«Τα όνειρα μυρίζουν ταμπάκο» της Σωτηρίας Περβανά

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

«Πώς να πράξει ο φτωχός υπουδουλωμένος στις ορέξεις του πλούσιου που κατατρώγει τους κόπους του; Τα χέρια του είναι δεμένα. Δέσμιος του κεφαλαίου με τη μπάλα του βαρυποινίτη να κρέμεται στα πόδια του πώς να παλέψει; Αλυσοδεμένος δεν κατακτά κανείς. Ένας είναι ο δρόμος της πράξης..Ενεργώντας, κοπιάζοντας κι όχι με λογύδρια και εχθροπραξίες. Οι μελοδραματισμοί δεν θα σώσουν τον κόσμο.»

Ο κάθε αναγνώστης ψάχνει σε κάθε βιβλίο αυτό που τον αγγίζει, που τον προβληματίζει,που τον ξεσηκώνει και ζητά απαντήσεις στα ερωτήματα του. Ομολογώ ότι στο βιβλίο “ Τα όνειρα μυρίζουν ταμπάκο” πολλές σελίδες τσάκισα, πολλές υπογραμμίσεις έκανα. Επέλεξα να το σχολιάσω από τη πολιτική του πλευρά.  Η παράγραφος με την οποία αρχίζω το άρθρο δεν επιλέχτηκε τυχαία.

Μπορεί να αλλάζουν οι εποχές μα η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι εμείς ερχόμαστε ως λαός  πάντα στον ίδιο παρανομαστή. Τα μηνύματα από το βιβλίο βγαίνουν ολοκάθαρα κι αν δεν τα αδράξεις δεν αλλάζεις ως άνθρωπος. Από ένα βιβλίο πρέπει πάντα να ρουφάς ότι σε φτιάχνει πιο δυνατό, πιο πείσμωνα, πιο ασυμβίβαστο. Γιατί δεν ζούμε σε εποχές για ηλιοβασιλέματα  και έρωτες. Η δύσκολη ζωή των προηγούμενων γενιών είναι οδηγός για τις σημερινές που δεν έζησαν δύσκολα μα ποτέ δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε στο μέλλον. Γνωρίζοντας τις εποχές και τις ιστορικές αναφορές, προσπαθεί ο καθένας διαβάζοντας το να βάλει τον εαυτό του ήρωα και να αναρωτηθεί πώς θα δρούσε αν ζούσε εκείνη την εποχή. Θα μπορούσε να ζήσει, θα πάλευε να ορθοποδήσει ή θα λιποτακτούσε με τη πρώτη ευκαιρία; Στην ιστορία της χώρας μας, ο φτωχός πάντα θα είναι ο αλυσοδεμένος.

Πάντα θα είναι έρμαιο του πλούσιου που θα του βάζει τη μπάλα του βαρυποινίτη για να τον έχει του χεριού του. Όμως κι αυτός ο φτωχός δεν μπορεί να κλαίει τη μοίρα του, όπως γράφει η συγγραφέας. Κανείς δεν φταίει εκτός από αυτόν αν δεν σταθεί όρθιος, αν δεν λύσει τα σχοινιά, αν δεν είναι αλληλέγγυος του άλλου και δεν σηκώσει τη γροθιά. “ Μια χούφτα άνθρωποι είμαστε. Σα δε νοιαστεί ο ένας για τον άλλο, ας μη μας ονοματίζουν ανθρώπους, καλύτερα να μας λένε κτήνη..Τί είμαστε αρπαχτικά;” είπε η ηρωίδα Πολύμνια η Σμυρνιά. Στη φτώχια ο ένας πρέπει να είναι δεμένος με τον άλλον αλλιώς δεν είναι άνθρωπος. Μια γυναίκα που έζησε στη Σμύρνη και έφυγε με ένα λεχούδι στην αγκαλιά για να σωθεί. Που φυγαδεύτηκε από τον άντρα της για να  σωθεί. Μεγαλωμένη μέσα στα πλούτη και με το βραχιόλι της μόρφωσης από το σχολείο της κοσμοπολίτικης Σμύρνης βρέθηκε στη παρακμιακή Θράκη εκείνων των χρόνων με τα καπνοχώραφα,  τη λασπουριά και πικρό ψωμί της επιβίωσης.

Το βιβλίο έχει γρήγορο ρυθμό, γρήγορες εναλλαγές εικόνων και συναισθημάτων. Ο αναγνώστης μαθαίνει για τα χρόνια μιας σκληρής Ελλάδας που δεν έχει διδαχτεί από τα σχολειά. Εκείνα τα ιστορικά γεγονότα και το δράμα της προσφυγιάς δεν γνωρίζω ποια γενιά θα διδαχτεί στα σχολεία. Ο ξεριζωμός της Σμύρνης, η Βουλγαρική και η  Γερμανική κατοχή, τα χρόνια του εμφύλιου περιμένουν τους συγγραφείς να τα φανερώσουν. Η συγγραφέας πολύ όμορφα αγκαλιάζει τη μυθοπλασία και  τους πρωταγωνιστές της  με τα ιστορικά γεγονότα από το 1922 και 4 σχεδόν δεκαετίες μετά.

Μια ζωή  γεμάτη πόνο, πείνα, μόχθο, αγώνα για την επιβίωση έζησε η Πολύμνια η Σμυρνιά. Η μόρφωση ήταν για εκείνη το Α και το Ω.  Διαβάζοντας: “Η άγνοια δεν είναι λιγότερο από δυνάστης που αφετηρία του είναι το ψέμα, η άγνοια μαστίζει τον άνθρωπο, χωρίς γνώση δεν μπορείς να ανακαλύψεις την αλήθεια.Η επιστήμη είναι η μόνη που έχει αφετηρία την αλήθεια. Δεν είναι τυχαίο πως αυτοί που κυβερνούν τον τόπο κινούν τα νήματα. Θέλω τα παιδιά μου να μάθουν να κινούν τα γρανάζια της μοίρας τους κι όχι να υποκινούνται.Η γνώση είναι το όπλο.” Με πολλές  θυσίες στέλνει τα παιδιά της στη πόλη να μάθουν γράμματα. Μια εποχή που η εκμετάλλευση ταλανίζει τον φτωχό αγρότη. Που του παίρνουν κοψοχρονιά το χωράφι για μια χούφτα λίρες και το χειρότερο για λίγο λάδι ή αλεύρι.

Στο μυθιστόρημα, την εποχή του εμφυλίου τη διακρίνουμε πάλι δυνατή να αγωνίζεται και να σιχτιρίζει τους γερμανοτσολιάδες. Διαβάζοντας και ακούγοντας τον όρκο του  ταγματασφαλίτη “Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον Άγιον τούτον όρκον ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Ανατεθησόμενός μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις διαταγάς των ανωτέρων μου.Γνωρίζω καλώς δια μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεων μου, τας οποίας δια του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών”, τη βρίσκουμε οργισμένη να φωνάζει:  ”Στα κομμάτια γερμανοτσολιάδες. Ανακατέψατε τα ιερά και τα όσια σε τέτοιους αρματωλούς σκοπούς.

Ποιος πατριώτης βρε ορθώνει την ντουφέκα του ενάντια στον γείτονα γιατί το είπε ο Χίτλερ κοπριές,Οι Ελασίτες σας φταίνε; “ Μέσα στην απελπισία της και την εκμετάλλευση της γης από τους τσιφλικάδες αρνείται Θεούς και αγίους και φωνάζει ότι μόνη της θα παλέψει και ότι ο Θεός δεν μπορεί να τη βοηθήσει “Ότι μας απόμεινε είναι η γη.Αυτό είναι το στήριγμα μας.Η γη, μήτε ο Θεός,μήτε οι άγιοι...” Ενώ λυσσά όταν βλέπει ότι οι λίρες τελειώνουν και πρέπει να πουλήσει ένα ακόμη χωράφι για να ζήσει και ξεστομίζει ότι “Να πας στο διάολο κι εσύ και η λύπηση σου, σαν αρπακτικά χυμάτε όλοι κι ούτε που σκέφτεστε τον πόνο του συνανθρώπου, αρχιψεύτες, λωποδύτες, δήθεν πονόψυχοι όλοι σας, χαίρεστε με τη κακοτυχία του διπλανού, για να αρπάξετε την ευκαιρία, να τη τσαλαπατήσετε τομάρια. Φάτε ύαινες μπας και χορτάσετε, φάτε να ξεχειλίσουν οι κοιλιές σας απ' τα παντελόνια σας.”

Η κόρη της η Κορνηλία Παρασίδη έγινε πιο μαχητική από τη μάνα της. Μορφώθηκε και μπήκε στον στίβο της ζωής σηκώνοντας τα μανίκια ψηλά και βουτώντας στη λασπουριά των καπνοχώραφων για να αναστήσει τη φαμίλια της. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και έπρεπε να βοηθήσει να μορφωθούν τα άλλα αδέλφια της. “ Ποτέ δεν πάνε στράφι οι θυσίες. Κάποια στιγμή έστω και αργά ανταμοίβεσαι. Και έπειτα η ζωή δεν είναι άλλη από θυσίες. Εκείνος που δεν έχει μάθει να θυσιάζεται είναι ευθυνόφοβος , έχει απομακρυνθεί από την ανθρωπιά της φύσης και είναι ημιτελής. “ Ή σε ένα άλλο σημείο θα διαβάσει ο αναγνώστης ”Δεν παραδέχομαι τους φοβισμένους ανθρώπους. Τις υποσχέσεις και τα συμβόλαια με τον Θεό μονάχα αυτοί τα χρειάζονται μπας και νιώσουν μια ελάχιστη ασφάλεια.”

Κανείς δεν μπορούσε να αντιταχθεί απέναντι της. Ούτε συμβιβαζόταν, ούτε υποτασσόταν η Κορνηλία στις επιταγές της κοινωνίας. “Ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένει αμετακίνητος.Αν παραμείνει υποταγμένος σε συμβιβασμούς και απαγορεύσεις είναι καταδικασμένος να ζήσει σε μετριότητα και η μετριότητα είναι μια ευθεία γραμμή δίχως καμπύλες και σκαμπανεβάσματα, είναι σκέτος θάνατος.” Η μετριότητα ήταν θάνατος για τη Κορνηλία. Και η αμορφωσιά ήταν η καταδίκη του. Ο καθένας, έλεγε, θα είναι έρμαιο κάθε επίβουλου που θέλει να σφετεριστεί τους κόπους του. Σα να λέμε θα είσαι χαζός και θα σε εκμεταλεύονται όλοι.

Η συγγραφέας ξεψαχνίζει τους ήρωες της και μας τους παραδίδει ώστε να μπορούμε να τους κρίνουμε, να τους αγαπήσουμε, να τους συμπονέσουμε ή να τους μισήσουμε. Είναι στιγμές που ο  αναγνώστης νοιώθει την ανάγκη, να μεταφερθεί  στην εποχή και τον τόπο των γεγονότων και να ουλιάξει, να μαρτυρήσει την αλήθεια, να προδώσει, να βοηθήσει τους αδύνατους,  να συμπαρασταθεί, να τιμωρήσει,  να εκδικηθεί. Γίνεται κοινωνός στην ιστορία και θέλει να αποδώσει  δικαιοσύνη εκεί που κρίνει αυτός σωστό. Ακόμη μας γνωρίζει τη θέση της γυναίκας εκείνων των χρόνων. Τη γυναίκα που τα αυστηρά ήθη  της Θράκης τη θέλουν να είναι άβουλο όργανο των ανδρών . Όμως η δυναμική Κορνηλία Παρασίδη, δεν τους έκανε τη χάρη.

Παρά τις δοκιμασίες που πέρασε στη ζωή της, έζησε και τη χλιδή, την αριστοκρατία  και την απόλυτη φτώχια. Την ευτυχία και τη δυστυχία. Αλλά αυτό που κράτησε δυνατά είναι η ευτυχία και η δύναμη που ανακαλύπτει μέσα από την ανάγκη της επιβίωσης. Ο αναγνώστης θα διακρίνει  μια Κορνηλία που θέλει να δώσει γροθιά στο κατεστημένο και θέλει να βάλει φωτιά στα στερεότυπα. Θα κατηγορηθεί μα δεν την ενδιαφέρει καθόλου. Έζησε τόσα πολλά που πολύ λίγο την νοιάζει η γνώμη της κοινωνίας. Έγινε  πια τόσο δυνατή, είχε πετύχει  τους σκοπούς της, στεκόταν στα πόδια της μετά τις θύελλες που έζησε. Ποιος ήταν ικανός να κοντραριστεί με την δαιμόνια Κορνηλία;

Με ικανοποίησε η ανάγνωσή του γιατί  αν και είναι ένα βιβλίο βουτηγμένο στον ελληνικό λεξικολογικό πλούτο, δεν είναι κουραστικό ούτε επιτηδευμένο. Δεν είναι φορτικό. Η συγγραφέας τις “δούλεψε” τις λέξεις, μια-μια τις πήρε και τις “ζάλισε”. Άλλωστε όπως είπε και η ίδια η Σωτηρία Περβανά δεν θα μπορούσε μια Σμυρνιά μορφωμένη στα Παρθεναγωγεία της κοσμοπολίτικης πόλης να χρησιμοποιεί φτωχές και λιγοστές λέξεις. “Δυστυχώς σήμερα από μια γλώσσα των 150.000 λέξεων, οι νεοέλληνες χρησιμοποιούν μέχρι 500 ! Τα  greeklish που χρησιμοποιούμε έχουν διαβρώσει πολύ  τα θεμέλια  της” όπως είπε στον σχολιασμό του ο συγγραφέας Θεοχάρης Μπικηρόπουλος στην παρουσίαση του βιβλίου στην Ένωση Μικρασιατών Πιερίας με τη συνδιοργάνωση της Ένωσης Συγγραφέων τη προηγούμενη Κυριακή.

Καλοτάξιδο κι ας έχει φτάσει στη τρίτη έκδοση!