«Όταν το φεγγάρι έκλεισε τα μάτια» της Ζωγραφιάς Τσαβέα (Εκδόσεις ΕΞΗ)

 

Τη  Ζωγραφιά Τσαβέα τη γνώρισα μέσα από τη γραφή της στο πρώτο της βιβλίο «Λουλούδι της ψυχής μου» που είχε κυκλοφορήσει από τις ίδιες εκδόσεις . Γεννήθηκε στη Νέα Απολλωνία Θεσσαλονίκης όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπούδασε και ασχολήθηκε με τη μικροβιολογία για ένα διάστημα. Η αγάπη της, όμως, για τα βιβλία την ώθησε να εγκαταλείψει τη σχολή και να απασχοληθεί στο βιβλιοπωλείο που διατηρεί ο σύζυγός της στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το γράψιμο την προκαλούσε από τον καιρό που ήταν μαθήτρια, αλλά τώρα θεώρησε ότι έφτασε ο κατάλληλος χρόνος να ασχοληθεί μαζί του. Η ίδια πιστεύει  πως στη ζωή καθετί γίνεται μόνο άμα ωριμάσει.

 

Και δεν έχει άδικο. Οι προσφυγικές της ρίζες και οι  ιστορίες που τη διηγιόταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες που ήρθαν για να ζήσουν ξεριζωμένοι στη Νέα Απολλωνία Θεσσαλονίκης  ήταν ικανές να πλέξουν το υφάδι στο νου της. Ιστορίες που τη βοήθησαν να μεγαλώσει , τόσο έντονα και δυνατά  γνωρίζοντας μια άλλη  ζωή. Το τωρινό βιβλίο της είναι αφιερωμένο στην οικογένεια του συζύγου της  που έζησε στη πολυβασανισμένη Θράκη, Αληθινή ιστορία  που κι αν έβαλε λίγο μύθο για να βοηθήσει την εξέλιξη του μυθιστορήματος , ο αναγνώστης δεν μπορεί να τον ξεχωρίσει.

Η καθημερινή ζωή εκείνων των απλών ανθρώπων ταράσσεται από τους πολέμους. Για χρόνια ολόκληρα η Θράκη ζούσε κάτω από τη μπότα του Βούλγαρου δυνάστη . Βιασμοί, πλιάτσικο, διωγμοί, γυναίκες αιχμάλωτες στα σεράγια των Βούλγαρων διοικητών. Πολλές φορές χειρότερα κι από τους Τούρκους που ήταν αλλόθρησκοι όπως τα διηγείται η ίδια η ηρωίδα. Δεν τα περίμεναν αυτά τα βάσανα από ένα λαό που είχαν την ίδια πίστη με αυτούς. Κι όμως η ιστορία έτσι τα έφερε.

Μας ιστορεί  έναν έρωτα που ακολουθεί τα χνάρια των ξεριζωμένων της πατρίδας που χάθηκε για πάντα, μέσα στις φλόγες του πολέμου.   Ο Ρήγας και η Ζιώγα,  είναι οι πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου. Ένα  ζευγάρι που τράβηξε ότι χειρότερο μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους.  Η υπόσχεση που έδωσε ο Ρήγας στη Ζώγια πως ό,τι κι αν συμβεί, εκείνος θα γυρίσει, κράτησε  τέσσερα χρόνια χωρίς να είναι υπεύθυνος ο ίδιος ο Ρήγας μα ο πόλεμος. Έπρεπε να τελειώσει μια σημαντική αποστολή, τα όπλα έπρεπε  να παραδοθούν στα χέρια των αγωνιστών που πολεμούσαν  τον κατακτητή. Μα οι σφαίρες δεν επιλέγουν το στόχο τους με βάση την αγάπη, όπως η ίδια γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της…

Πολλές ανατροπές εκτυλίσσονται  και σοκαριστικές  εικόνες και περιγραφές που σφραγίζουν τα θέλω της Ζώγιας.  Τα ήθη και τα έθιμα , ο κόσμος και τα κουτσομπολιά του παίρνουν από τον  λαιμό του τη Ζώγια και το παιδί που φέρνει στα σπλάχνα της. Το μόνο που είχε  από τον Ρήγα. Που δεν θα γνωρίζει ποτέ παρά μόνο θυμάται το πρώτο κλάμα του. Μετά χάθηκε… «Το παιδί σου πέθανε στη γέννα…», Η Ελληνική κοινωνία έζησε πολλά χρόνια, ιδιαίτερα στη περιφέρεια , το δράμα της κάθε κοπέλας που έφερε στη ζωή ένα μούλικο, που θα κουβαλούσε  τη ρετσινιά μια ζωή. Εδώ η συγγραφέας περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο, τη γέννα, την μάνα που δεν έχει λόγο στην απόφαση του άντρα της και του αρχηγού που τον αεροβαπτίζει με ένα σπάνιο όνομα δίνοντας εντολή στον Μαθιό  να το εξαφανίσει από προσώπου γης Εκείνο το σπάνιο  όνομα  θα είναι το εισιτήριο για την ανακάλυψη και την αποκάλυψη. Θαρρείς ότι ο πατέρας της κατά βάθος ήθελε να βρεθεί, Η ηθική και ο άγραφος νόμος τον κάνουν όμηρο τους .   Εκεί αρχίζει ένα άλλο δράμα της υιοθεσίας. Η συγγραφέας βγάζει στην επιφάνεια το πρόβλημα των υιοθετημένων παιδιών, είτε με νόμιμο τρόπο είτε με την αγορά που γίνεται μέχρι τις ημέρες μας, χωρίς να θέλουν να αποκαλύψουν την αλήθεια. Έτσι γινόταν παλιά στην Ελλάδα, επτασφράγιστο μυστικό για όλους. Στα περισσότερα αγόρια  ο στρατός θα φανέρωνε την αλήθεια ενώ στα κορίτσια δεν γινόταν ποτέ γνωστό.  Και εκεί μπαίνει το ερώτημα. Έχει δικαίωμα η μάνα που μεγαλώνει ένα παιδί να μη του  φανερώσει την αλήθεια? Έχει δικαίωμα η μάνα που το γέννησε να ταράξει την ήσυχη ζωή του παιδιού της? Να κόψει τη λαχτάρα της άλλης μάνας που το ανέθρεψε? Και το παιδί ? Ποια θα είναι η θέση του? Πόσες πληγές θα ματώσουν κάτω από το φεγγάρι που θα τους οδηγούσε στη νέα πατρίδα? 

Ο αναγνώστης δεν μπορεί να κακιώσει κανένα ήρωα… Ρήγας και Ζώγια, ο Στέργιος, η Δόμνα, η Ζαφειρένια και ο Ιορδάνης, ο Βασίλης και η Σουλτάνα, και τέλος ο Δράκος, ο παππούς του συζύγου της συγγραφέως, Ποιος θα μπορέσει να τους προσάψει το κατηγορώ? Ας βρει ο αναγνώστης τη δική του απάντηση.   Γράφει στην αρχή του βιβλίου χαρίζοντας το σε όλες τις Μάνες τουν κόσμου, βιολογικές και μη. Για όλες αυτές που έδωσαν τις ρίζες τους για να πιαστούμε και να βλαστήσουμε...

Ομφάλιος λώρος, ένα γεφύρι είναι κι αυτός,

Ένα γεφύρι που όμοιο του δεν υπάρχει.

Καμωμένο από αγάπη και αίμα.

Το μοναδικό γεφύρι στο μεγάλο ποτάμι της ζωής.

Αν και κομμένο από τη πρώτη στιγμή

Ενώνει όσο κανένα  άλλο

απ’ την απαρχή του κόσμου τούτου,

Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να το γκρεμίσει.

Μα… .είναι και κάποιες Μάνες που,

αν και δεν γέννησαν ,

τον λώρο τον έπλασαν μέσα τους

Με το αίμα της καρδιάς τους.

Με σεβασμό υποκλίνομαι σ’ αυτές.