Το χαμένο ταίρι

Το χαμένο ταίρι

Πρώτη φορά διαβάζω βιβλίο του Διονύση Λειμονή για ενήλικους και με κατάπληξε. Τον γνώριζα ως συγγραφέα παιδικών βιβλίων που τα καταφέρνει άριστα και τώρα με το «Χαμένο ταίρι» διαπίστωσα ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά και με τους ενήλικες.

Το «Χαμένο ταίρι» είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ακρίτα αλλά τώρα επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εν πλω. Η γιαγιά Δέσποινα, η ηρωίδα αυτού του βιβλίου με συγκίνησε και την αγάπησα. Την θαύμασα για τον δυναμισμό της και την συμπόνεσα με τα βάσανα της. Θα θέλαμε σίγουρα να είχαμε όλοι μια γιαγιά σαν την κυρά- Δέσποινα να μας λέει ιστορίες από τα δύσκολα χρόνια του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, για το πώς μεγάλωσε τα παιδιά της, με πόσους κόπους τα πάντρεψε και τα ανέστησε.

Δίπλωσα πολλές σελίδες που μου άρεσαν στο βιβλίο στο «Χαμένο ταίρι»». Πολλά μηνύματα που με έβαλαν μπροστά σε αλήθειες. Να σκεφτώ και να αναλογιστώ πόσα βάσανα πέρασαν οι προηγούμενες γενιές που εμείς οι απόγονοι ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας αντιμέτωποι με τον κίνδυνο. Αν είναι δύσκολες οι σημερινές μέρες τότε εκείνες που έζησε τι ήταν; «Η προσφυγιά, λέει η γιαγιά Δέσποινα, μοιάζει με επικίνδυνη αρρώστια που όλοι την αποφεύγουν μην τύχει και κολλήσουν. Οι άνθρωποι γίνονται θηρία και λοξοκοιτούν το σουρταφερτζή. Λέει η γιαγιά ότι σαν τους δίνει κανείς το δικαίωμα να κάμουν να κάνουν την απέραντη γη τσιφλίκι του παππού τους». Μήπως έχει άδικο; Η γιαγιά Δέσποινα στάθηκε ως πλάτανος αφού ο παππούς έφυγε από βόλι εχθρού. Γέφυρα έγινε να ενώσει την παλιά με την νέα γενιά. Πώς να μην σου δίνει την δύναμη μια τέτοια γιαγιά; Που στέκεται όρθια μπροστά στους εχθρούς. Στα μιλιούνια που θέλουν να πριονίσουν τις ρίζες αυτού του κυνηγημένου λαού αλλά αντιστέκονται όρθιες. Και πάνω στο πλοίο που τους είχαν σε καραντίνα γιατί τους θεωρούσαν λεπρούς με μεταδοτικές αρρώστιες κι ας άφησαν χτήματα και περιουσίες στους χαμένους τόπους. Πείσμα έβαλαν να ξαναχτίσουν το σπιτικό τους από την αρχή.

Και σ΄αυτά που λένε τώρα κάποιοι «πατριώτες» ότι οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ήταν Έλληνες ενώ αυτοί που έρχονται τώρα είναι μουσουλμάνοι, ο συγγραφέας απαντά μέσα από την ηρωίδα του, ότι τους λέγανε ξένους, κατατρεγμένους, λεπρούς, κυνηγημένους, αποβράσματα και μιάσματα. Ο συγγραφέας μας θυμίζει πολύ σωστά και μας ταρακουνά με την γραφή του. Γιατί ξεχνούμε πολύ εύκολα ως λαός και επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Πόση κακία βγάζει αλήθεια ο άνθρωπος όταν η πείνα τον κυνηγά. Αλλά τους δικαιολόγησε πάλι η γιαγιά. «Όλος ο Ελληνισμός τότε σερνόταν πληγωμένος, ταπεινωμένος. Η ανέχεια χαλά τους ανθρώπους»Αυτό δεν γίνεται και σήμερα στην χώρα μας;

«Στον τόπο μας λέμε αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς μην προσδοκάς να σε ξύσει άλλος» ή «Χωρίς αγώνες και θυσίες δεν κατακτιέται σπιθαμή για σπιθαμή….»

Κι όμως το γλέντι οι πρόσφυγες δεν το άφηναν. Με το τίποτε έστηναν τραπέζια, τραγουδούσαν και έστηναν όργανα, δεν το έβαζαν κάτω. Τάχα θα άλλαζε η κακή η ρίζα τους; Αυτοί οι άνθρωποι που έφεραν πολιτισμό, την καλή κουζίνα, το μεράκι και το γούστο, την παιδεία τους, οι ντόπιοι τους έβλεπαν παρακατιανούς.

Αν δεν μουσκευτείς ως το λαιμό, πώς θα καταφέρεις να περάσεις στην αντίπερα όχθη

Και αυτή την όχθη έπρεπε να την περάσουν. Δεν θα κέρδιζαν κάτι αν έκλαιγαν την μοίρα τους. Και έρχεται η Κατοχή που ο παππούς ο Χαραλάμπης θυσιάστηκε και πρόβαλλε μπροστά στους Γερμανούς να σώσει νέους από τα αντίποινα. Πόση δύναμη μπορεί να είχε αυτός ο άνθρωπος. Και από την άλλη, η γιαγιά Δέσποινα μας γνωρίζει τον «δικό» μας κουκουλοφόρο, από αυτούς που είχε πουλήσει την ψυχή του στον κατακτητή για να σωθεί από την συμφορά. Δυστυχώς ήταν πολλοί οι κουκουλοφόροι… Και ήρθε και ακόμη μια φορά, ο ξεριζωμός, την δεκαετία του 60 για την Αμερική, την Γερμανία και σε όλο τον πλανήτη…. Και η γιαγιά Δέσποινα συνέχιζε να προστατεύει ως κλώσα τα παιδιά της γιατί το είχε υποσχεθεί στον Χαραλάμπη. Γιατί αυτό ήταν το καθήκον της μάνας. Αυτό ένιωθε. Να στέκεται βράχος μπροστά στα σπλάχνα της.

Γλώσσα που τσακίζει αλλά και ρέει. Λέξεις που στιγματίζουν. Και δεν θέλεις να τελειώσει το βιβλίο αλλά αυτό ξεγλιστρά. Ο αναγνώστης ζει έντονα συναισθήματα, γίνεται ένα με τον πόνο, το φόβο, την αγωνία αυτών των ανθρώπων. Μεγάλο το ταξίδι από τη Σμύρνη στη Θεσσαλονίκη, συγκλονιστικές οι στιγμές πάνω στο καράβι βγάζοντας τα πιο πολύτιμα αντικείμενα προκειμένου να φτάσουν στον Βόλο, στη φάμπρικα του…

Δεν θέλω να προχωρήσω άλλο. Αφήνω στους αναγνώστες να συνεχίσουν το ταξίδι. Μην το χαρακτηρίσετε στενόχωρο. Είναι η αλήθεια όσο πικρή κι αν είναι. Ο Διονύσης Λειμονής μας δίνει μια ανίκητη δύναμη μέσα από το βιβλίο. Η γιαγιά Δέσποινα, η κάθε γιαγιά μας λέει πώς όταν κάποιος αγωνίζεται φτάνει στο φως. Ότι με την ελπίδα του αύριο μπορείς να προχωρήσεις και θα τα καταφέρνεις. Μας λέει να σφίξουμε τα δόντια και να παλέψουμε. Γιατί η ιστορία συνεχώς επαναλαμβάνεται και πρέπει να είμαστε οπλισμένοι να την αντιμετωπίσουμε. Να μην σκύψουμε το κεφάλι γιατί έχουμε χρέος στα παιδιά μας, όπως εκείνη.

Σας το συστήνω ανεπιφύλακτα! Περισσότερο το προτείνω στις ενώσεις Μικρασιατών για παρουσιάσεις στα μέλη τους… Είναι μια πολύ καλή πρόταση να διδαχτεί η νέα γενιά τα βάσανα των προγόνων τους.

http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=142458