσετε ή σας είπε ότι «από κανένα δεν περιμένω σωτηρία παρά μόνο από τις δικές μου δυνάμεις», όπως οι περισσότεροι θυμωμένοι νέοι σήμερα;

Αν και δεν του αρέσει καθόλου να μιλάω για λογαριασμό του, νομίζω ότι ο γιος μου, 17χρονος πλέον έφηβος και μπλεγμένος αυτό το διάστημα στη μέγγενη των πανελλαδικών εξετάσεων, πείστηκε για την Αριστερά. Όχι τόσο από μένα ή από το βιβλίο μου «Η Αριστερά και ο κακός ο λύκος – Το «Γαμώτο ενός αριστερού», που κυκλοφόρησε μέσα σε άλλες συγκυρίες το 2009, όσο μέσα από τις δικές του εμπειρίες. Πείστηκε ο γιος μου για την Αριστερά και μετά η πίστη του κλονίστηκε, πέρασε από τις φάσεις που περάσαμε όλοι μας και προσπαθεί κι εκείνος να ανασυνταχθεί.

Στο εξωτερικό, που έχουν περάσει μεγάλες περιόδους κρίσης, οι πολίτες οργανώθηκαν, ενώθηκαν και κατάφεραν να ξεπεράσουν τις σκοπέλους. Στη χώρα μας το κίνημα των αγανακτισμένων σιώπησε νωρίς. Η αγανάκτηση κλείστηκε στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας. Βλέπετε φως στο τούνελ;

Νομίζω ότι έχω ήδη απαντήσει, εμμέσως πλην σαφώς, στο ερώτημά σας. Θέλω να συμπληρώσω πάντως ότι διατηρώ τις αμφιβολίες μου σε σχέση με τα αποτελέσματα των προσπαθειών που έχουν γίνει και στο εξωτερικό. Απέχουμε πολύ ακόμα από το να βρούμε τον βηματισμό μας, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, ένα χωριό είμαστε άλλωστε όλοι μας, καθώς ο πλανήτης «μικραίνει» συνεχώς. Η αυτοοργάνωση είναι ο δρόμος, κάτι που δεν εξαντλείται σε διαδηλώσεις και σε πλατείες, χρειάζεται να κατακτήσουμε ένα άλλο επίπεδο συλλογικότητας που να παράγει έργο, δημιουργία και ένα νέο είδος συλλογικής «πολιτικής ισχύος».

Στο εξωτερικό οι αναγνώστες πληθαίνουν αντί να μειώνονται. Το αντίθετο ισχύει στη χώρα μας. Φταίει η παιδεία, η νοοτροπία μας ή η πολιτική του υπουργείου πολιτισμού για το βιβλίο που θα περιμέναμε μια άλλη αντιμετώπιση;

Η παιδεία και η νοοτροπία μας ευθύνονται γενικότερα για πολλά από όσα αναφέραμε παραπάνω. Τουλάχιστον ως προς τις εθνικές μας κακοδαιμονίες. Δεν έχει νόημα να μιλήσουμε ειδικά για το βιβλίο. Δεδομένου ότι γίνεται σιγά σιγά φανερό ότι οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης είναι αξιακού και πολιτισμικού χαρακτήρα, χρειαζόμαστε μια πολιτιστική επανάσταση στο πλαίσιο της οποίας θα ενέτασσα με ολιστικό τρόπο την παιδεία, τον πολιτισμό, την έρευνα, τις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία. Όλο αυτό όμως δεν νομίζω ότι στις μέρες μας είναι κυρίως θέμα κάποιων υπουργείων, δεν πιστεύω άλλωστε στην κρατικά επιδοτούμενη τέχνη, και πάντως αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Νομίζω ότι εδώ που φτάσαμε, ο άνεμος αυτός αναδημιουργίας θα χρειαστεί σε μεγάλο βαθμό να έρθει από τα κάτω.

Κλείνοντας την συνέντευξη και σας ευχαριστώ για το χρόνο που αφιερώσατε, ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια; Θα συνεχίσετε να τους λέτε «Ξυπνήστε ρε» ή κουραστήκατε να αφυπνίζετε τους πολίτες;

Δεν είναι θέμα κούρασης, είναι θέμα τάιμινγκ. Όπως προανέφερα, διανύω περίοδο αναδίπλωσης και περισυλλογής. Στην περισυλλογή συμπεριλαμβάνω και την αναγνώριση του μεριδίου ευθύνης που μου αναλογεί για τις εξελίξεις που ζούμε, ιδίως όσον αφορά την ήττα της Αριστεράς. Όσο για το «Ξυπνήστε, ρε:», δεν θεωρώ ότι εξαντλείται σε δράσεις πολιτικές και «πολεμικές». Το να δημιουργούμε είναι εξίσου σημαντικό - ή και σημαντικότερο. Έτσι, αυτό τον καιρό, εδώ και πάνω από ένα χρόνο, παλεύω με θεούς και δαίμονες γράφοντας το καινούριο μυθιστόρημά μου, που θα είναι κατά κάποιον τρόπο συνέχεια του «Σπλιτ». Ο ίδιος ήρωας, ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης, στα είκοσί του χρόνια, φεύγει διωγμένος από το σπίτι του και προσπαθεί να ενηλικιωθεί. Δεν θέλω να πω αυτή τη στιγμή περισσότερα, μπορείτε πάντως να διαβάσετε το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου εδώ.

Πηγαίο το χιούμορ του Χριστόφορου Κάσδαγλη μα και συγχρόνως άκρως ενδιαφέροντα όσα μας απάντησε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε στο Bookia. Γι αυτό και δεν ήθελα  να τη «μικρύνω». Του ευχόμαστε να είναι πάντα δημιουργικός και θα περιμένουμε το βιβλίο του να το διαβάσουμε μα και να το προτείνουμε στους φίλους αναγνώστες.

 Δημοσιεύθηκε στο bookia