Μαύρο φυλαχτό

Μαύρο φυλαχτό

«Τι κατάρα και τούτη να πολεμάς μια ολάκερη ζωή για τη λευτεριά σου. Πόσο ν’ αντέξει ο άνθρωπος να μη γίνει δούλος;»

Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν τα ιστορικά βιβλία που  μας γυρνούν τόσο πολύ πίσω στο χρόνο έχουν την εκτίμηση του αναγνωστικού κοινού ή οι συγγραφείς άδικα κοπιάζουν  ώστε να γράψουν την ιστορία μετά από πολύχρονη έρευνα μπλεγμένη με το μύθο ώστε να ταξιδέψουν τους  αναγνώστες. Αν καταφέρνουν να «περάσουν»  τα μηνύματα που θα τους προβληματίσουν, θα σκεφτούν θα διδαχτούν. Είναι αλήθεια ότι στα σχολικά μας χρόνια δεν μας άρεσε να διαβάζουμε την ιστορία γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα μας «ανάγκαζε » να τη μαθαίνουμε παπαγαλία. Δεν εμβαθύναμε στην ιστορία όσο έπρεπε με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνουμε ως πολίτες τα ίδια λάθη αφού δεν τη γνωρίζαμε.

Με έκπληξη διάβασα το νέο βιβλίο του συγγραφέα Βαγγέλη Μπέκα«Μαύρο φυλαχτό», από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Επειδή όμως ως λαός έχουμε κοντή μνήμη  μου αρέσει να κάνω μια μικρή αναδρομή στο συγγραφικό έργο του συγγραφέα. Όταν διαβάσετε το «Μαύρο φυλαχτό» ίσως θα θέλετε να ανατρέξετε στα προηγούμενα βιβλία του για να έχετε μια εικόνα όλου του έργου του. Τρία λοιπόν είναι τα βιβλία του εκτός τις συμμετοχές του σε συλλογικά έργα. «Οι αισιόδοξοι» Γαβριηλίδης, 2013, ένα κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, γραμμένο με χιούμορ και με επιρροές από τον Μάρκαρη, τον Ιζζό και τον Τάιμπο ΙΙ. Το « Φετίχ» 2011, ένα νουάρ μυθιστόρημα-ταξίδι από τον θείο Μαρκήσιο μέχρι το φετιχισμό του εμπορεύματος, όπου αποκαλύπτεται κάτι στο οποίο αποδίδονται υπερφυσικές ιδιότητες. Ένα φετίχ. Μια ελπιδοφόρα ρομαντική ειρωνεία. Και το «13ουπόγειο» 2009 από τις εκδόσεις Μπαρτζουλιάνου Ι. Ηλία, που μιλά για τους εργαζόμενους που υποκύπτουν σε αλλεπάλληλα παραπτώματα, που καταδικάζονται και πέφτουν όλο και πιο βαθιά, σε υπόγεια όπου η ακραία εκμετάλλευση βασιλεύει.

Με το «Μαύρο φυλαχτό», ο Βαγγέλης Μπέκας που «ξεπληρώνει» ένα ηθικό χρέος στους Ηπειρώτες προγόνους του, μας χαρίζει ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο όπως θα το διαπιστώσετε κι εσείς. Το αισιόδοξο και το ελπιδοφόρο είναι ότι ενώ γεννήθηκε μόλις το 1976, ασχολείται με μια περίοδο που οι περισσότεροι την έχουμε θάψει βαθιά στο σεντούκι της ιστορίας. Κι όμως διαβάζοντας το θα ανακαλύψετε πόσο επίκαιρο είναι. Μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, στο Σούλι και τους καπεταναίους που αν και αγράμματοι μας δίνουν μαθήματα αγώνα και τόλμης, ηρωισμού και πάθους για εθνική ανεξαρτησία. Μας μιλά για μια άμεση δημοκρατία της εποχής που δεν είχαν ανάγκη από βασιλιάδες για να σώσουν τη πατρίδα τους.

«…Και ποιον έχετε αφέντη στα βουνά σας: «Μονάχοι μας κάνουμε κουμάντο στρατηγέ, χωρίς πασάδες και βασιλιάδες όπως και  του λόγου σας. Κάθε φάρα εκλέγει ένα αντιπρόσωπο στο Κριτήριο, τον πιο αντρείο και ξύπνιο, κι ύστερα το Κριτήριο τα κουβεντιάζει κι ορίζει τι είναι ορθό να γίνει…»

Ο αναγνώστης βρίσκεται στο 1797 όπου η αριστοκρατία των Βενετών καταρρέει στα Επτάνησα και η δημοκρατία των Γάλλων καταφθάνει μαζί με νέες ιδέες και ιδανικά. Η Γαλλική Επανάσταση εξαπλώνεται. Το Κριτήριο των οπλαρχηγών στέλνει τον Μάρκο κατάσκοπο του Σουλίου στην Κέρκυρα, για να μάθει αν οι Γάλλοι έρχονται σαν φίλοι ή εχθροί. Ο Αλή πασάς παραμονεύει. Όπλα του Μάρκου, οι γνώσεις που αποκόμισε στις ξακουστές σχολές των Ιωαννίνων, η ευστροφία και η μουσική. Η αχίλλειος πτέρνα του, η έλλειψη θάρρους, αν και Σουλιώτης. Φιλοξενείται στο αρχοντικό του μεγαλέμπορα σιορ Μάντακα, όπου μαγεύεται απ’ την αρχόντισσα και την κόρη της, γυναίκες που αποπνέουν φραντσέζικο αέρα. Παριζιάνικα αρώματα και Σούλι: δυο κόσμοι συγκρούονται μέσα του· δυο κόσμοι όπου οι γυναίκες γράφουν Ιστορία. Στην Κέρκυρα ο Μάρκος εμποτίζεται με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης που εφαρμόζονται στο νησί και γίνεται φίλος με τον Περραιβό, τον τελευταίο Έλληνα που είδε ζωντανό τον Ρήγα Φεραίο.

«Για να ελευθερώσουμε τη ρωμιοσύνη δεν φτάνουν μόνο τα καριοφίλια, Μάρκο,  θέλουμε και τα γράμματα...»

«Τα ίδια ελπίζαμε με τους Ρούσους παλιότερα και παρολίγο να την πάθουμε, όπως την έπαθαν κάτω στον Μοριά που τους φούσκωσε τα μυαλά ο Ορλόφ….. Ο καθένας κοιτάει το συμφέρο του και δεν πρέπει να γίνουμε αργαλειός στα χέρια τους. Ράβουν τα σκουτιά όπως τους ταιριάζουν...»

Όμως ένας φόνος τον γυρίζει πίσω. Κι όταν κάποιος χάλαγε γυναίκα στο Σούλι, όφειλες να σκοτώσεις τέσσερις άντρες από τη φάρα του φονιά για να έρθει το αίμα στα ίσα. Ο Μάρκος μυρίζει αίμα και πισωπατά. Τότε ο Αλή πασάς ορμά στο Σούλι κι ο Μάρκος παγιδεύεται στο πλέγμα του έρωτα, της βεντέτας και της πατρίδας που κινδυνεύει από τους Οθωμανούς. Έρωτας, αδερφή, χρέος. Κόκκινο σαν αίμα. Και μες στον χαλασμό της μάχης των χριστιανών με τους μουσουλμάνους, το μαύρο φυλαχτό γίνεται ευχή και κατάρα για μια λύση.»

Ο αφηγητής ο Μάρκος, ένας απλός άνθρωπος, ένας αγνός ιδεαλιστής, μιλά στο πρώτο πρόσωπο και κάνει το μυθιστόρημα πιο συναρπαστικό. Σε όλο το βιβλίο τον βλέπουμε να συγκλονίζεται από τα βιώματα του. Βρίσκεται ανάμεσα  στο χρέος στην πατρίδα και  στην αδελφική τιμή. Βρίσκεται σε αντιφάσεις καθώς  τη μια στιγμή παλεύει ανάμεσα στη δειλία για τους σκοτωμένους που θυσιάζουν τη ζωή τους για μια ελεύθερη πατρίδα και από την άλλη ζητά εκδίκηση για το αίμα που χάνεται. Θέλει να ζήσει μια ήσυχη ζωή. Τον βλέπουμε ακόμη να ονειρεύεται την αγκαλιά της Ελένης, του πλατωνικού του έρωτα του που τη θαυμάζει για τη δυναμική της ορμή. Που επαναστατεί, που διαφέρει από τις γυναίκες της οικογένειας του σε όλα εκτός από τη τόλμη που υπάρχει στη γυναικεία Σουλιώτικη ψυχή.

«Εφόσον η γυναίκα ανεβαίνει στο ικρίωμα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ανεβαίνει και στο βήμα.»

Δειλιάζει να της εκφράσει τα συναισθήματα του γιατί αλλιώς είναι μαθημένος στη πατρίδα του. Θα δοκιμαστεί η σχέση του, θα φανούν οι αδυναμίες του και θα μάθει πολλά όπως και τα γράμματα, τα βιβλία …. Ο αδελφός της ο Νικηφόρος στέκεται αδελφικός φίλος, του μαθαίνει πώς «Πρώτα να ιδρύσουμε σχολείο, εφημερίδα και βιβλιοθήκη ….να διαπαιδαγωγηθούν ορθά οι πολίτες  κι ύστερα οι μεγάλες αλλαγές». Ακόμη πώς «Θα φτιάξουμε βιβλία πολλά, θα πάρουμε και δαύτα που χουν οι τραγόπαπες στα μοναστήρια ν’ ανοίξουμε βιβλιοθήκες και σχολεία… Δεν τους φτάνει η μεταλαβιά και τα ασήμια τους, κρατούν φυλακισμένα και τα βιβλία!». Ο Μάρκος ζει τις σκληρότατες στιγμές αυτής της εποχής. Μας γνωρίζει τα ήθη και έθιμα.

«Πρώτα να ιδρύσουμε σχολείο, εφημερίδα και βιβλιοθήκη ….να διαπαιδαγωγηθούν ορθά οι πολίτες  κι ύστερα οι μεγάλες αλλαγές...»

«Θα φτιάξουμε βιβλία πολλά, θα πάρουμε και δαύτα που χουν οι τραγόπαπες στα μοναστήρια ν’ ανοίξουμε βιβλιοθήκες και σχολεία… Δεν τους φτάνει η μεταλαβιά και τα ασήμια τους, κρατούν φυλακισμένα και τα βιβλία!»

Ο αναγνώστης γνωρίζει τις σημαντικές γυναίκες της οικογένειας του, τις τραγικές μα και ηρωικές φιγούρες που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του μα και στη πλοκή του μυθιστορήματος. Μέσα από τη Δέσπω , την μάνα του την Ρίνα, την Τζαβέλλαινα μας γνωρίζει την κοινωνική θέση της γυναίκας του Σουλίου, τους ηθικούς φραγμούς που είχαν στη καθημερινότητα τους, τα έθιμα που ήταν αναγκασμένες να σεβαστούν όσο σκληρά κι αν ήταν, μα και την επαναστατικότητα τους. Κατάφερε  να μπολιάσει το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα με μυστήριο ώστε να γίνει πιο συναρπαστικό και να τρέχουν οι σελίδες ως κινηματογραφική ταινία.

Πράγματι, το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα μπορεί να γίνει άνετα κινηματογραφική ταινία αφού οι εικόνες που εναλλάσσονται μας οδηγούν σε ένα τέτοιο σενάριο. Πλημμυρισμένο από εικόνες που ο αναγνώστης διεισδύει και επιθυμεί να είναι κομμάτι του άλλοτε στα σκληροτράχηλα βουνά του Σουλίου κι άλλοτε στην όμορφη Κέρκυρα. Οσμίζεται αρώματα μιας βενετοκρατούμενης κοινωνίας που ο δυτικός πολιτισμός δείχνει ολοφάνερα τα σημάδια του. Στη σελίδα  306 γράφει, «Το αγέρι σίγησε, η θάλασσα πέρα από τις σκεπές της πολιτείας γαλήνεψε πια. Άνοιξα το παραθύρι κι η μυρωδιά της θάλασσας μού φτασε στη μύτη».

Άλλο ένα σημαντικό κεφάλαιο του βιβλίου είναι η γνωριμία  του Μάρκου με τον Περραιβό στη Κέρκυρα. Μια γνωριμία που θα τον οδηγήσει στα διδάγματα του Ρήγα Φεραίου, θα του μάθει τον Θούριο και  θα ανοίξει τους ορίζοντες του πνεύματός του. Ο Μάρκος μετά τη γνωριμία με τον Περραιβό φούσκωσαν τα μυαλά του και θαρρείς ξεπέρασε τα όρια του. Ήταν έτοιμος να αναλάβει τον ρόλο του στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της πατρίδας του μα και της ζωής της φαμίλιας του.

Διαβάζουμε στη σελίδα 194, «….Ο Περραιβός μου φούσκωσε τα μυαλά να γεμίσουμε τη ρωμιοσύνη με επαναστατικές προκηρύξεις και βιβλία με γνώσεις. Να παθιάσουμε τις ψυχές των ανθρώπων, να δώσουν μια και να σπάσουν τα  δεσμά του Τούρκου κι όλων των αρχόντων που τους τρώνε το βιος».

Το να γράφεις για τους Σουλιώτες, το Κιούγκι, τον Ρήγα Φεραίο για κάποιους αναγνώστες  μπορεί να είναι παρωχημένα, αδιάφορα, παλιά ξινά σταφύλια, να νομίζουν ότι δεν πρέπει να σκάβουμε την ιστορία τόσο βαθιά γιατί πρέπει να δημιουργήσουμε δεσμούς φιλίας με τις γείτονες χώρες. Μα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη σπουδαιότητα εκείνων των αφανών ηρώων που αγωνίστηκαν για τα χώματα τους και κατάλαβαν καλά ότι "Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία": Να αρνηθούν ότι κάποιοι αγωνίστηκαν για να μην είμαστε εμείς σήμερα να μην είμαστε ραγιάδες: Που τόλμησαν να τα βάλουν με τους δυνάστες της εποχής και να αποδείξουν ότι ήταν γενναίοι πολεμιστές:.Ότι προτίμησαν να μη σκύψουν το κεφάλι  στους οποιοσδήποτε εχθρούς: «Το βλέπω καθαρά πως η Ρωμιοσύνη δεν θα μείνει για πολύ σκλαβωμένη, μπουχτίσαμε στους τυράννους…».

Ζήλεψα τη γραφή του. Καταγόμενη κι εγώ από τη Λάκκα και αρχίζοντας να γράφω την ιστορία της δικής μου γενιάς βρήκα πολλά σημεία που ταυτίζονται. Όμως το ταξίδι που έκανα με το «μαύρο φυλαχτό» είναι διαφορετικό. Η έρευνα που έγινε για να γραφεί αυτό το βιβλίο είναι αξιοθαύμαστη. Μου άρεσε που  έσκαψε βαθιά μέσα του βρίσκοντας τις ρίζες του. Είναι αλήθεια ότι αν ο συγγραφέας δεν συνειδητοποιήσει και δεν κάνει κτήμα του τα μηνύματα που του μεταφέρουν οι πρόγονοι του όχι μόνο δεν θα μάθει τη ταυτότητα του αλλά δεν θα νιώσει αυτά που του άφησε  παρακαταθήκη η ιστορία. Και πιστεύω ότι οι γραφιάδες έχουν κι αυτό το ρόλο. Της ανακάλυψης και της αποκάλυψης. Το κατάφερε αυτό ο συγγραφέας. Δεν θα αποκαλύψω  την ιστορία του Μάρκου. Αυτό το ταξίδι θα το κάνουν μόνοι τους οι αναγνώστες. Ψήγματα ήθελα να δώσω ώστε να κεντρίσω το ενδιαφέρον.

Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο Βαγγέλη Μπέκα!  Ως επίλογο θα καταθέσω στους αναγνώστες το γράμμα του καπετάν Ζέρβα προς τον Βεζύρη Αλή Πασά. Αυτό που με συγκλόνισε ως αναγνώστρια. Ήταν αγράμματοι εκείνοι οι άνθρωποι μα τη φλόγα στη καρδιά τους για τη πατρίδα  την είχαν αρκετή. Δεν καταλάβαιναν ούτε από πουγκιά με γρόσια ούτε από περιουσίες προκειμένου να ξεπουλήσουν τη πατρίδα τους. Είχαν ιδανικά και αξίες. Είχαν μπέσα σε αντίθεση με τους σημερινούς γραμματιζούμενους.

«Σε φχαριστώ για την αγάπη που μου χεις, μοναχά που τα πουγκιά σου που μου γράφεις με τον Μπέτσο να μου στείλεις, να μη μου τα στείλεις, γιατί δεν ξέρω να τα μετρήσω, μήτε τι να τα κάνω μου ρχεται. Μα και να ξερα, δεν θα σου δινα ούτε ένα λιθάρι από τους βράχους του τόπου μου κι όχι να φύγω από το Σούλι για τα πουγκιά σου, καθώς λογαριάζεις. Για μένα πλούτος, δόξες και τιμές είναι τα άρματα μου. Με εκείνα φιλώ τη λευτεριά και τα παιδιά μου…»

Δημοσιεύθηκε στο bookia